Ο θεσμός των επίτιμων προξένων είναι πολύ παλιός και σημαντικός. Αφορά, όλες εκείνες τις περιπτώσεις όπου μια χώρα δεν εκπροσωπείται σε μια άλλη χώρα μόνο από μέλη της διπλωματικής υπηρεσίας αλλά και πολίτες, που δεν είναι επαγγελματίες διπλωμάτες και που μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να μην έχουν τη δική της υπηκοότητα αλλά της χώρας όπου ασκούν προξενικά καθήκοντα.
Συχνά, οι επίτιμοι πρόξενοι παίζουν κομβικό ρόλο στις εμπορικές σχέσεις ανάμεσα σε χώρες. Άλλωστε, ιδίως σε παλαιότερες εποχές έμποροι που μπορεί να είχαν σε μια σημαντική πόλη δεσμούς επιχειρηματικούς με μια άλλη χώρα μπορεί να αναλάμβαναν τον ρόλο του επίτιμου προξένου αυτής της χώρας.
Οι επίτιμοι πρόξενοι είναι άμισθοι συνήθως και πέραν της σύσφιξης των εμπορικών και πολιτιστικών δεσμών ασκούν και ορισμένα βασικά προξενικά καθήκοντα. Δεν απολαμβάνουν την πλήρη «διπλωματική ασυλία», αλλά μόνο μια μερική ασυλία στενά για τα καθήκοντά τους.
Στην Τουρκία η παράδοση είναι μεγάλη, γιατί στην Οθωμανική περίοδο οι Μεγάλες Δυνάμεις επέλεγαν τους προξένους τους συνήθως από τους μη μουσουλμάνους που κατοικούσαν στο έδαφος της αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων Ελλήνων.
Αυτοί έπαιζαν μεγάλο ρόλο και στις εμπορικές σχέσεις της Αυτοκρατορίας με τις Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά και στις σχέσεις των τελευταίων με τις τοπικές χριστιανικές κοινότητες.
Στη σύγχρονη Τουρκία υπάρχουν αυτή τη στιγμή περίπου 120 επίτιμοι πρόξενοι, μερικοί από τους οποίους είναι πολύ πετυχημένοι Τούρκοι επιχειρηματίες.
Η ξαφνική απόφαση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών
Σε γενικές γραμμές οι επίτιμοι πρόξενοι δεν έχουν τη θεσμική και πολιτική βαρύτητα των μονίμων διπλωματών. Ωστόσο, η δυνατότητά τους να ασκούν τα καθήκοντά τους απαιτεί την έγκριση της φιλοξενούσας χώρας. Σπανίως, όμως, προκύπτουν προβλήματα.
Αυτό δεν εμπόδισε το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών να διακόψει ξαφνικά τα προξενικά καθήκοντα εννέα επιτίμων προξένων, συμπεριλαμβανομένων και των προξένων που εκπροσωπούσαν το Βέλγιο, την Αυστρία, την Σουηδία και τη Μεγάλη Βρετανία.
Μάλιστα, επέμεινε στην απόφαση, ακόμη και όταν οι χώρες τις οποίες εκπροσωπούσαν οι επίτιμοι πρόξενοι ζήτησαν να παραμείνουν στα καθήκοντά τους.
Το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών αρνήθηκε να δώσει κάποιον λόγο για την απόφασή του. Ωστόσο, ορισμένοι από τους επίτιμους προξένους υποστήριξαν ότι η αιτία ήταν η κριτική που είχαν ασκήσει στην τουρκική κυβέρνηση και την πολιτική τους, συμπεριλαμβανομένων και των αναρτήσεών τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η απόφαση έγινε γνωστή όταν το Γενικό Προξενείο της Σουηδίας στην Κωνσταντινούπολη ανακοίνωσε ότι το Σουηδικό Προξενείο στην Αττάλεια θα έκλεινε προσωρινά και εξηγούσε ότι αυτό οφειλόταν στην απαίτηση των Τουρκικών αρχών να τερματίσουν την εντολή στον επίτιμο πρόξενο που εκπροσωπούσε τη Σουηδία στη συγκεκριμένη περιοχή για πολλά χρόνια.
Η επίτιμη πρόξενος, Νιλ Σαγκίρ είναι μια δικηγόρος και ο άντρας της είναι ένα από τα ιδρυτικά μέλη του αντιπολιτευτικού «Καλού Κόμματος» της Μεράλ Ακσενέρ. Στο αποχαιρετιστήριο γράμμα της υπογράμμισε ότι θα συνεχίσει να διεκδικεί μια Τουρκία που το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα θα γίνονται σεβαστά.
Αντίστοιχα, ο επίσης παυθείς επίτιμος πρόξενος της Αυστρίας στην Σμύρνη Μουσταφά Ουλκού Τσανέρ, επίσης δικηγόρος και πρώην μέλος του αντιπολιτευόμενου CHP, θεώρησε ότι η αιτία για την παύση του ήταν η αντιπολιτευτική του τοποθέτηση απέναντι στην κυβέρνηση.
Άλλωστε, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν το τελευταίο διάστημα έχει «στοχοποιήσει» τους ξένους διπλωμάτες, όπως φάνηκε από τις δηλώσεις του ότι θα έπρεπε να χαρακτηριστούν personae no gratae οι πρεσβευτές δέκα χωρών που είχαν διαμαρτυρηθεί για την παρατεινόμενη κράτηση και δίωξη του Οσμάν Καβαλά, γνωστού για το ανθρωπιστικό του έργο.
Ο Ερντογάν τελικά υπαναχώρησε και θεώρησε ότι μια δήλωση των πρεσβευτών ότι σέβονται το διεθνές δίκαιο για την μη παρέμβαση στα εσωτερικά χωρών είναι επαρκής.
Όμως, είναι σαφές ότι στο πλαίσιο μιας ιδιότυπης εθνικιστικής στροφής και ρητορικής όλο και πιο έντονης στην Τουρκία, οι ξένοι διπλωμάτες ολοένα και περισσότερο αντιμετωπίζονται ως δυνητικά εχθρικά προσωπικότητες. Εκτός των άλλων και για να συντηρείται τόσο το αφήγημα μιας Τουρκίας που γενικά την επιβουλεύονται, όσο η προβολή της εικόνας ότι η Τουρκία του Ερντογάν «υψώνει το ανάστημά της».
Η τουρκική κυβέρνηση πάντα προσέχει τις αναρτήσεις…
Ούτως ή άλλως η συγκεκριμένη απόφαση και οι λόγοι που φαίνεται ότι ήταν πίσω από αυτήν, συνέπεσαν σε μια περίοδο όπου γενικά οι αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να αποτελέσουν επαρκή λόγο για δικαστικές περιπέτειες.
Μάλιστα, το εάν μια ανάρτηση είναι παλιά δεν παίζει κάποιον ρόλο. Ακόμη και αναρτήσεις κάποια χρόνια πριν επανέρχονται στο προσκήνιο ως αντικείμενο ποινικών διώξεων. Μια ανάρτηση από το 2015, που απεικόνιζε τον εορτασμό του Νεβρόζ στην κουρδική πόλη Ντιγιάρμπακιρ οδήγησε σε κατηγορίες για προπαγάνδα υπέρ της τρομοκρατίας κατά της δημοσιογράφου Μελίς Αλφάν, ενώ και άλλοι αντιμετωπίζουν διώξεις για παλαιότερες αναρτήσεις τους, ακόμη και για κινήσεις όπως το να ζητήσουν από τον Ερντογάν να δείξει το πτυχίο του.
Και όταν οι αναρτήσεις αφορούν τις πολεμικές επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο σοβαρά. Σύμφωνα με το ίδιο το τουρκικό υπουργείο Εσωτερικών ανάμεσα στις 20 Ιανουαρίου και τις 26 Φεβρουαρίου, υπήρξαν εκατοντάδες συλλήψεις ανθρώπων που έγραψαν αναρτήσεις για την επιχείρηση στην Αφρίν: 648 για την ακρίβεια.