Ηπολιτική παρακαταθήκη είναι η ζωή η ίδια. Η ζωή που ζεις, ο τρόπος σου. Πολύ περισσότερο από όσα είπες ή όσα υποστήριξες με τα λόγια. Το σώμα σου είναι η απάντηση σε όλες τις ερωτήσεις.
Δεν γνώριζα τη Φώφη Γεννηματά, η σχέση μου μαζί της είναι εκείνη που είχε ένας μέσος πολίτης ακούγοντάς την και βλέποντας τον τρόπο που πολιτεύεται. Κάπου συμφωνείς, κάπου διαφωνείς, τελικά δεν έχει σημασία. Δεν μου έμεινε τίποτα από όλα αυτά. Μου έχει μείνει μόνο ο τρόπος που χαμογελάει μία νέα γυναίκα επί δέκα χρόνια παλεύοντας με τον καρκίνο και ο τρόπος που ζει ένας άνθρωπος που αισθάνεται να κρέμεται πάνω από το κεφάλι του μία άδικη μοίρα που είναι αποφασισμένη να πραγματωθεί, να εφαρμοστεί σαν ποινή για ένα αδίκημα που δεν διέπραξες.
Δεν γνωρίζω τα ποσοστά της κληρονομικότητας αυτής της ασθένειας, αλλά με τους δύο γονείς σου να έχουν φύγει στην ηλικία που πλησιάζεις, θέλει διπλή δύναμη όχι να διεκδικείς και να παλεύεις για τις ιδέες σου, αλλά ακόμη και να χαμογελάς τόσο απλωμένα, τόσο πηγαία. Βέβαια τα παιδιά σου είναι εκείνα που ακυρώνουν τις κακές πιθανότητες, τα βλέπεις να μεγαλώνουν και θεωρείς την κάθε μέρα νίκη. Τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο – Δευτέρα μεσημέρι – δεν μπορώ να θυμηθώ καμία πολιτική της θέση. Οχι βέβαια γιατί ήταν άνευ σημασίας, αλλά γιατί αυτές οι χαμογελαστές φωτογραφίες με τα γεμάτα μάτια είναι για μένα αρκετό για να μπει αυτή η γυναίκα στο κλαμπ των γενναίων που με δίδαξαν. Εχουν δίκιο όσοι λένε πως εκείνο που μένει από τους ανθρώπους είναι το πώς σε έκαναν να νιώσεις.
Στη ζωή μας θα μιλήσουμε πολύ. Θα θυμώσουμε, θα βρίσουμε, θα φωνάξουμε, θα ψιθυρίσουμε. Ορισμένοι θα αφήσουν πίσω τους και τα γραπτά τους, είτε στην τέχνη είτε στην πολιτική. Ομως το πιο δυνατό από όλα είναι το πώς έκαναν τους γύρω τους αλλά και τους αγνώστους να νιώσουν. Αυτό το αδιαμεσολάβητο συναίσθημα που σε κάνει να σεβαστείς τον εχθρό σου, αν θέλεις να είσαι τίμιος.
Θα μου πεις, γιατί δεν τα σκεφτόμαστε αυτά και δεν τα λέμε πριν το μοιραίο, το τελεσίδικο γεγονός. Δεν τα λέμε γιατί δεν γίνεται να τα πούμε. Γιατί αν τα λέγαμε δεν θα ήμασταν αυτές οι ατελείς φύσεις που δεν θέλουν να θυμούνται τη θνητότητά τους, που δεν μπορούν να τη διαχειριστούν και ο μόνος τρόπος που έχουν βρει για να αντιμετωπίσουν και να αντέξουν αυτήν την καταραμένη γνώση είναι να κάνουν τους αθάνατους.
Οι άνθρωποι που πήραν θέση στα γεγονότα της εποχής τους βρίσκονται πάντα μέσα σε ένα προστατευτικό κουκούλι συντροφικότητας αλλά και στην έρημο της αφόρητης μοναξιάς. Είναι παρούσες τόσο η συντροφικότητα όσων τους αγάπησαν και πορεύτηκαν μαζί τους αλλά και εκείνη η σκληρή μοναξιά τού να αισθάνονται πως πολλοί τους αντιπάθησαν ή ακόμη και τους μίσησαν.
Για κάποιον συμπαντικό λόγο ευτυχώς φεύγεις μέσα στις αγκαλιές των πρώτων.