Τριάντα χρόνια μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, που άνοιξε τον δρόμο για το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα και καθόρισε τους κανόνες για τον τρόπο με τον οποίο το ευρώ θα λειτουργούσε στην πράξη, η Ευρωπαϊκή Ενωση αναζητεί ένα νέο Μάαστριχτ καθώς μέσα στον χρόνο οι διαδοχικές οικονομικές κρίσεις και κυρίως το άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στις χώρες του Βορρά και του Νότου κατέστησαν το περιβόητο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης ανεφάρμοστο και συνάμα «ανούσιο».
Αυτό αποδείχθηκε περίτρανα με την κρίση χρέους που έπληξε την ΕΕ στις αρχές της περασμένης δεκαετίας – απότοκο της κρίσης των δανείων μειωμένης εξασφάλισης στις ΗΠΑ – και οδήγησε Ελλάδα, Πορτογαλία και Κύπρο στο καθεστώς των μνημονίων, Ισπανία και Ιταλία σε σκληρά μέτρα λιτότητας και λίγο αργότερα στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) που ανέλαβε τον ρόλο του «τελευταίου δανειστή» στα κράτη, καθώς και αυτά χρεοκοπούν!
Σήμερα μετά και το πανδημικό σοκ οι κανόνες που γνωρίζαμε (έλλειμμα 3% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος 60% του ΑΕΠ) «πάγωσαν» – στην ουσία κατέρρευσαν για ακόμη μία φορά – καθώς οι ανάγκες αντιμετώπισης της πανδημίας, σε συνδυασμό με τη βαθιά ύφεση που προκάλεσαν τα μέτρα ελέγχου της μετάδοσης του κορωνοϊού (κλειστά σύνορα, καραντίνα κ.λπ.), οδήγησαν εκτός ελέγχου τα ελλείμματα και στα ύψη το δημόσιο χρέος των ήδη υπερχρεωμένων ευρωπαϊκών χωρών.
Σε όλον τον κόσμο ακόμη και οι φιλελεύθερες κυβερνήσεις, το ΔΝΤ και οι κεντρικές τράπεζες αγκάλιασαν τις αρχές του Κέινς, αύξησαν τις δαπάνες, δανείστηκαν, έκοψαν χρήμα, μηδένισαν τα επιτόκια μέχρι να επιστρέψει ξανά η ανάπτυξη…
Στην Ευρωπαϊκή Ενωση ήδη έχει ξεσπάσει ένας πόλεμος επιχειρημάτων ανάμεσα σε ειδικούς και θεσμούς για την αντικατάσταση του βασικού κανόνα του Συμφώνου, το όριο ελλείμματος 3% του ΑΕΠ τον χρόνο με τις «οροφές δαπανών», από τις οποίες θα εξαιρεθούν οι επενδυτικές δαπάνες, αλλά και για την επιμήκυνση από 20 σε 30 χρόνια του στόχου μείωσης του δημοσίου χρέους στο 60% του ΑΕΠ ώστε το νέο Σύμφωνο να υπηρετεί την αναπτυξιακή διαδικασία.
Ομως στο τραπέζι υπάρχει και η θέση του ESM για τον διαχωρισμό των κρατών-μελών σε υπερχρεωμένα και μη και τη θέσπιση «κανόνων δύο ταχυτήτων» με ευνοημένες τις χώρες με δημόσιο χρέος χαμηλότερο του 100% του ΑΕΠ, γεγονός που διχάζει και αναδεικνύει για ακόμη μία φορά το πολιτικό πρόβλημα της Ενωσης.
Το σύνθημα δόθηκε
Στην Ευρωπαϊκή Ενωση το σύνθημα δόθηκε… «Αλλάξτε τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας για να προστατεύσουμε τις οικονομίες και την ΟΝΕ».
Παρουσιάζοντας προ δεκαπενθημέρου το σχετικό έγγραφο, ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής Βάλντις Ντομπρόβσκις είπε ότι η Ευρώπη πλέει τώρα σε πιο ήρεμα νερά και τόνισε ότι η κρίση έχει κάνει κάποιες προκλήσεις πιο ορατές, όπως τα υψηλότερα ελλείμματα και το υψηλότερο χρέος, έχει διευρύνει τις αποκλίσεις και τις ανισότητες. Η ανάγκη για επενδύσεις είναι μεγαλύτερη.
«Χρειαζόμαστε κανόνες οικονομικής διακυβέρνησης που μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτές τις προκλήσεις κατά μέτωπο» είπε ο κ. Ντομπρόβσκις, επισημαίνοντας ότι χρειάζεται δημόσια συζήτηση, να ακουστούν απόψεις και ιδέες για να υπάρξει συναίνεση στις όποιες αποφάσεις.
Στο ίδιο μήκος κύματος τοποθετήθηκε και ο επίτροπος Οικονομίας Πάολο Τζεντιλόνι τονίζοντας ότι η αναθεώρηση της οικονομικής διακυβέρνησης ξεκινά με φόντο τις τεράστιες επενδυτικές ανάγκες, καθώς εκτός των δεινών της πανδημίας η κλιματική κρίση γίνεται πιο έντονη κάθε χρόνο που περνά.
Ωστόσο, ο επίτροπος ανέφερε ότι η ισχυρή δημοσιονομική υποστήριξη που παρέχεται κατά τη διάρκεια της πανδημίας έχει οδηγήσει το χρέος σε υψηλά επίπεδα και αυτό καθιστά ακόμη πιο σημαντικό να υπάρχει ένα αποτελεσματικό δημοσιονομικό πλαίσιο, που «είναι ζωτικής σημασίας για το μέλλον της Ενωσης».
Η πρόταση
Πρώτο το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο «τράβηξε τη σκανδάλη» κατά του Συμφώνου Σταθερότητας σημειώνοντας ότι οι υφιστάμενοι κανόνες είναι ιδιαίτερα πολύπλοκοι και δύσκολο να εφαρμοστούν και το κυριότερο πως «λειτουργούν σε αντίθετη κατεύθυνση απ’ ό,τι πρέπει, δηλαδή ενισχύουν τις υφεσιακές πιέσεις τις περιόδους «ισχνών αγελάδων» και την υπερθέρμανση της οικονομίας στις περιόδους «παχιών αγελάδων».
Και πρότεινε την αντικατάστασή τους με τους εξής:
1Δημιουργία μιας κεντρικής ευρωπαϊκής δημοσιονομικής δυνατότητας (central fiscal capacity), ύψους 1,5-2,5% του ΑΕΠ της ευρωζώνης, η οποία θα είναι μόνιμη, ενσωματωμένη στον κοινοτικό προϋπολογισμό και θα χρηματοδοτείται τόσο από ευρωπαϊκούς φόρους όσο και από κοινό δανεισμό.
Αυτός ο κεντρικός δημοσιονομικός μηχανισμός θα έχει διπλή λειτουργία:
Την υποστήριξη των κρατών-μελών στην αντιμετώπιση μακροοικονομικών σοκ και την ενίσχυση επενδυτικών σχεδίων που υποστηρίζουν τους στρατηγικούς στόχους της Ενωσης, όπως εν προκειμένω η πράσινη ανάπτυξη και η ψηφιακή οικονομία.
2Απλοποίηση των κανόνων δημοσιονομικής εποπτείας, μέσω της υιοθέτησης ενός μόνο στόχου (διατηρησιμότητα δημοσίου χρέους το οποίο δεν θα πρέπει να ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ), ενός μόνο δείκτη της «οροφής δαπανών», που σημαίνει ότι ο ρυθμός αύξησης των κρατικών δαπανών δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τον μεσοπρόθεσμο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ.
Και τέλος, μιας μόνο γενικής «ρήτρας διαφυγής», η οποία θα ενεργοποιείται κατόπιν αξιολόγησης από ανεξάρτητο δημοσιονομικό θεσμό.
Τριακονταετής περίοδος
Στις συζητήσεις που γίνονται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας το Συμβούλιο προτείνει να επιμηκυνθεί στα 30 χρόνια, από τα 20 χρόνια σήμερα, η περίοδος που θα δοθεί στα υπερχρεωμένα κράτη-μέλη να μειώσουν το δημόσιο χρέος στο 60% του ΑΕΠ, αλλά και τη δυνατότητα διαφοροποίησης του ρυθμού δημοσιονομικής προσαρμογής κάθε κράτους-μέλους, αφού λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες κάθε εθνικής οικονομίας, όπως π.χ. για την Ελλάδα οι υποχρεωτικά αυξημένες δαπάνες για την αμυντική προστασία της χώρας και των ευρωπαϊκών συνόρων.
Εξαιρέσεις
Ακόμη, ανοίγει τη συζήτηση για την υιοθέτηση θεσμικών κανόνων (εξαιρέσεων από τον υπολογισμό της «οροφής δαπανών» που επιβάλλεται από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής σε κάθε κράτος-μέλος) με στόχο την προστασία και ενίσχυση των δημόσιων επενδυτικών δαπανών αλλά και των δημόσιων επενδύσεων που ενισχύουν την αναπτυξιακή ικανότητα της οικονομίας όπως είναι οι δαπάνες εκπαίδευσης.
Οι θέσεις αυτές, οι οποίες απηχούν τις ανάγκες του Νότου που θέλει να δώσει ώθηση στην αναπτυξιακή διαδικασία και μέσω υψηλών ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ να καταφέρει η κάθε χώρα να φέρει σε πτωτική τροχιά το δημόσιο χρέος, ακούγονται «πολύ ωραίες για να είναι αληθινές».
Το χρονοδιάγραμμα των αλλαγών
Η συζήτηση για την αλλαγή του Συμφώνου Σταθερότητας που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2020 και διακόπηκε λόγω της πανδημίας, με την αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας μέχρι το τέλος του 2022, ξεκίνησε και πάλι. Η δημόσια διαβούλευση απευθύνεται στα θεσμικά όργανα της ΕΕ, στις εθνικές κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια, στις κεντρικές τράπεζες, στην ΕΚΤ και στον ακαδημαϊκό κόσμο και θα παραμείνει ανοιχτή έως τις 31 Δεκεμβρίου. Μέχρι τότε, όλοι καλούνται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποβάλουν τις προτάσεις τους. Η Επιτροπή θα τις αξιολογήσει, θα εξετάσει όλες τις απόψεις που θα εκφραστούν και θα παρουσιάσει τις κατευθύνσεις της για τις αλλαγές στο πλαίσιο της δημοσιονομικής διακυβέρνησης, το πρώτο τρίμηνο του 2022. Στόχος είναι η επίτευξη ευρείας συναίνεσης, πριν από το 2023.
Η θέση της Ελλάδας
Είναι προφανές ότι τις προτάσεις των οικονομολόγων του Δημοσιονομικού Συμβουλίου υιοθέτησε και υποστηρίζει και το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, συμμετέχοντας στον διάλογο που σύντομα αναμένεται να πάρει πολιτικά χαρακτηριστικά, αν αυτό δεν έχει ήδη συμβεί.
Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι ο έλεγχος του ποσοστιαίου ρυθμού μεταβολής των καθαρών δημοσίων δαπανών πρέπει να γίνεται σε ορίζοντα τριετίας μετά την αφαίρεση των δαπανών εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, των δαπανών για δημόσιες επενδύσεις, των εφάπαξ δαπανών και των δαπανών για την επιδότηση της ανεργίας.
Αρα η «οροφή δαπανών» θα πρέπει να περιοριστεί αποκλειστικά στις λειτουργικές δαπάνες του κράτους.
Η πρόταση του ESM για «δύο ταχύτητες»
Στις προτάσεις των οικονομολόγων του Δημοσιονομικού Συμβουλίου ήρθε ως απάντηση η δημόσια ανακοίνωση των θέσεων της επιτροπής οικονομολόγων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), που ανέλαβαν «ρόλο υπεράσπισης του Συμφώνου Σταθερότητας» και οι οποίοι έθεσαν στον διάλογο το εξής στοιχείο: οι όποιες αλλαγές στον κανόνα μείωσης του δημοσίου χρέους κατά 1/20 κατ’ έτος θα απαιτήσει (σ.σ.: αν δεν σκοντάψει) αλλαγή του Κοινοτικού Δικαίου και των εθνικών νομοθεσιών. Με άλλα λόγια, λένε, ο τελευταίος λόγος και πάλι θα ανήκει στις χώρες του Βορρά και στην ηγέτιδα οικονομική δύναμη της ΕΕ, τη Γερμανία.
Ο ESM κοιτάζοντας προς τον Βορρά προτείνει να ανέβει ο στόχος «άγκυρα σταθερότητας» για τη μείωση του δημοσίου χρέους από 60% στο 100% του ΑΕΠ, αλλά ταυτόχρονα οι υπερχρεωμένες χώρες (με λόγο δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ πάνω από 100%) να ακολουθούν και τον ισχύοντα κανόνα περιορισμού του ελλείμματος κάτω από 3% του ΑΕΠ, ενώ οι χώρες με χαμηλότερο χρέος να μην έχουν αυτή την υποχρέωση.
Η πρότασή τους αυτόματα οδηγεί στην Ευρώπη των δύο ταχυτήτων.
δημοσιονομική πειθαρχία
Συγκεκριμένα η πρόταση του ESM προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαμορφώνεται προσώρας ως εξής:
«Η δημοσιονομική πειθαρχία δεν είναι λιγότερο σημαντική τώρα από ό,τι όταν ιδρύθηκε η ΟΝΕ, και μια αξιόπιστη δημοσιονομική πολιτική απαιτεί πλαίσιο που να ταιριάζει στο μακροοικονομικό πλαίσιο. Η δημοσιονομική πειθαρχία παραμένει ακρογωνιαίος λίθος της νομισματικής ένωσης. Επιστρέφοντας όμως στον προ κρίσης συνδυασμό 60% του ΑΕΠ ο στόχος του χρέους και ο ρυθμός προσαρμογής του χρέους θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την οικονομική ανάκαμψη.
Το αλλαγμένο μακροοικονομικό πλαίσιο απαιτεί επανεξέταση του ισχύοντος δημοσιονομικού πλαισίου, με ρεαλιστικούς και αποτελεσματικούς κανόνες που μπορούν να καθοδηγούν αξιόπιστα τις δημοσιονομικές πολιτικές τα επόμενα χρόνια.
Πρέπει να υπάρξει γρήγορη συμφωνία για νέους κανόνες καθώς η αβεβαιότητα θα επηρεάσει τις αγορές και θα μπορούσε να ανεβάσει τα επιτόκια.
Ταυτόχρονα, μπορεί να είναι απαραίτητη μια μεταβατική περίοδος για τη σύγκλιση προς τους δημοσιονομικούς κανόνες λαμβάνοντας υπόψη την επικρατούσα οικονομική αβεβαιότητα.
Η προτεινόμενη προσέγγισή μας συνδυάζει στοιχεία από το υπάρχον πλαίσιο με πρόσφατες προτάσεις και λαμβάνει υπόψη τα εμπόδια που απορρέουν από το δίκαιο της ΕΕ.
Προτείνουμε δημόσιο χρέος με “αγκυροβόλιο” στο 100% του ΑΕΠ, έναν κανόνα δαπανών που θα περιόριζε την αύξηση των δαπανών με βάση την τάση παραγωγής ανάπτυξης και όριο δημοσιονομικού ελλείμματος στο 3% του ΑΕΠ.
Κράτη-μέλη με χρέος άνω του 100% το όριο, θα πρέπει επιπλέον να υιοθετήσουν έναν στόχο που θα εκφράζεται σε όρους πρωτογενούς πλεονάσματος συνεπείς με έναν κοινό προκαθορισμένο ρυθμό μείωσης του χρέους».