Αποστολή σε Βαρώσια – Λευκωσία
Η Αννα Μαραγκού είχε επιστρέψει από το Βέλγιο, όπου ζούσε, για διακοπές στην Αμμόχωστο το μοιραίο καλοκαίρι του 1974. Ηταν 23 ετών – σήμερα πλησιάζει τα 70. Ο πατέρας της ήταν χειρουργός και εργαζόταν στο Γενικό Νοσοκομείο της Λευκωσίας, αλλά έκανε και εγχειρήσεις στην Αμμόχωστο όταν βρισκόταν εκεί. Μετά την τουρκική εισβολή του Ιουλίου 1974, η πόλη είχε σχεδόν αδειάσει από τους άνδρες, αλλά γυναίκες, παιδιά και τουρίστες παραθέριζαν εκεί – άλλωστε η πόλη των Βαρωσίων είχε γνωρίσει τεράστια ανάπτυξη την περίοδο 1960-1974, ιδιαίτερα στον τουριστικό τομέα. Δεν ήταν λίγοι δε εκείνοι που τη χαρακτήριζαν ως «δεύτερη Βηρυτό».
Η έξοδος
Στις 13 Αυγούστου είχε αρχίσει να κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα στα Βαρώσια ότι επίκειται βομβαρδισμός της πόλης από τις τουρκικές δυνάμεις – ήταν άλλωστε παραμονές του «Αττίλα ΙΙ». Είχε ακουστεί ότι θα βομβαρδίσουν και το νοσοκομείο. Οι εναπομείναντες κάτοικοι αποφασίζουν να την εγκαταλείψουν για να σωθούν και κατευθύνονται προς τη βρετανική βάση της Δεκέλειας. Φεύγουν χωρίς να πάρουν τίποτα μαζί τους, ούτε ρούχα, ούτε υπάρχοντα. Ηλπιζαν ότι το ίδιο βράδυ, ίσως το επόμενο πρωί, θα επιστρέψουν. Μάταια. Ελάχιστοι, λίγοι άνδρες σύμφωνα με τις μαρτυρίες, γύρισαν το βράδυ στη Δερύνεια, η οποία βρίσκεται πολύ κοντά στην Αμμόχωστο, για να μαζέψουν ό,τι μπορούσαν. Ορισμένοι είναι σήμερα αγνοούμενοι – και το πιθανότερο νεκροί. Την επομένη, 14 Αυγούστου 1974, ο τουρκικός στρατός εισήλθε στην πόλη. Και ακολούθως, ο χρόνος πάγωσε.
Η λεηλασία
Η οικογένεια της Αννας Μαραγκού ήταν μία από τις μεγάλες αστικές οικογένειες της Αμμοχώστου. Οπως η ίδια μας λέει, ο θείος της, ο Δημήτρης Ν. Μαραγκός (αδελφός του πατέρα της), είχε τη μεγαλύτερη κυπριολογική βιβλιοθήκη στο νησί, μέρος της οποίας ήταν και σπάνιας αξίας μεσαιωνικά χειρόγραφα. Μετά την έξοδο των κατοίκων, οι τουρκικές δυνάμεις επιδόθηκαν σε λεηλασίες. Πολλά χρόνια αργότερα, η Αννα Μαραγκού βρήκε και αγόρασε από έναν βρετανικό οίκο δημοπρασιών ένα βιβλίο που ανήκε στη βιβλιοθήκη του θείου της. Το βιβλίο ήταν του Μαρσέλ Μπριόν και αφορούσε την Αικατερίνη Κορνάρο, την τελευταία βασίλισσα της Κύπρου (1474-1489), πριν το νησί παραδοθεί διοικητικά στη Βενετική Δημοκρατία. Ενας Θεός ξέρει πώς το βιβλίο αυτό βρέθηκε εκεί. Σήμερα βρίσκεται στη Λεβέντειο Βιβλιοθήκη της Λευκωσίας. Σύμφωνα με την αφήγηση της Μαραγκού, ένας πίνακας που είχε ζωγραφίσει η μητέρα της βρέθηκε σε ένα ξενοδοχείο στην Καρπασία – η ίδια τον είδε εκεί.
Οι επισκέπτες καλούνται να μην εισέλθουν στα κτίσματα που έχουν μισοκαταρρεύσει μετά από τόσα χρόνια
Η ιστορία
Το 1974 ο πληθυσμός ολόκληρης της πόλης της Αμμοχώστου ανερχόταν σε περίπου 40.000 ανθρώπους, αν και υπήρχαν αρκετοί που κατοικούσαν αλλού και μετακινούνταν στην πόλη για εργασία. Υπολογίζεται ότι περίπου 26.000 Ελληνοκύπριοι κατοικούσαν στην πόλη και η πλειοψηφία αυτών ζούσαν και εργάζονταν στην περιοχή των Βαρωσίων, στα ανατολικά της Αμμοχώστου και εκτός της παλιάς πόλης. Οι σχεδόν 8.500 Τουρκοκύπριοι ζούσαν εντός της παλιάς, περίκλειστης πόλης με τα εντυπωσιακά ενετικά τείχη και στις γειτονικές περιοχές. Αυτή η ιδιόρρυθμη ανθρωπογεωγραφία έχει τις καταβολές της στην περίοδο μετά την κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς, το 1576, όταν αυτοί διέταξαν τον ορθόδοξο πληθυσμό να εγκαταλείψει, εντός δύο ετών, την παλιά πόλη και να πάει στα σημερινά Βαρώσια – λέξη που έχει τις καταβολές της στην τουρκική λέξη «βαρούς», που σημαίνει «προάστιο». Οταν τα Βαρώσια έπεσαν το 1974 στα χέρια του τουρκικού στρατού, κατοικήθηκε από Τουρκοκυπρίους κι αργότερα από εποίκους μόνο το δυτικό τμήμα της πόλης. Το ανατολικό και παραθαλάσσιο κομμάτι, με την υπέροχη αμμουδιά και τα πολυώροφα κτίρια ξενοδοχείων και διαμερισμάτων, έκλεισε για τους πολίτες και παρέμεινε υπό τον έλεγχο του τουρκικού στρατού. Ηταν το κομμάτι που ο φωτογραφικός φακός είχε απαθανατίσει πίσω από το γνωστό συρματόπλεγμα.
Το άνοιγμα
Σήμερα, αυτό το συρματόπλεγμα δεν υπάρχει πια. Και από εκεί που βρισκόταν κάποτε το φυλάκιο του τουρκικού στρατού, δίπλα στο στάδιο με την ονομασία «Φαζίλ Κιουτσούκ» (το όνομα του πρώην τουρκοκύπριου ηγέτη και αντιπροέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας την περίοδο 1960-1963 πριν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος καταθέσει ως Πρόεδρος τα 13 Σημεία για την αναθεώρηση του Συντάγματος που είχε προκύψει από τις Συνθήκες Ζυρίχης/Λονδίνου) μπορεί κάποιος να εισέλθει στην «πόλη-φάντασμα» που έχει μετατραπεί πλέον σε μια τουριστική ατραξιόν.
Πούλμαν και λεωφορεία βρίσκονται παρκαρισμένα εκτός της εισόδου την οποία περνά κάποιος σπρώχνοντας πύλες όπως αυτές που συχνά συναντάμε σε πάρκινγκ ή εταιρείες – απλώς δεν χρειάζεται «να χτυπήσει» κάποια μαγνητική κάρτα.
Λίγο πιο κάτω, αριστερά, υπάρχει ένα μικρό κιόσκι που πουλάει καφέ, νερό και αναψυκτικά. Μπροστά του υπάρχουν παγκάκια στα οποία μπορεί κάποιος να περιμένει μέχρι να πάρει ένα από τα παλιά, σκουριασμένα και βρώμικα μικρά λεωφορεία με τα οποία, αφού πληρώσει ένα υποτυπώδες εισιτήριο, μπορεί να μεταφερθεί στη Λεωφόρο Κένεντι, την παραθαλάσσια λεωφόρο σε απόσταση αναπνοής από την αμμώδη παραλία. Τα μικρά λεωφορεία σταματούν στο «σημείο του πικνίκ» – ένα σημείο που συμβολίζει την τραγωδία και μαζί την κωμωδία. Ενας διάδρομος φτιαγμένος από ξύλινες πλάκες πάνω στην άμμο οδηγεί σε ένα παραθαλάσσιο μπαρ με μερικά φθηνά τραπεζοκαθίσματα, ενώ πιο μπροστά βρίσκονται παραταγμένες λευκές πλαστικές ξαπλώστρες για τους λουομένους.
Εκεί βρέθηκε τον περασμένο Νοέμβριο ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για να κάνει… «πικνίκ», όπως είχε προαναγγείλει, με τον εκλεκτό του «πρόεδρο» του ψευδοκράτους Ερσίν Τατάρ. Ο καιρός όμως στις 15 Νοεμβρίου 2020, ανήμερα της 37ης επετείου από την ανακήρυξη της αυτοαποκαλούμενης (και αναγνωρισμένης μόνο από την Αγκυρα) «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου», δεν ευνόησε τα σχέδια για το «πικνίκ», καθώς η καταρρακτώδης βροχή χάλασε τα σχέδια για μεγαλοπρεπή φιέστα.
Οταν σφίγγεται η ψυχή
Περπατώντας στη μεγαλοπρεπή Λεωφόρο Δημοκρατίας είναι δύσκολο για τον επισκέπτη – ιδιαίτερα αυτόν που για πρώτη φορά εισέρχεται εκεί, όπως ο γράφων – να μην του σφιχτεί η ψυχή. Δεν είναι μόνο η εγκατάλειψη των κάποτε όμορφων σπιτιών, είναι η αίσθηση ότι η περιοχή μοιάζει να έχει μετατραπεί σε ένα αξιοθέατο που αδιαφορεί για την ιστορία του τόπου τούτου. Η κυβέρνηση του ψευδοκράτους αποφάσισε να φτιάξει ακόμη και… ποδηλατόδρομο για όσους θέλουν να κάνουν τη βόλτα τους – από ενδιαφέρον ή από περιέργεια, αδιάφορο.
Το μάτι του προσεκτικού παρατηρητή όμως θα σταθεί – έστω με τη βοήθεια και την υπόδειξη κάποιου που γνωρίζει καλύτερα – στη λευκή πλάκα που κάλυψε την επιγραφή του κτιρίου-κοσμήματος του Λυκείου Ελληνίδων Αμμοχώστου, στις σημαίες της Τουρκίας και του ψευδοκράτους μπροστά από το Γυμνάσιο Αρρένων, στη σημαία των Ηνωμένων Εθνών στην κορυφή ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου (ένδειξη ότι ο ΟΗΕ μάλλον δεν κάνει τίποτα εκεί), στο καφέ Boccaccio επί της Λεωφόρου Δημοκρατίας όπου κάποτε μαζεύονταν οι αρχαιολόγοι που έκαναν ανασκαφές στον γειτονικό αρχαιολογικό χώρο της Σαλαμίνας, στο πρώην θέατρο-κινηματογράφο της οικογένειας Χατζηχαμπή.
Ο περίπατός μας σταματά μπροστά στο Bilal Aga Masjid, χώρο προσευχής και όχι τέμενος. Σε αυτό τον χώρο προσευχήθηκε ο Ερντογάν και πίσω από αυτό το κτίριο αρχίζει το περίφημο 3,5% της περίκλειστης περιοχής που η τουρκοκυπριακή πλευρά θέλει να ανοίξει – και ορισμένες πληροφορίες λένε ότι ίσως αυξηθεί σε 5%. Αλλά η επόμενη ημέρα είναι άδηλη.
Τι μέλλει γενέσθαι
Σύμφωνα με τον Μέτε Χατάι, αναλυτή του Peace Research Institute Oslo (PRIO), που διατηρεί γραφείο στην Κύπρο και ο οποίος έγραψε πρόσφατα μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση επί του θέματος, στο παρελθόν είχαν πέσει στο τραπέζι διάφορες προτάσεις σχετικά με την επιστροφή των Βαρωσίων στους νόμιμους κατοίκους τους και σε ορισμένες από αυτές υπήρχαν και σκέψεις «δούναι και λαβείν» (π.χ. επιστροφή στους νόμιμους κατοίκους και άνοιγμα του αεροδρομίου της Τύμπου/Ερτζάν για διεθνείς πτήσεις). Ωστόσο, η κίνηση των Ερντογάν-Τατάρ για το άνοιγμα έστω αυτού του μικρού κομματιού των Βαρωσίων επιδιώχθηκε να στηριχθεί στους ισχυρισμούς του Ιδρύματος Εβκάφ ότι τα Βαρώσια ανήκαν σε οθωμανικό βακούφι, αλλά ότι η βρετανική διοίκηση της νήσου το έδωσε παράνομα σε Ελληνοκυπρίους. Ωστόσο, η απόπειρα του ιδρύματος να αποδείξει την ύπαρξη παρανομίας απέτυχε.
Δεν πρέπει πάντως να υποτιμηθεί άλλος ένας παράγοντας που επιτάχυνε την κίνηση των Ερντογάν – Τατάρ. Φαίνεται ότι η Επιτροπή Ακίνητης Ιδιοκτησίας, η οποία συστάθηκε στα Κατεχόμενα τη δεκαετία του 2000 και αποτελεί ένδικο μέσο σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) μετά την εκδίκαση της υπόθεσης Λοϊζίδου, έχει μάλλον περιέλθει σε οικονομικό αδιέξοδο.
Εκτιμάται ότι περί τις 400 αιτήσεις για αποζημιώσεις εκκρεμούν ενώπιον της Επιτροπής και το κόστος αυτών των αποζημιώσεων δεν είναι διόλου αμελητέο. Πιθανή επιστροφή των περιουσιών σε Ελληνοκυπρίους – υπό τουρκικό έλεγχο και όχι υπό τον ΟΗΕ όμως – ίσως να ελάφρυνε το κόστος αυτό, αν και είναι πιθανό η τουρκική και τουρκοκυπριακή πλευρά να εκτιμούν ότι πολλοί Ελληνοκύπριοι δεν θα επιθυμούν κάτι τέτοιο, οπότε ίσως αναζητήσουν να τις πωλήσουν. Και ήδη υπάρχει κινητικότητα στον Βορρά και από κινέζους αγοραστές. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση στη Λευκωσία τηρεί μια μάλλον αμφιλεγόμενη στάση, στέλνοντας το μήνυμα στους ενδιαφερομένους ότι αν καταφύγουν στην Επιτροπή Ακίνητης Περιουσίας τότε θα αδυνατίσει η θέση της ελληνοκυπριακής πλευράς στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Τετελεσμένα και αδιέξοδα
Το τι θα συμβεί στα Βαρώσια είναι απολύτως ασαφές. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, από τη στιγμή που γενικότερα το Κυπριακό πορεύεται μέσα στην απόλυτη ομίχλη. Οι δύο πλευρές βρίσκονται εγκλωβισμένες – η κάθε μία στις δικές της επιδιώξεις ή αυταπάτες. Μετά την τελευταία άτυπη πενταμερή διάσκεψη της Γενεύης, κάθε πλευρά εκδηλώνει την ικανοποίησή της, αλλά για τον τρίτο παρατηρητή αυτό μοιάζει με ανέκδοτο. Ο Ερσίν Τατάρ κατέθεσε έγγραφο εντελώς εκτός των παραμέτρων του ΟΗΕ, μιλώντας σαφώς για δύο κράτη, στον γενικό γραμματέα Αντόνιο Γκουτέρες και αυτός το πήρε. Ο δε πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης – βαριά πληγωμένος πολιτικά λόγω των «χρυσών διαβατηρίων» και των Pandora Papers – ομιλεί ασαφώς για ένα πλαίσιο λύσης, αλλά το χειρότερο είναι, ακόμη και αν δεν το παραδέχεται, ότι σε διεθνές επίπεδο μοιάζει απαξιωμένος.
Με το βλέμμα στις προεδρικές εκλογές του 2023, ουδείς φιλόδοξος υποψήφιος είναι διατεθειμένος να κάνει τους απαραίτητους συμβιβασμούς από την ελληνοκυπριακή πλευρά. Η Λευκωσία δίνει μάχες χαρακωμάτων με νομικίστικους όρους, αλλά τα τετελεσμένα επί εδάφους και θαλάσσης συνεχίζονται. Παράλληλα, οι πολιτογραφήσεις τούρκων εποίκων συνεχίζονται αμείωτες, μια νέα τουρκοκυπριακή διασπορά δημιουργείται στο εξωτερικό και η Βόρεια Κύπρος «τουρκοποιείται» ραγδαία εν μέσω ροζ σκανδάλων και οσμής «failed state». Πώς μπορούν άραγε να αλλάξουν όλα αυτά;
«Αναμένουμε από την κυβέρνηση μια πρόταση. Η κυβέρνηση ομιλεί συνεχώς για τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, αλλά τα ψηφίσματα δεν υπάρχουν πια. Οι Τούρκοι είναι εδώ» μας λέει, στεκόμενη στην παραλία των Βαρωσίων, με το απέραντο γαλάζιο πίσω της η Αννα Μαραγκού. «Γιατί να μας επιστρέψουν την πόλη μας;» αναρωτιέται, ενώ συγκρατεί τα δάκρυα που μοιάζουν να γεμίζουν τα μάτια της. Το ερώτημα ακούγεται αδυσώπητο. Και η απάντηση, προς το παρόν, μοιάζει με φάντασμα, όπως και τα άψυχα κουφάρια των κτιρίων των Βαρωσίων.