Η φράση «Καιρόν γνώθι» ειπώθηκε απ’ τον Πιττακό τον Μυτιληναίο κατά τον 6ο π.Χ. αιώνα και σημαίνει: να καταλαβαίνεις τα σημεία των καιρών, να αντιλαμβάνεσαι τι συμβαίνει γύρω σου στη δεδομένη χρονική στιγμή. Δελφικό παράγγελμα και διαχρονική προτροπή προς κάθε επίδοξο ηγέτη.
Φοβούμαι ότι οι αρμόδιοι δεν έχουν πλήρως κατανοήσει ούτε τι προοιωνίζεται η συνεχής αύξηση του ενεργειακού κόστους για την αγορά και την κοινωνία καθώς πλησιάζει ο χειμώνας ούτε το πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργεί η Ευρωπαϊκή Ενωση για θέματα ενέργειας. Διότι πώς αλλιώς μπορεί κανείς να ερμηνεύσει την προσπάθεια μετάθεσης του προβλήματος της σοβούσας ενεργειακής κρίσης και της ακρίβειας στην ΕΕ και στους ατελείς εισέτι θεσμούς της;
Και εξηγούμαι:
Η ΕΕ, παρά το γεγονός ότι ήδη από τα γεννοφάσκια της αποτέλεσε, μεταξύ άλλων, μια προσπάθεια να τεθεί υπό κοινό έλεγχο η (ενεργειακή) πολεμική μηχανή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες Ανθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ 1952) και Ατομικής Ενέργειας (ΕΥΡΑΤΟΜ 1957), για δεκαετίες έκτοτε μέχρι σήμερα δεν διαθέτει ουσιαστική αρμοδιότητα σε ζητήματα ενεργειακής πολιτικής στις εξωτερικές σχέσεις.
Η Συνθήκη της Ρώμης του 1957 παρέμενε παραδόξως σιωπηλή γύρω από θέματα ενεργειακής ασφάλειας, εξωτερικών ενεργειακών σχέσεων και πολιτικής έναντι τρίτων χωρών. Ακόμη και στα αμιγώς εσωτερικά ζητήματα της Ενωσης μόνο εμμέσως (negative integration) και πολύ καθυστερημένα ο τομέας της ενέργειας άρχισε δειλά να εναρμονίζεται σε συνέχεια διαδοχικών τροποποιήσεων των Συνθηκών (Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, Συνθήκη Μάαστριχτ, Συνθήκη Αμστερνταμ) με μοχλό τις διατάξεις για την εσωτερική αγορά, την ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών, υπηρεσιών και εργαζομένων και τους κανόνες περί προστασίας του ανταγωνισμού. Καταργήθηκαν τα ενεργειακά μονοπώλια (όχι ασφαλώς η δυνατότητα του κράτους να ελέγχει μετοχικά ενεργειακές επιχειρήσεις και να ασκεί ενεργειακή πολιτική) και ελευθερώθηκαν οι αγορές ενέργειας εντός των κρατών-μελών με τη σταδιακή θέσπιση ενός δαιδαλώδους πλέγματος ρυθμίσεων, η τήρηση των οποίων ανατέθηκε ως επί το πλείστον σε ανεξάρτητες Αρχές στα κράτη-μέλη υπό τον συντονισμό και εποπτεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αυτά «εντός των τειχών» (intra muros): εντός της εσωτερικής αγοράς και με ατελείς έως σήμερα ρυθμίσεις αναφορικά με τη διασύνδεση και διαλειτουργικότητα των διαφορετικών δικτύων και υποδομών στα 27 κράτη-μέλη. Για θέματα ενεργειακής πολιτικής «εκτός των τειχών» (extra muros) οι ευρωπαϊκές Συνθήκες επέλεξαν την ερμητική σιωπή. Διότι απλούστατα αυτό ήθελαν τα κράτη-μέλη της ΕΕ, οι «Κύριοι των Συνθηκών», καθώς οι εθνικές ενεργειακές προτεραιότητες διαφέρουν σημαντικά ως προς τη διοικητική, οικονομική και αμιγώς εμπορική διάσταση.
Διαφορετικό ενεργειακό μείγμα στα 27 κράτη-μέλη, κατακερματισμός με διμερείς διακρατικές συμφωνίες με τρίτες χώρες, ετερόκλητα εμπορικά συμφέροντα ευρωπαϊκών εταιρειών που εμπορεύονται ενεργειακά αγαθά και υπηρεσίες με αντίστοιχες εμπορικές (είτε ιδιωτικές είτε κρατικές) εταιρείες από τρίτες χώρες.
Κοντολογίς, καμία ουσιαστικά ευρωπαϊκή χώρα – ούτε η Ελλάδα διαχρονικά – ήθελε πραγματικά την ανάμειξη των ευρωπαϊκών θεσμών και οργάνων στα πόδια της και ιδίως στην οργάνωση των ενεργειακών εξωτερικών σχέσεων.
Γι’ αυτό και οι Συνθήκες όχι μόνο δεν παρείχαν νομική βάση για την άρθρωση μιας πραγματικά Κοινής Ευρωπαϊκής Ενεργειακής Πολιτικής σε θέματα ενεργειακού μείγματος και εξωτερικών ενεργειακών σχέσεων, αλλά αναγνώριζαν πανηγυρικά την αρμοδιότητα των κρατών-μελών στον τομέα αυτόν. Με τη συμπερίληψη του Αρθρου 194 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ (Συνθήκη της Λισαβόνας, σε ισχύ το 2009 – σε συνέχεια των πρώτων ρωσο-ουκρανικών κρίσεων) έγιναν τα πρώτα δειλά βήματα ώστε η ΕΕ να αποκτήσει αρμοδιότητα σε ζητήματα πέραν της εσωτερικής αγοράς, αφού για πρώτη φορά περιλαμβάνεται ρητά ως στόχος της η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, η οποία έκτοτε στη λογική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μεταφράζεται σε σταδιακή απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και διαφοροποίηση (diversification) των πηγών ενέργειας.
Ωστόσο, ακόμη και σήμερα η αρμοδιότητα της ΕΕ σε θέματα εξωτερικών ενεργειακών σχέσεων παραμένει ατελής, αφού αυτά αγγίζουν τον πυρήνα της εξωτερικής πολιτικής των κρατών-μελών, την οποία δεν έχουν εισέτι εκχωρήσει.
Τρανή απόδειξη, οι αντεγκλήσεις ως προς τις ενεργειακές σχέσεις με Ρωσία, τον αγωγό Nord Stream, τα ενεργειακά δίκτυα και τις υποδομές διαφοροποίησης (των πηγών ή των οδεύσεων άραγε;).
Τρανή απόδειξη ότι και στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 21ης Οκτωβρίου τα κράτη-μέλη εμφανίστηκαν ξανά διχασμένα και η ΕΕ ανίκανη να λάβει ουσιαστικές αποφάσεις για την αντιμετώπιση της αύξησης των τιμών ενέργειας, απότοκου μιας διεθνούς ενεργειακής κρίσης και ανισορροπίας στη διεθνή προσφορά και ζήτηση. Οι ευρωπαίοι ηγέτες περιορίστηκαν σε ένα ευχολόγιο παραπέμποντας το ζήτημα σε μελλοντική σύνοδο.
Ενδεχομένως η τρέχουσα κρίση να οδηγήσει τα επόμενα χρόνια σε μεγαλύτερη ολοκλήρωση του τομέα ενέργειας, περιλαμβανομένων των εξωτερικών σχέσεων. Και ενδεχομένως στο μέλλον να υπάρξει μια πραγματικά Κοινή Ενεργειακή Πολιτική ή ακόμη και μια Κοινή Εξωτερική Πολιτική της Ενωσης, κατόπιν φυσικά αναθεώρησης της Συνθήκης.
Αλλά όλα αυτά δεν είναι του παρόντος. Ούτε μπορούν να υλοποιηθούν σε λίγους μήνες. Σήμερα επείγουν άμεσα μέτρα για τον περιορισμό του ενεργειακού κόστους και την αποσόβηση κοινωνικής έκρηξης κι όχι ανέφικτες προτάσεις περί «αγοράς φυσικού αερίου από την Ευρωπαϊκή Ενωση».
Ενα άμεσο μέτρο θα ήταν η μείωση των έμμεσων φόρων (του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα θέρμανσης κ.λπ.), όπως πρότειναν τόσο ο Αλέξης Τσίπρας από το βήμα της ΔΕΘ στις 18 Σεπτεμβρίου όσο και η Φώφη Γεννηματά στην τελευταία της ομιλία στη Βουλή στις 7 Οκτωβρίου, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις προτάσεις της προς τα κράτη-μέλη στις 13 Οκτωβρίου. Αντί να μετακυλίουμε τη λύση των προβλημάτων μας στις (αναρμόδιες) Βρυξέλλες – όπως καλή ώρα πέρυσι τέτοια εποχή για τα εμβόλια COVID -, θα ήταν πιο φρόνιμο να σπεύδαμε με άμεσα μέτρα ανακούφισης αγοράς και νοικοκυριών, με αυστηρούς ελέγχους και στιβαρές ρυθμιστικές παρεμβάσεις πριν είναι πολύ αργά. «Καιρόν γνώθι».
*Ο κ. Νικόλαος Φαραντούρης είναι καθηγητής της Ευρωπαϊκής Εδρας Jean Monnet στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο Ενέργειας και Ανταγωνισμού και διευθυντής Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Ενέργεια στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.