Με λιγότερα από 75.000 νέα κρούσματα κοροναϊού να καταγράφονται κατά μέσο όρο την ημέρα εδώ και μία εβδομάδα -ούτε τα μισά από όσα αναφέρονταν σε ημερήσια βάση προ διμήνου- οι ΗΠΑ ευελπιστούν ότι ίσως βγαίνουν από το χειρότερο στάδιο αυτής της φάσης της πανδημίας.
Καθώς όμως «ξεθολώνει» λίγο το τοπίο της, αρχίζουν να γίνονται πιο ορατές οι βαριές επιπτώσεις της στην ψυχική υγεία.
Τομέας, όπου η περίθαλψη ήταν ήδη άνιση και ελλιπής στις ΗΠΑ, πολύ πριν από την εμφάνιση του SARS-COV-2 και των επικίνδυνων μεταλλάξεων και παραλλαγών του.
Στον ενάμιση και πλέον χρόνο που διαρκεί ο υγειονομικός εφιάλτης της Covid-19, o αριθμός των Αμερικανών, ενήλικων και ανήλικων, που καταγράφηκαν με συμπτώματα έντονου άγχους, κατάθλιψης ή προβλημάτων συμπεριφοράς αυξήθηκε ανησυχητικά και παραμένει υψηλός.
Το ίδιο, δε, ισχύει και τη χρήση ουσιών.
Βαρύ φορτίο για μικρές «πλάτες»
Η καραντίνα, η διακοπή των δια ζώσης μαθημάτων, η έλλειψη κοινωνικοποίησης, το περιβάλλον άγχους από την οικονομική αβεβαιότητα στον οικογενειακό τους κύκλο, σε ορισμένες δε περιπτώσεις και η απώλεια αγαπημένων προσώπων από την Covid-19 αποδεικνύεται ότι αποτέλεσαν πολύ βαρύ φορτίο για τους ανήλικους (και) στις ΗΠΑ.
Μελέτη του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας αναφέρει ότι, στο διάστημα που μεσολάβησε μόλις από αυτό το καλοκαίρι, τουλάχιστον 140.000 παιδιά έχασαν από τον κοροναϊό κάποιο κοντινό πρόσωπο που τα φρόντιζε.
Το 65% εξ αυτών ανήκουν σε φυλετικές μειονότητες.
Συνολικά, υπολογίζεται ότι 1 στα 500 έχασαν κάποιο γονέα, παππού ή γιαγιά.
Σύμφωνα με τον αμερικανικό Σύλλογο Νοσοκομείων Παίδων, εν τω μεταξύ, μόνο μέσα στο πρώτο εξάμηνο του έτους είχε ήδη καταγραφεί αύξηση 45%, συγκριτικά σε σύγκριση με το 2019, στις περιπτώσεις αυτοτραυματισμού και αυτοκτονίας παιδιών και εφήβων ηλικίας 5-17 ετών.
Πλέον, οι αυτοκτονίες θεωρούνται δεύτερη αιτία θανάτου για μέλη της αφροαμερικανικής κοινότητας ηλικίας 10-19 ετών, πρωτίστως μεταξύ των κοριτσιών.
Η ανησυχία για τις ψυχικές επιπτώσεις της πανδημίας είναι πια τόσο μεγάλη, ώστε οργανισμοί υγειονομικής περίθαλψης ανηλίκων κήρυξαν προ ημερών κατάσταση έκτακτης ανάγκης για την ψυχική υγεία των παιδιών.
Στο ίδιο μήκος κύματος, το υπουργείο Παιδείας των ΗΠΑ ανακοίνωσε στις 19 Οκτωβρίου τη διάθεση νέων κονδυλίων για την κάλυψη αναγκών ψυχικής και συμπεριφορικής υγείας παιδιών και μαθητών.
Διεύρυνση ανισοτήτων
Η εικόνα στις τάξεις των Αμερικανών ενηλίκων είναι αναλογικά δραματική.
Από την περασμένη άνοιξη, το ποσοστό όσων αναφέρουν διαταραχές ψυχικής υγείας κυμαίνεται γύρω στο 30%, σύμφωνα με τα στοιχεία των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ.
Ποσοστό μειωμένο συγκριτικά με το 40% που είχε καταγραφεί τον περασμένο χειμώνα, πλην όμως σχεδόν τριπλάσιο από το 11% που ήταν το 2019, προ πανδημίας.
Η μεγαλύτερη δε αύξηση περιπτώσεων άγχους ή κατάθλιψης καταγράφεται σε νεαρούς ενήλικες και σε μέλη φυλετικών μειονοτήτων.
Ενόσω όμως η ζήτηση για φροντίδα ψυχικής υγείας ξεπερνά κατά πολύ τα προ-πανδημικά επίπεδα, το αμερικανικό σύστημα περίθαλψης και οι παρεχόμενες υπηρεσίες όχι μόνον αδυνατούν να την καλύψουν, αλλά έχουν ξεπεράσει προ πολλού τα περιορισμένα όριά τους.
Ενδεικτικά, περίπου τα δύο τρίτα των ιδιωτών ψυχολόγων που συμμετείχαν σε πρόσφατη έρευνα της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας ανέφεραν ότι οι λίστες αναμονής στα ιατρεία τους έχουν μεγαλώσει κατά πολύ από την έναρξη της πανδημίας. Τόσο, ώστε να μην έχουν πια τη δυνατότητα να δεχθούν νέους ασθενείς. Σχεδόν οι μισοί, εν τω μεταξύ, ανέφεραν ότι πάσχουν ήδη από burnout.
Παράλληλα, τελευταία στοιχεία δείχνουν ελλείψεις κλινών και προσωπικού στις αντίστοιχες κρατικές δομές.
Κατάσταση, που κάνει τις ανισότητες στην αμερικανική κοινωνία ακόμη πιο χαώδεις και τις συνέπειες ακόμη πιο καταστροφικές.
Έξαρση καταχρήσεων και εθισμών
Η έξαρση των ψυχικών διαταραχών κατά την πανδημία, η αναγκαστική διακοπή υφιστάμενων θεραπειών λόγω καραντίνας και η ελλιπής τώρα πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχολογικής στήριξης και περίθαλψης στις ΗΠΑ συνέβαλαν στο να γιγαντωθεί ένας προϋπάρχων εφιάλτης.
Μέσα στον τελευταίο ενάμιση χρόνο καταγράφεται κατακόρυφη αύξηση στη χρήση οπιοειδών και άλλων εθιστικών ουσιών, και δη του αλκοόλ.
Ειδικά δε ως προς τα οπιοειδή, η πανδημία σηματοδότησε για τις ΗΠΑ μία σημαντική οπισθοδρόμηση στον αγώνα για την καταπολέμηση της «επιδημίας» των ναρκωτικών.
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Οι θάνατοι από υπερβολική δόση έφτασαν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα το 2020 και συνεχίζουν να αυξάνονται μέσα στο τρέχον έτος.
Καταγράφονται σε όλες τις δημογραφικές ομάδες. Παραμένουν, ωστόσο, ιδιαίτερα υψηλοί στις τάξεις των ανδρών, των νέων και των μελών μειονοτήτων.