Ο ξένος παρατηρητής δυσκολεύεται ενδεχομένως να το πιστέψει ή να το καταλάβει, πρόσφατη δημοσκόπηση του NBC News ωστόσο το επιβεβαίωσε: εννέα μήνες αφότου ο Τζο Μπάιντεν ξεκίνησε την προεδρική του θητεία, οι αμερικανοί πολίτες τον βλέπουν λίγο – πολύ όπως και τον προκάτοχό του, τον Ντόναλντ Τραμπ: ένα 54% των Αμερικανών αποδοκιμάζει τους χειρισμούς του· και ένα 71% των Αμερικανών πιστεύει πως η χώρα έχει λάθος κατεύθυνση. Ακόμα πιο ανησυχητικό, όμως, είναι το γεγονός ότι τα ποσοστά των Αμερικανών που εκφράζονται θετικά ή αρνητικά για τον Τζο Μπάιντεν (40% και 48% αντίστοιχα) είναι σχεδόν ταυτόσημα με εκείνα του Τραμπ στην ίδια δημοσκόπηση (38% και 50% αντίστοιχα).
Τίποτα από όλα αυτά, βέβαια, δεν δικαιολογεί τις ιαχές του Τραμπ (στο Fox News, την Κυριακή) ότι ο Μπάιντεν είναι «ο χειρότερος πρόεδρος στην ιστορία». «Συνήθιζα να λέω ότι ο χειρότερος ήταν ο Τζίμι Κάρτερ. Και για να είμαι ειλικρινής, δεν είμαι φαν του τρόπου με τον οποίο μας έμπλεξε ο Μπους στη Μέση Ανατολή. Νομίζω όμως ότι αυτή είναι η χειρότερη προεδρία στην ιστορία μας», διακήρυξε ο μόνος αμερικανός πρόεδρος που έχει παραπεμφθεί δις σε δίκη με το ερώτημα της καθαίρεσης. Η αλήθεια είναι ότι, από το 1953 και εξής, υπήρξε μόνο ένας αμερικανός πρόεδρος με χειρότερα ποσοστά δημοφιλίας από τον Μπάιντεν στο συγκεκριμένο σημείο της προεδρικής του θητείας – αλλά ήταν ο ίδιος ο Τραμπ, με ένα ποσοστό αποδοχής μόλις 37%.
Πάνω και κάτω
«Οι δημοσκοπήσεις θα πάνε πάνω και κάτω και πάνω και κάτω», δήλωσε ο ίδιος ο Τζο Μπάιντεν το Σαββατοκύριακο από τη Ρώμη, όπου συνέχισε, στη Σύνοδο του G20, την προσπάθεια να ανατρέψει κρίσιμες πολιτικές και προσεγγίσεις του προκατόχου του – ήρε τους δασμούς στα προϊόντα χάλυβα και αλουμινίου που είχαν προκαλέσει τριγμούς μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, συζήτησε με συμμάχους τρόπους αναζωογόνησης των συνομιλιών για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, συμφώνησε στην ανάγκη υιοθέτησης ενός ελάχιστου φορολογικού συντελεστή στις πολυεθνικές επιχειρήσεις, όπως και στη διακοπή κάθε χρηματοδότησης για νέους σταθμούς παραγωγής ενέργειας από άνθρακα… Ο ίδιος προσπάθησε να παρουσιάσει κάποιες από αυτές τις συμφωνίες ως μέρος του ευρύτερου στόχου του για «μια εξωτερική πολιτική για τη μεσαία τάξη» – την αμερικανική μεσαία τάξη. Με βάση τις δημοσκοπήσεις και τις ερμηνείες των αναλυτών, ωστόσο, ο Μπάιντεν έχει μπροστά του σημάδια πως οι ΗΠΑ στρέφονται εναντίον αυτού που αποκαλούν «big government», της μεγάλης ως προς τις αρμοδιότητες και τις παρεμβάσεις κυβέρνησης, ακριβώς τη στιγμή που ο ίδιος προσπαθεί να κάνει την αμερικανική κυβέρνηση πολύ μεγαλύτερη.
Υπερβολικά πράγματα
Σύμφωνα με άλλη πρόσφατη δημοσκόπηση της Gallup, 52% των Αμερικανών θεωρούν πως η κυβέρνηση «προσπαθεί να κάνει υπερβολικά πολλά πράγματα» – ενώ πέρυσι, στην κορύφωση της πανδημίας, ένα αντίστοιχο ποσοστό καλούσε την κυβέρνηση να κάνει περισσότερα. Ισως λοιπόν να φταίει αυτή η ιστορική προδιάθεση των Αμερικανών, με εξαίρεση τις περιόδους κρίσεων, προς μια πιο περιορισμένη κυβέρνηση. Ισως πάλι να φταίει και αυτό που επισημαίνει ο Εντουαρντ Λιους στους «Financial Times», το γεγονός ότι γίνεται όλο και πιο δύσκολο να πει κανείς υπέρ τίνος, αντί για κατά τίνος, είναι οι Δημοκρατικοί: το κόμμα στεγάζει πολλές τάσεις, που κυμαίνονται χονδρικά από τους παραδοσιακούς Χριστιανοδημοκράτες της Ιταλίας μέχρι την κορμπινική πτέρυγα των βρετανών Εργατικών, και είναι τόσο μικρές οι πλειοψηφίες του και στη Βουλή και στη Γερουσία ώστε κάθε πτέρυγα έχει πρακτικά βέτο επί του περιεχομένου των νομοσχεδίων που προωθεί ο Μπάιντεν υπό το γενικό σύνθημα «χτίζοντας καλύτερα το μέλλον», κι ας είναι περισσότεροι οι προοδευτικοί από τους μετριοπαθείς, και ο Μπάιντεν, αντί να θέσει τις κόκκινες γραμμές του, μετακινείται διαρκώς μαζί με την άμμο των διαπραγματεύσεων.
Τα επιτεύγματα
Ιδανικά, σημειώνει ο Λιους, ένα κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία θα έπρεπε να διεκδικεί την ψήφο των πολιτών διαφημίζοντας τα επιτεύγματά του. Απουσία αυτών, το δεύτερο καλύτερο που μπορεί να κάνει είναι να τρομοκρατεί τους ψηφοφόρους όσον αφορά την εναλλακτική επιλογή: και αυτή είναι η ουσία της προεκλογικής εκστρατείας του Δημοκρατικού Τέρι Μακόλιφ για τον κυβερνητικό θώκο της Βιρτζίνια. Στις σημερινές εκλογές, ο Μακόλιφ δίνει μάχη να κρατήσει την Πολιτεία στο δημοκρατικό στρατόπεδο απέναντι στον φιλοτραμπικό Γκλεν Γκάνγκιν. Μια μάχη που έχει χαρακτηριστεί ως ένα δημοψήφισμα για τον ίδιο τον Τζο Μπάιντεν, αλλά που ο Μακόλιφ προσπάθησε να μετατρέψει σε ένα δημοψήφισμα γύρω από τον Τραμπ: τις τελευταίες εβδομάδες, η λέξη «Μπάιντεν» σχεδόν εξαφανίστηκε από τις προεκλογικές διαφημίσεις του. Το καλύτερο όπλο του Τζο Μπάιντεν, συνοψίζει ο Λιους, εξακολουθεί να είναι ο Ντόναλντ Τραμπ – για πόσο ακόμα όμως;