Ένα από τα λίγα πράγματα στα οποία η Βόρεια Μακεδονία κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις στον κόσμο, είναι κάτι το οποίο μάλλον θα ήθελε να αποφύγει: με βάση την ιστοσελίδα worldometers.info είναι η τέταρτη χώρα στον κόσμο ως προς την αναλογία θανάτων από Covid-19 ανά εκατομμύριο πληθυσμού. Με 3423 νεκρούς ανά εκατομμύριο πληθυσμού, μόνο το Περού, η Βοσνία και η Βουλγαρία έχουν χειρότερες στατιστικές από τη Βόρεια Μακεδονία.
Δεν είναι, όμως, αυτός ο μόνος δείκτης που αποτυπώνει μια πρώτα απ’ όλα κοινωνική κρίση στη γειτονική μας χώρα. Το φθινόπωρο του 2020 το ένα τέταρτο των πολιτών της ζούσε σε δύσκολες συνθήκες. Στη χειρότερη θέση ήταν τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες και τρία ή περισσότερα παιδιά, ακολουθούσαν τα μονογονεϊκά νοικοκυριά και οι άνεργοι οι οικονομικά μη ενεργοί. Το χαμηλότερο ποσοστό φτώχειας το αντιμετώπιζαν οι συνταξιούχοι.
Η κοινωνική δυσαρέσκεια
Όλα αυτά συνδυάζονταν και με έντονη κοινωνική δυσαρέσκεια ξεκινώντας από την έντονη δυσπιστία για την κυβερνητική διαχείριση της πανδημίας. Μια έρευνα τον Δεκέμβριο του 2020 το αποτύπωνε με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο. Σε μια κλίμακα 1-5 η μέση βαθμολογία των πολιτών για την κυβερνητική διαχείριση της πανδημίας ήταν 2,9. Επιπλέον, το 28,3% των πολιτών έδινε τον χαμηλότερο βαθμό (1) στα κυβερνητικά μέτρα υποστήριξης για την πανδημία. Επιπλέον, η πλειοψηφία των ερωτώμενων σε εκείνη την έρευνα υποστήριζε ότι οι υγειονομικές αρχές δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στην πανδημία.
Την ίδια στιγμή η χώρα υποφέρει από φαινόμενα ενδημικής διαφθοράς. Τον Ιανουάριο του 2021 ο δείκτης πρόσληψης της διαφθοράς που επεξεργάζεται η Διεθνής της Διαφάνειας (Transparency International) έθετε τη Βόρεια Μακεδονία στη θέση 106 με 35 βαθμούς, χαμηλότερα από τν Βοσνία, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο.
Η διάψευση των οραμάτων εισδοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Σε όλα αυτά έχει προστεθεί και το ζήτημα ότι η εισδοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μετατραπεί σε ένα άπιαστο όνειρο. Παρότι κορυφαίοι πολιτικοί εκπρόσωποι της ΕΕ είχαν περίπου δεσμευτεί ότι η αποδοχή της «Συμφωνίας των Πρεσπών» θα άνοιγε τον δρόμο για την ενταξιακή διαδικασία της Βόρειας Μακεδονίας, αυτή τη στιγμή συνολικά η διεύρυνση της ΕΕ προς τα Δυτικά Βαλκάνια έχει «παγώσει».
Ο λόγος είναι η αλλαγή κλίματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η αυξανόμενη απροθυμία των αρκετών ευρωπαϊκών χωρών να αναλάβουν την ευθύνη και το κόστος μιας διαδικασίας διεύρυνσης, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης ανακατεύθυνσης πόρων. Σε αυτό προστίθεται και μια αυξανόμενη τάση να αντιμετωπίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση περισσότερο ως ένα «κλειστό κλαμπ» παρά ως μια πιο ανοιχτή διαδικασία ενοποίησης του ευρωπαϊκού χώρου.
Αυτό, όμως, σημαίνει ότι χώρες όπως αυτές των Δυτικών Βαλκανίων εισπράττουν αυτή τη στάση περισσότερο ως αντιμετώπιση ως «φτωχών συγγενών» και αυτό συμβάλλει σε ένα κλίμα δυσαρέσκειας.
Ας μην ξεχνάμε ότι ούτως ή άλλως μιλάμε για χώρες με σημαντικά ποσοστά μετανάστευσης και που η δυνατότητα να αποκτήσουν μια αυξημένη αναπτυξιακή δυναμική προϋποθέτει ότι μπορούν αφενός να έχουν πρόσβαση σε μεγαλύτερες αγορές και αφετέρου ότι μπορούν να λάβουν σημαντικές ενισχύσεις για να μπορέσουν να ανασυγκροτήσουν τόσο την οικονομία όσο και την ευρύτερη κοινωνική τους υποδομή.
Μόνο που όλα αυτά δεν μπορεί να τα καλύψει π.χ. η ένταξη στο ΝΑΤΟ, έστω και εάν προβλήθηκε ως μία εγγύηση ασφάλειας.
Το πρόβλημα με τη Βουλγαρία
Την ίδια ώρα αποδεικνύεται ότι τα «βαλκανικά φαντάσματα» δεν είναι εύκολο να ξεπεραστούν. Και εάν εν μέρει οι σχέσεις με την Ελλάδα κάπως εξομαλύνθηκαν με τη Συμφωνία των Πρεσπών, δεν ισχύει το ίδιο για τη Βουλγαρία που με το ιδιότυπο βέτο που επίσης βάζει ως προς την ενταξιακή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωσης, επίσης υπογραμμίζει ότι το πρόβλημα των συγκρουόμενων εθνικισμών στα Βαλκάνια παραμένει ενεργό, εάν αναλογιστούμε ότι ουσιαστική η Βουλγαρία απαιτεί από τη Βόρεια Μακεδονία έναν βαθμό «βουλγαρικής ιστορικής ταυτότητας», στοιχείο όμως που ισοδυναμεί με αναίρεση του πυρήνα της «μακεδονικής ταυτότητας» που ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα διατυπώθηκε σε αντιδιαστολή με τους άλλους εθνικισμούς στα Βαλκάνια.
Η διαχείριση της Συμφωνίας των Πρεσπών
Η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν μια δύσκολη διαδικασία για τη γειτονική χώρα. Δεν είναι απλό πράγμα να υποχρεώνεται μια χώρα να αλλάξει το όνομά της και να τροποποιήσει την ταυτότητά της, έστω και εάν αυτό αποτελούσε βήμα προς καλύτερες σχέσεις με τους γείτονές της και τη διεθνή κοινότητα.
Τέτοιες αποφάσεις για να μην μετατραπούν σε «εθνικά τραύματα» απαιτούν να μπορούν να ενταχθούν σε δυναμικές κοινωνικής και πολιτικής ανασυγκρότησης και προόδου. Αυτό μέχρι τώρα δεν έχει μπορέσει να γίνει, εν μέρει και εξ αιτία της απροθυμίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης να τηρήσει την υπόσχεση που είχε δώσει (έστω και εάν προφανώς η όποια ενταξιακή διαδικασία θα ήταν μακρόχρονη).
Όμως, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι και η καθυστέρηση και από την ελληνική πλευρά του προχωρήματος σε σχέση με τα διάφορα συμπληρωματικά πρωτόκολλα της συμφωνίας δεν διαμόρφωνε το καλύτερο κλίμα, παρότι η κυβερνητική αλλαγή του 2019 δεν διακύβευσε την ίδια τη συμφωνία, ανεξαρτήτως μεμονωμένων ρητορικών αποχρώσεων.
Η δύσκολη επόμενη μέρα
Είναι σαφές ότι στις δημοτικές εκλογές ο Ζόραν Ζάεφ υπέστη μια συνολικότερη αποδοκιμασία που δεν αφορούσε απλώς το αυτοδιοικητικό επίπεδο.
Εκφράστηκε ταυτόχρονα η δυσαρέσκεια για την αποτυχία της κυβέρνησής του – που ας μην ξεχνάμε ότι βρέθηκε στην εξουσία με όραμα να φέρει μεγάλες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις – να βελτιώσει την κοινωνική συνθήκη, να αντιμετωπίσει την πανδημία και να περιορίσει τα εκτεταμένα προβλήματα διαφθοράς (ας μην ξεχνάμε ότι ο Γκρουέφσκι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα το 2018 για αποφύγει τη φυλακή), αλλά και η συνολικότερη δυσπιστία απέναντι τόσο στην ικανότητα της πολιτικής τάξης να κάνει την ανεξάρτητη κρατική υπόσταση συνώνυμη της κοινωνικής βελτίωσης αλλά και της διεθνούς κοινότητας να σταθείς το ύψος των όποιων δεσμεύσεών της.
Ως αποτέλεσμα το το VMRO-DPMNE επικράτησε σε 42 δήμους, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SDSM) σε 16 και το μεγαλύτερο αλβανικό κόμμα στη χώρα, το DUI σε 10 δήμους, καθώς στον χτεσινό δεύτερο γύρο των δημοτικών εκλογών, το SDSM έχασε τόσο στον μητροπολιτικό δήμο των Σκοπίων, όσο και σε όλους τους άλλους μεγάλους δήμους της χώρας, στους οποίους στήθηκαν κάλπες. Συγκριτικά το 2017 οι Σοσιαλδημοκράτες είχαν κερδίσει σε 57 δήμους.
Παρότι το VMRO-DPMNE έσπευσε να ζητήσει και την προκήρυξη εκλογών για την Βουλή, δεν είναι δεδομένο ότι τα πράγματα θα πάνε εκεί. Τυπικά ο κυβερνητικός συνασπισμός διατηρεί την έστω και ισχνή πλειοψηφία του στη Βουλή (μέσα από τη συνεργασία με τα αλβανικά κόμματα) που θα επέτρεπε το σχηματισμό κυβέρνησης έστω και με άλλον επικεφαλής.
Από την άλλη, κρίση του κυβερνητικού συνασπισμού θα μπορούσε να οδηγήσει είτε σε νέες κάλπες είτε στον σχηματισμό κυβέρνησης με την αντίθετη γεωμετρία δηλαδή με μείζονα εταίρο το VMRO-DPMNE.