Τα πρώτα «σύννεφα» από την εφαρμογή των κλειστών προϋπολογισμών σε θεραπευτικές κατηγορίες που αφορούν σοβαρές παθήσεις, έχουν αρχίσει να διαφαίνονται. Οι προϋπολογισμοί που έχουν εγκριθεί φαίνεται πως δεν φτάνουν να καλύψουν τις διετείς ή τριετείς συμφωνίες που έχουν συναφθεί, καθώς οι ανάγκες του πληθυσμού αυξάνονται.
Το πρόβλημα δεν θέτει σε κίνδυνο τη χορήγηση των φαρμάκων αυτών στους ασθενείς που τα χρειάζονται, καθώς η ισχύουσα νομοθεσία προβλέπει ότι τουλάχιστον και για φέτος, η πρόσθετη ανάγκη για φάρμακα θα επιβαρύνει τις φαρμακευτικές που τα διαθέτουν στην αγορά είτε πρόκειται για πρωτότυπο φάρμακο, είτε για τα βιοϊσοδύναμά του. Στην περίπτωση αυτή, κάθε ποσότητα φαρμάκων που ξεπερνά τον προϋπολογισμό για τα χρόνια που ισχύει η συμφωνία που έχει επιτευχθεί, τότε οι δαπάνες του δημοσίου για την αγορά τους, επιστρέφονται στο δημόσιο από τις φαρμακευτικές με την μορφή clawback.
To ζήτημα όμως, είναι ότι για την ένταξη των φαρμάκων αυτών στη συνταγογράφηση, ζητήθηκε γενναία έκπτωση, στην οποία είχε ενσωματωθεί ήδη το σύνολο των υποχρεωτικών επιστροφών, συμπεριλαμβανομένου και του clawback.
Η διαπίστωση για την υπέρβαση της δαπάνης, ήρθε μέσα στο απαγορευτικό του περασμένου Νοεμβρίου, όπου δόθηκαν οδηγίες για αυξημένες προμήθειες σε φάρμακα υψηλού κόστους που έχουν ολοκληρώσει τη διαπραγμάτευσή τους με τον ΕΟΦ, έχουν δοθεί οι εκπτώσεις που ζήτησε η αρμόδια επιτροπή Διαπραγμάτευσης και έχει υπολογιστεί με προβολή η ανάγκη για τα επόμενα χρόνια (η συμφωνία ισχύει μέχρι τον Ιούλιο του 2022), βάσει επιδημιολογικών δεδομένων.
Όπως είναι αναμενόμενο, το επιτελείο του υπουργείου Υγείας έχει να αντιμετωπίσει άμεσα το θέμα, καθώς από την αρχή του 2022 έχει καθιερωθεί η συνυπευθυνότητα του κράτους σε ότι αφορά την υπέρβαση της φαρμακευτικής δαπάνης. Έτσι, προβλέπεται πρόσθετη χρηματοδότηση για το 2022 κατά 50 εκατ. ευρώ, το 2023 κατά 150 εκατ. ευρώ, το 2024 κατά 300 εκατ. ευρώ και το 2025 κατά 400 εκατ. ευρώ. Βέβαια, τα ποσά αυτά αφορούν την συνολική υπέρβαση της φαρμακευτικής δαπάνης, αφήνοντας απ΄ έξω τους κλειστούς προϋπολογισμούς που έχουν αποφασιστεί και έχουν υπογραφεί οι σχετικές συμφωνίες. Ο συνδυασμός των δύο παραμέτρων οδηγεί σε νέο clawback στις θεραπευτικές κατηγορίες για τις οποίες έχει ήδη υπάρξει διαπραγμάτευση, αν και παράγοντες της φαρμακευτικής βιομηχανίες εκτιμούν ότι το νομοθετικό πλαίσιο χρειάζεται περαιτέρω αποσαφήνιση.
Την ίδια στιγμή, οι Θεσμοί στο πλαίσιο της παρακολούθησης της πορείας της οικονομίας της χώρας μας έχουν ζητήσει τη δραστική μείωση του clawback.
Πρόκειται για πρόβλημα που η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας θέλει να αντιμετωπίσει άμεσα, είτε εντείνοντας τις διαπραγματεύσεις και επεκτείνοντας τους κλειστούς προϋπολογισμούς σε πολλαπλές θεραπευτικές κατηγορίες και όχι μόνο σε αυτές με τα φάρμακα υψηλού κόστους, αλλά και σε φάρμακα κοινότητας (που χορηγούνται εκτός νοσοκομείου από τα ιδιωτικά φαρμακεία).
Στις σκέψεις περιλαμβάνεται η εξαίρεση από το σύνολο της φαρμακευτικής δαπάνης του ποσού που αφορά την κάλυψη των ανασφαλίστων (υπολογίζεται σε 310 εκατ. ευρώ ετησίως και προβλέπεται η άντληση πόρων από προνοιακές πιστώσεις), αλλά και η μεταφορά στα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα τριών κατηγοριών συμπληρωμάτων του σιδήρου, μαγνησίου και ασβεστίου. Παράλληλα θα προωθηθούν και διαρθρωτικά μέτρα για τον έλεγχο της δαπάνης, μέσω του ελέγχου της συνταγογράφησης κλπ.