Εκείνο το φθινοπωρινό πρωινό της Κυριακής, το μακρινό 2002, οι ουρανοί της Αθήνας είχαν ανοίξει. Η βροχή έπεφτε με θόρυβο, πυκνή, οι δρόμοι της πόλης ήταν άδειοι. Μια γυναίκα και δύο άνδρες μπήκαν τρέχοντας σε μια πολυκατοικία στην περιοχή του Θησείου. Χτύπησαν το κουδούνι του διαμερίσματος που στέγαζε το προεκλογικό στρατηγείο της Φώφης Γεννηματά. Εκείνη τους υποδέχθηκε με ένα πλατύ χαμόγελο. Υπήρχαν νέα καλά. Ολα έδειχναν ότι το «Fiat» του ΠαΣοΚ, όπως την είχαν χαρακτηρίσει τότε, θα κέρδιζε το «τζιπ» της ΝΔ, τον Γιάννη Τζαννετάκο, στις εκλογές για την Υπερνομαρχία Αθηνών-Πειραιώς – έτσι ονομαζόταν τότε η Περιφέρεια Αττικής. Αυτό και έγινε. Η Φώφη Γεννηματά μπήκε στην αναμέτρηση χαμένη και βγήκε από αυτήν κερδισμένη. Χάρισε στο ΠαΣοΚ μια ανέλπιστη νίκη. Είχε ήδη εκλεγεί στη Βουλή στις εκλογές του 2000, αλλά εκείνη ήταν η πρώτη της μεγάλη προσωπική μάχη, υπό συνθήκες αντίξοες. Θα ακολουθούσαν και άλλες, πολλές. Σε πολιτικό και προσωπικό επίπεδο.
«Υπάρχει και το νικηφόρο ΠαΣοΚ»
Η Φώφη Γεννηματά κατάφερε να επανεκλεγεί στην Υπερνομαρχία το 2006. Εν τω μεταξύ το ΠαΣοΚ είχε χάσει τις εθνικές εκλογές του 2004 και έμελλε να χάσει και αυτές του 2007. Είχε τότε ξεσηκωθεί μεγάλη συζήτηση για το κόμμα που περιστρεφόταν γύρω από το «παλιό» και το «νέο» ΠαΣοΚ, τα «κουρασμένα» στελέχη. Σε μια συζήτηση με το επιτελείο της, ένας από τους συνεργάτες της, είπε: «Εκτός από το παλιό και το κουρασμένο ΠαΣοΚ υπάρχει και το νικηφόρο ΠαΣοΚ». «Και ποιο είναι αυτό;» τον ρώτησε. «Εσύ», ήταν η απάντηση, «δεν έχουμε κερδίσει άλλες εκλογές από το 2000 και μετά». Τον κοίταξε και χαμογέλασε. Ηταν ιδιαίτερη η σχέση που είχε η Φώφη Γεννηματά με τους συνεργάτες της. Είχε όλα τα στοιχεία της σχέσης ενός πολιτικού με τους υφισταμένους της. Απαιτήσεις, ένταση, γέλια, διαφωνίες, καλές και κακές στιγμές. Είχε όμως και το στοιχείο της φροντίδας. Ακόμα και στις τελευταίες περιοδείες της, πριν την είσοδό της στον «Ευαγγελισμό», πάντα νοιαζόταν για το αν οι συνεργάτες της είχαν φάει, αν αντιμετώπιζαν κάποιο πρόβλημα.
Οι προσωπικές πληγές
Κάθε εκλογική της νίκη, από την πρώτη στις βουλευτικές εκλογές του 2000 μέχρι την εκλογή της στην ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής, συνοδευόταν από τα σχόλια για το επίθετό της. Ναι, ήταν η κόρη της Κάκιας και του Γιώργου Γεννηματά. Μεγάλωσε μέσα σε ένα σπίτι που η πολιτική, με την έννοια της προσφοράς στην πατρίδα και στην κοινωνία, κυριαρχούσε. Αυτό τη διαμόρφωσε. Γρήγορα αντίκρισε τη σκληρή και άδικη πλευρά της ζωής. Μέσα σε επτά μήνες έχασε και τους δύο γονείς της. Η μητέρα της έφυγε από τη ζωή τον Σεπτέμβριο του 1993, σε ηλικία μόλις 54 ετών. Ο Γιώργος Γεννηματάς άφησε την τελευταία του πνοή στα 55 του χρόνια, τον Απρίλιο του 1994. Αυτό τη σημάδεψε. Ηξερε τι σημαίνει αρρώστια, γνώριζε από πρώτο χέρι τον πόνο και την αναστάτωση που επιφέρει. Για αυτό ο αγώνας της για ένα δημόσιο σύστημα υγείας που θα διασφάλιζε φροντίδα και αξιοπρέπεια σε κάθε πολίτη ήταν διαρκής και ανυποχώρητος. Για αυτό επέμενε τόσο πολύ στην ανάγκη ενίσχυσης της πρωτοβάθμιας φροντίδας.
Για να έχει αυτή τη φροντίδα κάθε πολίτης, σε κάθε γωνιά της χώρας. Με δική της πρωτοβουλία η Βουλή δώρισε στο ΕΣΥ 50 κλίνες ΜΕΘ όταν η πανδημία ήταν στην κορύφωσή της και οι ανάγκες ενίσχυσης των μονάδων φροντίδας έγιναν επιτακτική ανάγκη.
Από το 2008 η Φώφη Γεννηματά έδινε, καθημερινά, μια μάχη διπλή. Στον στίβο της πολιτικής και σε αυτόν της επιβίωσης. Δεν δείλιασε ούτε μια στιγμή. Οι συνεργάτες της είχαν παγώσει στο άκουσμα της είδησης ότι ο καρκίνος χτύπησε και τη δική της πόρτα. Εκείνη δεν έπαυε, ούτε στιγμή, να εκπέμπει αισιοδοξία και αποφασιστικότητα
Το βαρύ όνομα και το δικό της στίγμα
Το βαρύ όνομα είναι όχημα ανέλιξης στην πολιτική. Είναι, όμως, και ένας πήχης. Η Φώφη Γεννηματά ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις του φορτίου που κουβαλούσε. Τίποτα στο πέρασμα των χρόνων δεν θύμιζε εκείνη τη συνεσταλμένη παρουσία του 2000 στην πρώτη εκλογή της, στη Βουλή. Ανθρωποι που είχαν συμβάλει, τότε, στην προεκλογική της καμπάνια τη θυμούνται, προβληματισμένη, να τους ρωτά αν θα εκλεγεί, έστω και τελευταία. Την άκουγαν έκπληκτοι. Τα μηνύματα που είχαν ήδη, από τις επαφές με τον κόσμο, ήταν απίστευτα. «Υπήρχαν άνθρωποι που έκλαιγαν από συγκίνηση όταν λέγαμε ότι στις εκλογές θα ήταν υποψήφια η κόρη του Γιώργου Γεννηματά» θυμάται ένας από τους συμμετέχοντες σε εκείνη την καμπάνια. Εξελέγη στην Α’ Αθηνών, δεύτερη, πίσω από τον Γιώργο Παπανδρέου. Ναι, το επίθετο συνέβαλε αποφασιστικά στα πρώτα βήματα της πολιτικής της πορείας. Μέχρι όμως τη στιγμή που η Γεννηματά έγινε η Φώφη. Μια πολιτικός που εξέπεμπε το δικό της στίγμα. Διαμορφωμένο από την πολιτική παρακαταθήκη του Γιώργου Γεννηματά αλλά και από τη δική της εμπειρία, τη δική της επαφή με τον απλό κόσμο που πάντα επεδίωκε.
Οι δυσκολίες την έκαναν ακόμα πιο δυνατή
Η Φώφη Γεννηματά είχε τη δική της προσωπικότητα. Πίσω από την ευγενική της παρουσία και το φωτεινό της χαμόγελο κρυβόταν ένας ισχυρός χαρακτήρας, ένας αποφασιστικός άνθρωπος, μια γυναίκα με τσαγανό, που ανάσαινε για να αγωνίζεται. Δεν δίσταζε να λάβει αποφάσεις, ιδιαίτερα σκληρές. Και αν μια άποψη είχε παγιωθεί στο μυαλό της, δύσκολα έκανε πίσω, ακόμα και αν είχε απέναντί της όλους τους στενούς της συνεργάτες. Ακουγε, μοιραζόταν σκέψεις, αλλά όταν έπαιρνε τις αποφάσεις της, ήταν απόλυτη. Αυτά τα χαρακτηριστικά, και όχι μόνο το όνομα, ήταν που την έκαναν έναν δύσκολο αντίπαλο. Για όλους. Ακόμα και για αυτόν τον ύπουλο εχθρό, τον καρκίνο, που εμφανίστηκε στα 43 της, και χρειάστηκε 13 ολόκληρα χρόνια για να τη νικήσει.
Από το 2008 η Φώφη Γεννηματά έδινε, καθημερινά, μια μάχη διπλή. Στον στίβο της πολιτικής και σε αυτόν της επιβίωσης. Δεν δείλιασε ούτε μια στιγμή. Οι συνεργάτες της είχαν παγώσει στο άκουσμα της είδησης ότι ο καρκίνος χτύπησε και τη δική της πόρτα. Εκείνη δεν έπαυε, ούτε στιγμή, να εκπέμπει αισιοδοξία και αποφασιστικότητα. Βγήκε μπροστά, μίλησε, ήθελε να σπάσει ταμπού. Ολες αυτές οι καταστάσεις θα μπορούσαν να λυγίσουν έναν άνθρωπο. Τη Φώφη, τη δυνάμωναν και την πείσμωναν. Την έκαναν ακόμα πιο σκληρό καρύδι.
Το 2015, όταν εξελέγη στην ηγεσία του ΠαΣοΚ, δεν ήταν λίγοι όσοι έβλεπαν μια προσωρινή, μεταβατική κατάσταση. «Η Γεννηματά πορεύεται με το όνομα του πατέρα της. Πόσο θα αντέξει;» υποστήριζαν οι αντίπαλοί της. Εκαναν για μια ακόμα φορά λάθος. Παραμονές εκείνων των εκλογών ένα ιστορικό στέλεχος του ΠαΣοΚ, ο Γιώργος Παναγιωτακόπουλος, που και αυτός έφυγε νωρίς, αστειευόταν σε ένα πηγαδάκι στελεχών. «Το κόμμα αυτό το παίρνω εγώ όποτε θέλω» έλεγε φωναχτά. «Και γιατί δεν το παίρνεις τότε;» ήταν η ερώτηση. Η απάντηση ήταν αυθόρμητη αλλά έκρυβε σοφία: «Γιατί δεν ξέρω τι να το κάνω, πού να το πάω». Αυτό ήταν το κλειδί. Η Φώφη δεν ήθελε απλά να πάρει το κόμμα. Ηξερε και πού ήθελε να το πάει. Και ήξερε ότι το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνει είναι να προσπαθήσει να μαζέψει τα διασκορπισμένα κομμάτια μιας παράταξης που κάποτε είχε ψηφιστεί από το 48% του λαού και είχε καταντήσει, κατά την έκφραση κορυφαίου στελέχους του, «το πτυελοδοχείο της πολιτικής».
«Πρέπει να ενώσουμε την παράταξη»
Οταν άρχισαν να δημοσιεύονται οι πληροφορίες που ήθελαν το ΚΙΔΗΣΟ του Γιώργου Παπανδρέου να συμμετέχει στο σχήμα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, εκδηλώθηκαν σοβαρές αντιδράσεις. Οι πληγές του διχασμού του 2007 και της διάσπασης του 2015 ήταν ακόμα ανοιχτές. Τις μέρες εκείνες επισκέφθηκε τη Φώφη στο γραφείο της στην οδό Ακαδημίας ένας πολιτικός της φίλος. Η συζήτηση αναπόφευκτα στράφηκε εκεί. «Ο Παπανδρέου φέρνει κόσμο» του είπε. Χαμογέλασε. «Εντάξει, υπάρχουν και αντιδράσεις». Αμέσως, σοβάρεψε. «Ακου, πρέπει να ενώσουμε την παράταξη. Αν δεν υπερβούμε τις αντιθέσεις μας και αν δεν μαζευτούμε όλοι κάτω από την ίδια στέγη δεν θα γίνουμε ποτέ ξανά δυνατοί. Θα διαλυθούμε». Αυτή η σταθερή της επιλογή ήταν που οδήγησε στο Κίνημα Αλλαγής. Την ιδρυτική του πράξη, συνυπέγραψαν πάνω από 212.000 πολίτες. Ηταν η δικαίωσή της. Ο κόσμος της παράταξης της το αναγνώρισε. Με οκτώ αντιπάλους έφτασε μια ανάσα από τη νίκη από τον πρώτο γύρο.
Αυτή η επιμονή με την ενότητα είχε και αδυναμίες, υπήρξε πηγή λαθών. Η διατήρηση των ισορροπιών προς χάριν της ενότητας αντί να οδηγήσει σε έναν νέα ενιαίο φορέα της Κεντροαριστεράς, με επικεφαλής έναν ισχυρό αρχηγό, γιατί αυτή ήταν η θέληση των ψηφοφόρων, οδήγησε σε σχήματα λήψης αποφάσεων, βραδυκίνητα, στα οποία κόμματα, κινήσεις και πρόσωπα έλαβαν ρόλους δυσανάλογους με αυτούς που αντιστοιχούσαν στην πραγματική επιρροή τους.
Δεν σκέφτηκε ποτέ να εγκαταλείψει τη μάχη
Η Φώφη Γεννηματά ήταν πεπεισμένη ότι στις επόμενες εκλογές το Κίνημα Αλλαγής θα έκανε το αποφασιστικό βήμα παραπάνω. Ηταν αποφασισμένη να διεκδικήσει ξανά την ηγεσία του κόμματος. Ακόμα και όταν από τον Μάιο του 2021 και μετά οι αναγνώσεις των εξετάσεων από γιατρούς εξέπεμπαν μηνύματα ανησυχητικά, εκείνη δεν σκέφτηκε ποτέ να εγκαταλείψει τη μάχη. Οι συνεργάτες της δεν φαίνεται να είχαν πλήρη γνώση της κατάστασης, νόμιζαν ότι είναι ελεγχόμενη. Αλλά και πάλι, από τη στιγμή που η ίδια το είχε αποφασίσει ποιος θα της έλεγε, αυτό που κάποιοι σιγοψιθύριζαν, ότι ίσως να μην έπρεπε να είναι υποψήφια;
Ποιος θα της έλεγε να εγκαταλείψει έναν αγώνα που της στερούσε σωματικές δυνάμεις αλλά ταυτόχρονα τη γέμιζε ζωή; Και ποιος μπορούσε να την κάνει να αλλάξει γνώμη; Είχε ήδη αρχίσει να οργώνει όλη τη χώρα, συνέχιζε να δίνει μάχες στη Βουλή, να πιστεύει στη νίκη. Ολα άλλαξαν το απόγευμα της Τρίτης στις 12 Οκτωβρίου. Οι ενοχλήσεις που ένιωθε την οδήγησαν στον «Ευαγγελισμό» και η διάγνωση δεν άφηνε πολλά περιθώρια. Ο ύπουλος εχθρός, ο καρκίνος, είχε κάνει ξανά την εμφάνισή του, απειλητικός, περισσότερο επικίνδυνος από ποτέ. Είχε να αντιμετωπίσει την ίδια, απαράμιλλη, ψυχική γενναιότητα. Είχε, όμως, απέναντί του και έναν εξασθενημένο οργανισμό. Η απόσυρση από την κούρσα της ηγεσίας στο Κίνημα Αλλαγής ήταν μονόδρομος.
Η αντίστροφη μέτρηση
Από την πρώτη στιγμή, οι άνθρωποί της, οι συνεργάτες της, ήξεραν ότι η κατάσταση ήταν δύσκολη. Κανείς όμως δεν περίμενε μια τόσο γρήγορη εξέλιξη. Κανείς δεν πίστευε ότι όλα θα τελείωναν τόσο γρήγορα μέσα σε τόσο λίγες μέρες. Ακόμα και όταν από τα μέσα της προηγούμενης εβδομάδας η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε ραγδαία, την Τετάρτη και την Πέμπτη. Και αυτό γιατί την Παρασκευή ένιωθε καλύτερα. «Είμαι καλά» έγραφε σε επικοινωνία με τους συνεργάτες της, ζητούσε να μάθει αν είχαν προωθηθεί εκκρεμότητες του γραφείου της στο Κίνημα Αλλαγής.
Δυστυχώς, επρόκειτο για μια αναλαμπή. Την Κυριακή το βράδυ άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Η Φώφη Γεννηματά άφησε την τελευταία της πνοή, λίγο μετά τις 12 το μεσημέρι της Δευτέρας. Είχε δίπλα της τον σύζυγό της Ανδρέα Τσούνη, τον σύντροφο, το στήριγμά της, τα παιδιά της και την αδελφή της. Εξω από το δωμάτιο στεκόταν συντετριμμένος ο επί 20 χρόνια στενός της συνεργάτης, ο Νίκος Βοσδογάνης. Λίγα λεπτά αργότερα, έφτανε στον «Ευαγγελισμό» ο γραμματέας του κόμματος Μανώλης Χριστοδουλάκης. Εμαθε από τον Κώστα Γείτονα το θλιβερό νέο. Στη Χαριλάου Τρικούπη, οι στενοί της συνεργάτες, ο Μανώλης Οθωνας, ο Χρήστος Πρωτόπαπας, ο Νίκος Σαλαγιάννης, ήδη θρηνούσαν τον χαμό της. Εχουν τώρα το καθήκον να διαφυλάξουν την πολιτική της κληρονομιά και την τελευταία της εντολή. Να μείνουν έξω από την επικείμενη εσωκομματική διαδικασία και να διαφυλάξουν την ενότητα της παράταξης.
«Κληρονομιά» η ενότητα και η προοδευτική ταυτότητα
Ο επίλογος της ζωής της Φώφης Γεννηματά γράφτηκε το απόγευμα της Τετάρτης στο Α’ Νεκροταφείο σε ένα κλίμα οδύνης. Τα φώτα έπεσαν στον πολιτικό κόσμο που ήταν εκεί. Στις τραγικές φιγούρες του συζύγου, των παιδιών και της αδελφής της. Στο βαρύ περπάτημα του Κώστα Γείτονα που μετά τον αδελφικό του φίλο είδε να χάνεται και η κόρη του, που την είχε σαν παιδί του. Κόσμος πολύς, άνθρωποι κάθε ηλικίας, είχαν σχηματίσει από το πρωί ουρές στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης όπου είχε τοποθετηθεί η σορός της Φώφης Γεννηματά, για να αφήσουν ένα λουλούδι στο φέρετρο που είχε σκεπαστεί με την ελληνική σημαία, τη σημαία του ΠαΣοΚ και του Κινήματος Αλλαγής. Ομως η εικόνα που συγκίνησε ήταν αυτή ενός υπερήλικα τυφλού που προσπαθούσε, χρησιμοποιώντας το μπαστούνι του, να φτάσει στην εκκλησία. Κάποιοι έσπευσαν να βοηθήσουν. «Το ξέρω το κατατόπι. Ημουν εδώ και στην κηδεία του Γεννηματά» είπε και συνέχισε τον δρόμο του.
Η Φώφη Γεννηματά πέρασε στην Ιστορία. Θα είναι όμως εδώ, στο κρίσιμο επόμενο διάστημα, η πολιτική της παρακαταθήκη. Για την ενότητα, την αυτονομία και την προοδευτική ταυτότητα της παράταξης, στην οποία αφιέρωσε τη ζωή της.