Ένα από τα παράδοξα του τρόπου που λειτουργεί η διεθνής πολιτική εκεί όπου συναντιέται με τη διεθνή οικονομία είναι ότι κυβερνήσεις που κατά τεκμήριο ασπάζονται πλήρως την αντίληψη των ελεύθερων αγορών, όταν βρίσκονται αντιμέτωπες με μια αρκετά κλασική εφαρμογή του νόμου της «προσφοράς και της ζήτησης», αυτή που υποδεικνύει ότι αύξηση της ζήτησης σε γενικές γραμμές σημαίνει και αύξηση της τιμής, τότε αμέσως αντιδρούν και ζητούν ρυθμιστικές παρεμβάσεις.
Βεβαίως, για να είμαστε δίκαιοι, αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι εμπορεύματα όπως τα καύσιμα και γενικότερα οι ενεργειακές ροές, πέραν του να είναι απαραίτητα (και άρα ένα μεγάλο μέρος της ζήτησης για αυτά να είναι ανελαστική), είναι σημαντικός παράγοντας του συνολικού κόστους παραγωγής και άρα οι διακυμάνσεις τους επηρεάζουν συνολικά την οικονομία, όσο και εάν τις τελευταίες δεκαετίες η αύξηση της παραγωγικότητας και οι πρακτικές εξοικονόμησης ενέργειας έχουν οδηγήσει σε μεγαλύτερη ικανότητα απορρόφησης αυξημένου ενεργειακού κόστους.
Ωστόσο, υπάρχουν και συγκυρίες όπου τα πράγματα καταλήγουν στην κατάσταση όπου η ζήτηση αυξάνεται χωρίς να ανταποκρίνεται η προσφορά. Κοντολογίς εκεί όπου αρχίζουν τα δύσκολα.
Η πραγματική ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης
Η Ευρώπη σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια δύσκολη κατάσταση. Ουσιαστικά, σε μια κοσμοϊστορική εξέλιξη η Ευρώπη απεμπολεί μία από τις βασικές παραμέτρους που επέτρεψαν στην Βιομηχανική Επανάσταση να λάβει χώρα σε ευρωπαϊκό έδαφος: τη χρήση του γαιάνθρακα ως καυσίμου για την παραγωγή ενέργειας.
Ο επιτακτικός χαρακτήρας που αποκτά η ανάγκη αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και ο τρόπος που γύρω από αυτό το θέμα η πίεση από την κοινή γνώμη στην Ευρώπη είναι μεγαλύτερη σε σχέση με άλλες περιοχές του πλανήτη σημαίνει ότι η ταχύτητα απεξάρτησης από τον γαιάνθρακα και τον λιγνίτη είναι μεγαλύτερη.
Όμως, την ίδια στιγμή ούτε τα πυρηνικά εργοστάσια – που επίσης συναντούν μεγάλη αντιπαλότητα ως προς τη συνέχεια της λειτουργίας τους ή την κατασκευή νέων – μπορούν να καλύψουν το κενό που αφήνει ο γαιάνθρακας, ούτε οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που απαιτούν και πολύ μεγαλύτερη επέκταση και εκείνο το είδος υπερεθνικών ενεργειακών διασυνδέσεων που θα αντιμετωπίσει το βασικό πρόβλημά τους που είναι ότι δεν έχουν συνεχή χαρακτήρα.
Εδώ είναι που μπαίνει στη σκηνή το φυσικό αέριο. Προφανώς και το φυσικό αέριο είναι επίσης ένα ορυκτό καύσιμο που συμβάλλει στην κλιματική αλλαγή. Η χρήση του ως καυσίμου εκλύει ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα, αν και μικρότερες από τον γαιάνθρακα για την ίδια ενεργειακή απόδοση, ενώ και η μεταφορά του σημαίνει επίσης μεγάλη έκλυση μεθανίου, που είναι από μόνο του ένα αέριο του θερμοκηπίου.
Όμως, το φυσικό αέριο θεωρείται αναντικατάστατο «μεταβατικό καύσιμο» και ταυτόχρονα είναι βασικό καύσιμο για τα συστήματα κεντρικής θέρμανσης σε μια Ευρώπη που περιμένει έναν σχετικά βαρύ χειμώνα.
Μόνο που η Ευρώπη παράγει σχετικά λίγο φυσικό αέριο και σίγουρα πολύ λιγότερο από όσο χρειάζεται. Μάλιστα ένα από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα σε ευρωπαϊκό έδαφος,που βρισκόταν στην Ολλανδία, οδεύει προς κλείσιμο καθώς πια η εξόρυξή του προκαλεί μικροσεισμούς που ανησυχούν τους κατοίκους.
Άρα απομένουν οι εισαγωγές φυσικού αερίου: υγροποιημένου από χώρες όπως η Αλγερία, το Κατάρ αλλά και οι ΗΠΑ που θέλουν να εξάγουν σχιστολιθικό αέριο και με αγωγούς από χώρες όπως το Αζερμπαϊτζάν και κυρίως η Ρωσία που προσφέρει πάνω από το 40% του συνολικού αερίου που φτάνει στην Ευρώπη.
Μόνο που ζήτηση για φυσικό αέριο δεν έχει μόνο η Ευρώπη, αλλά η παγκόσμια οικονομία καθώς ξαναπαίρνει μπροστά οπότε υπάρχει μεγάλη ζήτηση και στην Ασία. Επομένως οι παραγωγοί μπορούν να διαλέξουν και κυρίως μπορούν να ελπίζουν σε μεγαλύτερα έσοδα.
Οι γεωπολιτικές εμπλοκές
Όμως, τα ενεργειακά ζητήματα δεν είναι ποτέ μόνο οικονομικά. Κατά βάση είναι πολιτικά. Και το φυσικό αέριο εμπλέκεται σε ένα σύνθετο κουβάρι γεωπολιτικών αντιθέσεων.
Οι ΗΠΑ δεν είδαν ποτέ με καλό μάτι την εξάρτηση της Δυτικής Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο και γιατί θα ήθελαν μεγαλύτερη οικονομική απομόνωση της Ρωσίας και γιατί θα προτιμούσαν θα εξάγουν οι ίδιες μεγαλύτερες ποσότητες πετρελαίου στη Ρωσία. Γι’ αυτό και επιμένουν να είναι σε αντίθεση προς νέους αγωγούς από τη Ρωσία όπως ο Nord Stream 2 έστω και εάν σε μια προσπάθεια να αποφύγουν μια ρήξη με τη Γερμανία έχουν επιλέξει μια στάση ενοχλημένης ανοχής.
Οι χώρες από τις οποίες περνούν οι ρωσικοί αγωγοί (και που επίσης χρειάζονται και αυτές φυσικό αέριο), όπως π.χ. η Ουκρανία δεν θέλουν να χάσουν τα τέλη διέλευσης που εισπράττουν και γι’ αυτό δεν θέλουν να υπάρχουν αγωγοί που να τις παρακάμπτουν όπως ισχύει για παράδειγμα με τον κατασκευασθέντα αλλά όχι ακόμη σε λειτουργία αγωγό Nord Stream 2, ενώ φοβούνται ότι και αυτές θα τύχουν εκβιασμού από τη Μόσχα. Σημειώνουμε ότι στελέχη της κυβέρνησης της Μολδαβίας υπαινίχτηκαν ότι η Ρωσία στη διαπραγμάτευση για την προσφορά φυσικού αερίου ζήτησε μικρότερους δεσμούς με την ΕΕ.
Οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης και ιδίως η Γερμανία επιθυμούν ταυτόχρονα μεγαλύτερες εισαγωγές από τη Ρωσία και μικρότερη ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία, εξίσωση ομολογουμένως δύσκολη να λυθεί και η οποία συχνά εμπλέκεται με εσωτερικά πολιτικά ζητήματα. Για παράδειγμα στη Γερμανία οι Πράσινοι θέλουν μικρότερη χρήση φυσικού αερίου (και περισσότερες ανανεώσιμες) αλλά και πιο αυστηρή στάση απέναντι στη Ρωσία για τα ζητήματα παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το Ουκρανικό, ενώ άλλα κόμματα υιοθετούν μια πιο «ρεαλιστική» στάση.
Η Ρωσία διεκδικεί να αντιμετωπίζεται ως συνομιλητής
Σε αυτό το φόντο η Ρωσία είναι σαφές ότι προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία για να παρουσιάσει τη δική της αντίληψη για το πώς μπορεί να έχει αμοιβαία επωφελείς σχέσεις με τη Δυτική Ευρώπη.
Το ρωσικό σχήμα είναι σχετικά απλό: όσο η Ευρώπη εμπλέκεται πιο βαθιά σε έναν «Νέο Ψυχρό Πόλεμο» που κατά βάση εξυπηρετεί την αντίληψη των ΗΠΑ για τον κόσμο και όσο δεν τηρούνται οι όποιες «κόκκινες γραμμές» είχαν τεθεί στα πρώτα μετακομμουνιστικά χρόνια (όπως π.χ. ότι το ΝΑΤΟ δεν θα έφτανε ως τα ρωσικά σύνορα), αυτό θα έχει ευρύτερα προβλήματα. Αντίθετα, η έξοδος από τη λογική των κυρώσεων και η επικέντρωση σε κοινά συμφέροντα, όπως είναι ότι όντως η Ρωσία μπορεί να καλύψει σημαντικό μέρος των αναγκών της Ευρώπης σε φυσικό αέριο, ιδίως εάν λειτουργήσει και ο αγωγός Nord Stream 2, δείχνει έναν άλλο δρόμο συνεννόησης και συνύπαρξης.
Σε αυτό το φόντο είναι προφανές ότι η Ρωσία το προηγούμενο διάστημα μείωσε σχετικά τις παραδόσεις φυσικού αερίου στην Ευρώπη (αν και η μεγάλη υποχώρηση των αποθεμάτων φυσικού αερίου στους αποθηκευτικούς χώρους στην Ευρώπη δεν οφείλεται μόνο σε αυτή την παράμετρο αλλά και στην αυξημένη κατανάλωση την περασμένη χρονιά και σε ζητήματα που αφορούν τις εισαγωγές αερίου από άλλες χώρες) και τώρα χρησιμοποιεί το εάν και πότε θα αυξηθεί ξανά η προσφορά ως διαπραγματευτικό χαρτί, όχι απλώς για τον Nord Stream 2 όσο και συνολικά για το να αναγνωριστεί ως συνομιλητής και συνεργάτης και όχι απλώς στόχος κυρώσεων.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει και χειρονομίες όπως η δήλωση του Πούτιν ότι στις αρχές Νοέμβρη μόλις έχει ολοκληρωθεί η κάλυψη των αποθεμάτων για τη ρωσική αγορά η Gazprom θα αρχίσει αυξημένες μεταφορές αερίου προς την Ευρώπη ώστε να γεμίσουν οι αποθηκευτικοί χώροι και να μην υπάρξει ενεργειακό έλλειμμα. Μια δήλωση στην οποία οι αγορές ανταποκρίθηκαν θετικά, με υποχώρηση των τιμών, αν και μένει να δούμε εάν και πότε θα εφαρμοστεί.
Σε κάθε περίπτωση, ούτως ή άλλως ο πόλος που καλείται να αποφασίσει σε μεγάλο βαθμό πώς ιεραρχεί τις προτεραιότητές του, από το πώς τελικά όντως θα προχωρήσει στην Πράσινη Μετάβαση μέχρι το πώς αντιμετωπίζει τις γεωπολιτικές εντάσεις και την αρχιτεκτονική του διεθνούς συστήματος, είναι η Ευρώπη. Και εκεί τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.