«Κατά την καταδίωξη δεν επιτρέπονται πυροβολισμοί για ακινητοποίηση του οχήματος, παραδείγματος χάριν στα λάστιχα ή στον αέρα για εκφοβισμό. Απαγορεύονται επικίνδυνοι χειρισμοί και ελιγμοί για την εκτροπή του οχήματος. Εξασφάλισε την επικοινωνία σου με το Κέντρο ρυθμίζοντας την ένταση του ασυρμάτου και παίρνοντας μαζί τον φορητό ασύρματο (εάν πρόκειται για πεζή καταδίωξη). Εχε υπ’ όψιν σου και την πιθανότητα διακοπής της καταδίωξης όταν αυτή καθίσταται επικίνδυνη για τη σωματική ακεραιότητα των συμμετεχόντων και των λοιπών χρηστών της οδού, λαμβανομένης πάντα υπ’ όψιν και της βαρύτητας του αδικήματος για το οποίο έγινε η καταδίωξη».
Αυτό ορίζει, όπως αποκαλύπτει «Το Βήμα της Κυριακής», το απόρρητο, ωστόσο ασαφές και όχι επισημοποιημένο, μνημόνιο ενεργειών της ΕΛ.ΑΣ. για περιπτώσεις καταδίωξης οχημάτων, που αποκτά τεράστια σημασία μετά το δραματικό συμβάν, πριν από δέκα ημέρες, στο Πέραμα, το οποίο οδήγησε στον θάνατο ενός 21χρονου Ρομά με ποινικό παρελθόν που επέβαινε σε ένα κλεμμένο Hyundai Accent. Πρόκειται για έγγραφο που συντάχθηκε πριν από δέκα χρόνια από τις υπηρεσίες για τη διαχείριση κρίσεων της ΕΛ.ΑΣ. και οι οδηγίες του οποίου επιχειρήθηκαν να εφαρμοστούν στην εν λόγω αιματηρή καταδίωξη. Στο έγγραφο ζητείται οι αστυνομικοί να προετοιμάζονται και να δείχνουν ψυχραιμία όταν επιχειρείται αντίδραση από τους επιβάτες του οχήματος, όπως πυροβολισμοί ή εμβολισμοί των οχημάτων τους, κάτι που δεν φαίνεται να υπήρξε στο Πέραμα.
Καταδιώξεις χωρίς σχέδιο
Στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. μιλούν στο «Βήμα» για «ένα ανθρωποκυνηγητό που αποκάλυπτε όλα τα κενά και τις παθογένειες της Αστυνομίας. Παρότι υπήρχε η τραγωδία το 2011 με τις δολοφονίες δύο αστυνομικών σε παρόμοια επιχείρηση στου Ρέντη, δεν έχει αλλάξει οτιδήποτε για να αποφεύγονται τέτοιου είδους τραγικά περιστατικά. Το μόνο σκεπτικό των αστυνομικών είναι να δημιουργούν… στρες στους καταδιωκόμενους με διαρκές ανθρωποκυνηγητό από κοντά, χωρίς προγραμματισμό και χωρίς να γίνεται προσπάθεια να περικυκλωθούν τα ύποπτα οχήματα και από άλλες δυνάμεις. Δίνοντας την άδεια σε υπόπτους να ξεφύγουν ανενόχλητοι και ουδείς να ασχοληθεί μαζί τους. Υπήρχαν κατά καιρούς σκέψεις για τη χρήση καρφιών που να τρυπούν τα λάστιχα του ύποπτου οχήματος, τα οποία ωστόσο χρησιμοποιήθηκαν μόνο μία φορά ως μέσο ασφαλείας στο Ολυμπιακό Στάδιο και στο Ολυμπιακό Χωριό, το 2004. Ομως τότε υπήρχε αρνητική γνωμοδότηση του Αρείου Πάγου για τη χρήση τέτοιας μεθόδου για την καταστροφή των ελαστικών ώστε να σταματούν οι καταδιώξεις. Επιπλέον, μόνο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας υπήρξαν ορισμένες συγκροτημένες εκπαιδεύσεις αστυνομικών για τον τρόπο ακινητοποίησης οχημάτων. Κυρίως με τη χρήση περιπολικών που χτυπούσαν τα ύποπτα αυτοκίνητα πλευρικά για να εκτραπούν της πορείας τους. Ομως κι αυτό στην πορεία απαγορεύτηκε. Στη Μ. Βρετανία, στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες γίνεται συγκροτημένη εκπαίδευση αστυνομικών με τη χρήση ειδικών σφαιρών για ακινητοποίηση οχημάτων, που λειτουργούν ως φονικό όπλο ύστερα κι από τις επιθέσεις του ISIS με φορτηγά που σκότωσαν δεκάδες ανυποψίαστους πολίτες στη Βαρκελώνη, στη Νίκαια, στο Βερολίνο κι αλλού. Ομως στην Ελλάδα δεν γίνεται κάτι τέτοιο…».
Κατάχρηση των εντολών
Με επιτελικά στελέχη της λεωφόρου Κατεχάκη να συμπληρώνουν ότι «φαίνεται να υπάρχει κατάχρηση των εντολών για να σταματούν οι καταδιώξεις. Η σχετική διαταγή – ακούστηκε από τους ασυρμάτους επτά φορές με τη μορφή επίπληξης στους αστυνομικούς της ΔΙΑΣ – δεν ήταν κάτι πρωτοφανές, αλλά έχει δοθεί στο 40%-50% παρόμοιων περιστατικών (σημειώνονται 30-50 καταδιώξεις ετησίως). Και αυτό λόγω ευθυνοφοβίας μήπως υπάρξουν παράπλευρες απώλειες ανθρώπων. Υπάρχουν δεκάδες καταδιώξεις που έχουν σταματήσει – πολλές από αυτές στις εθνικές οδούς ή στην Αττική Οδό – με επίκληση ότι οι κακοποιοί ίσως φέρουν βαρύ οπλισμό και είναι επικίνδυνοι, ότι θα τους σταματήσουν σε άλλα σημεία κ.λπ. Χωρίς επιτυχή κατάληξη για την ΕΛ.ΑΣ. και με την επάνοδο των «χαμένων» κακοποιών στην εγκληματική δράση. Μεγάλο ζήτημα είναι και η λειτουργία του επιχειρησιακού κέντρου της Αστυνομίας, αφού υπήρχαν πολυσέλιδες εισηγήσεις από το 2018 για πλήρη αναμόρφωσή του ώστε να μη γίνονται τέτοια λάθη. Χωρίς κάτι τέτοιο να έχει γίνει μέχρι τώρα».
Τα προβλήματα και οι ελλείψεις
Σύμφωνα με αναφορές στελεχών της ΕΛ.ΑΣ., τον τελευταίο μήνα είχαν σημειωθεί σε περιοχές του Πειραιά τουλάχιστον 12 κλοπές ΙΧ της ίδιας μάρκας και τύπου (θεωρούνται από τους κακοποιούς «ευάλωτα»), τα οποία βρέθηκαν καμένα κοντά σε καταυλισμούς στον Ασπρόπυργο. Τα περισσότερα φαίνεται να είχαν χρησιμοποιηθεί σε διαρρήξεις στα βόρεια προάστια. Με στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. να σημειώνουν ότι είναι μόνιμη τακτική διαρρηκτών και ληστών από τα δυτικά προάστια, μόλις καταδιώκονται από αστυνομικούς, να εμβολίζουν τις μοτοσικλέτες τους – κάτι τέτοιο συμβαίνει περίπου δέκα φορές κάθε χρόνο – για να ξεφύγουν, όπως συνέβη και στο Πέραμα.
Σε ένα συμβάν που περικλείει και αποτυπώνει, ωστόσο, δεκάδες ελλείψεις και προβλήματα της ΕΛ.ΑΣ.
Το πρώτο απ’ όλα σχετίζεται με τη λειτουργία του επιχειρησιακού κέντρου της ΕΛ.ΑΣ., όπου παρατηρούνται πολλά σφάλματα στον χειρισμό τέτοιου είδους κρίσιμων καταστάσεων. Περίπου τέσσερα λεπτά μετά τις αναφορές των αστυνομικών της ΔΙΑΣ ότι κατεδίωκαν το κλεμμένο όχημα που έκανε επικίνδυνους ελιγμούς στη λεωφόρο Καβάλας, ζήτησαν «όλα να λάβουν τέλος» και να αφήσουν το κλεμμένο ΙΧ με τους νεαρούς δράστες να φύγει ανενόχλητο! Την εντολή να σταματήσει η καταδίωξη φέρεται να έδωσαν ανώτεροι αξιωματικοί ύστερα από τροχαία ατυχήματα που έχουν σημειωθεί με τραυματισμούς ανυποψίαστων πολιτών (ένα από τα τελευταία τον περασμένο Μάρτιο στην οδό Λιοσίων με τον σοβαρό τραυματισμό δύο επιβατών δίτροχου) σε καταδιώξεις οχημάτων. Ακόμη, προσφάτως είχαν εκδοθεί διαταγές του αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ. με εντολές να γίνεται έλεγχος στις παραβάσεις των αστυνομικών οδηγών υπηρεσιακών μοτοσικλετών.
Ομως, σύμφωνα με άλλους ισχυρισμούς αστυνομικών, η εντολή για να σταματήσει η καταδίωξη υπήρξε λόγω της ευθυνοφοβίας στελεχών της ΕΛ.ΑΣ. εν όψει των κρίσεων σε λίγους μήνες στο αστυνομικό σώμα, με τον φόβο ότι θα καταλογιστούν ευθύνες αν υπάρξει θάνατος ανυποψίαστων πολιτών. Ερευνάται επίσης γιατί οι υπεύθυνοι αξιωματικοί του επιχειρησιακού κέντρου δεν ενδιαφέρθηκαν στοιχειωδώς ή δεν ζήτησαν το κλεμμένο όχημα να παρακολουθηθεί διακριτικά από αυτοκίνητα με συμβατικές πινακίδες της Ασφάλειας Αττικής ή άλλες υπηρεσίες. Ετσι ώστε να συλληφθούν σε δεύτερη φάση οι επιβάτες του ή να εντοπιστεί το ορμητήριό τους και να ταυτοποιηθούν.
«Δεν χτυπάμε στα λάστιχα…»
Σύμφωνα με στελέχη της ΕΛ.ΑΣ., «ένα από τα βασικά προβλήματα είναι ότι καταργήθηκε προ διετίας το ειδικό κέντρο επικοινωνιών που είχε η ομάδα ΔΙΑΣ, που γνώριζε τον χειρισμό των καταδιώξεων, και συγχωνεύθηκε με το επιχειρησιακό κέντρο όλων των υπηρεσιών που ασχολείται με δεκάδες άλλα συμβάντα και «πολυδιασπάται«. Προ τριετίας υπήρχε πολυσέλιδη έκθεση από έμπειρο ανώτατο αξιωματικό της ΕΛ.ΑΣ. (σ.σ. ο οποίος λίγο αργότερα αποχώρησε) για τον τρόπο λειτουργίας ενός πιο συγκροτημένου κέντρου επιχειρήσεων που άρχισε να υλοποιείται (σ.σ. μετά την προώθηση και σχετικού Προεδρικού Διατάγματος) προ μερικών μηνών. Οπως σημειώνεται στο σχετικό έγγραφο, «το νέο αυτό κέντρο, που θα υπάγεται στον Αττικάρχη, θα αναλάβει τον κεντρικό επιχειρησιακό συντονισμό σε περιπτώσεις πολύ σοβαρών και κρίσιμων περιστατικών ή συμβάντων, καθώς και σε περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται συνδυασμένη δράση ή διάταξη δυνάμεων και μέσων κατά την εκδήλωση γενικευμένων κρίσεων εσωτερικής ασφάλειας». Ακόμη υπήρχε πρόθεση να συνταχθούν μνημόνια ενεργειών για κάθε τύπο συμβάντος, κάτι που επίσης δεν έγινε.
Γνωμοδότηση του Αρείου Πάγου
Οπως μνημονεύουν άλλοι αστυνομικοί, «εκείνο που αναφέρεται για σκάσιμο των ελαστικών ενός ΙΧ δεν υιοθετείται από καμιά Αστυνομία του κόσμου. Δεν είναι αποδεκτό ως ορθή πρακτική και δεν εκπαιδεύονται σχετικά οι αστυνομικοί γιατί οι επαναλαμβανόμενες βολές υπό μικρή κλίση σε ασφάλτινο δρόμο οδηγούν κατά κύριο λόγο σε εξοστρακισμούς και οι σφαίρες θα φύγουν προς άγνωστες κατευθύνσεις».
Σημειώνεται, τέλος, ότι όσον αφορά την ακινητοποίηση κλεμμένων ΙΧ με τη χρήση καρφιών, τον Ιούλιο του 2004 υπήρχε γνωμοδότηση του Αρείου Πάγου στην οποία μνημονευόταν ότι «η υποψία ότι ο οδηγός που δεν σταμάτησε ίσως θέλει να μην ανακαλυφθεί μια πράξη ιδιαίτερης κοινωνικής απαξίας (π.χ. μεταφορά ναρκωτικών, όπλων, εκρηκτικών κ.λπ.), αλλά η απλή αυτή δυνατότητα δεν σημαίνει ότι αντικειμενικά έχει αρχίσει να υπάρχει ένας σημαντικός κίνδυνος για το κοινωνικό σύνολο, που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί διαφορετικά». Ακόμη η απαγόρευση υπήρξε – όπως σημειωνόταν στο δικαστικό έγγραφο – γιατί μπορεί το καταδιωκόμενο όχημα με σκασμένο ελαστικό να προκαλέσει τροχαίο ατύχημα».
Αμεσες αλλαγές σε διαχείριση και πρόσωπα
Οπως επισημαίνει μιλώντας στο «Βήμα» ο πρόεδρος του Σωματείου Ειδικών Φρουρών Αττικής – καλύπτει συνδικαλιστικά και τους περισσότερους αστυνομικούς της ΔΙΑΣ – Βασίλης Ντούμας, «πλέον κρίνεται κατ’ ελάχιστο απαραίτητη η τοποθέτηση καμερών ως μέρος του ατομικού εξοπλισμού ενός εκάστου αστυνομικού που περιπολεί – επιχειρεί με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο. Επιπλέον σημαντικό είναι η εποπτεία του κέντρου επιχειρήσεων με αξιωματικούς που δίνουν εντολές βασισμένοι στο δόγμα “ανώτερος και σοφότερος” να αντικατασταθεί με μόνιμα στελέχη μεγάλης εμπειρίας εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης σε όλα τα σενάρια εμπλοκής. Η διαχείριση των αστυνομικών μονάδων να γίνεται με λεπτομερή πρωτόκολλα που να τηρούνται απαρέγκλιτα, απαγορεύοντας παρασιτικές παρεμβάσεις εξωγενών παραγόντων οποιουδήποτε βαθμού ή θέσης στην πυραμίδα της ΕΛ.ΑΣ. Να υπάρχει προμήθεια και συντήρηση κάθε σύγχρονου μέσου που διασφαλίζει την αδιάλειπτη επικοινωνία κέντρου επιχειρήσεων και αστυνομικών μονάδων».