Καθώς οι επιστήμονες και οι αρμόδιες υπηρεσίες προειδοποιούν ότι αρκετές από τις «ζωτικές ενδείξεις» του πλανήτη έχουν περάσει το σημείο μη επιστροφής, εύλογα η προσοχή όλων στρέφεται στο τι πρέπει να γίνει – και μάλιστα άμεσα. Ακριβώς αυτή τη στιγμή, όμως, επ αφορμής και της συνόδου της COP26 στη Γλασκώβη, υπάρχει κάτι που είναι όχι απλώς εξαιρετικά χρήσιμο, αλλά και απολύτως αναγκαίο: Να γνωρίζουμε αυτούς οι οποίοι ευθύνονται για τη σημερινή κατάσταση και έχουν καταστήσει την αντιμετώπιση του προβλήματος πολύ πιο δύσκολη.
Η αλήθεια είναι ότι οι υπεύθυνοι έχουν ονοματεπώνυμο. Ανάμεσά τους, άλλωστε, ξεχωρίζουν οι μεγάλες ενεργειακές-πετρελαϊκές εταιρείες και οι κυρίαρχες αυτοκινητοβιομηχανίες, που είχαν κηρύξει μεταξύ τους μια άτυπη ομερτά επί δεκαετίες, αποκρύπτοντας τα ευρήματα των επιστημονικών επιτροπών που οι ίδιες είχαν ορίσει και το SOS που εξέπεμπαν για το μέλλον του κλίματος και της Γης. Μαζί τους, βεβαίως, εκείνες οι κυβερνήσεις που γνώριζαν από πρώτο χέρι τι συνέβαινε, αλλά δεν κούνησαν ούτε το δαχτυλάκι τους και ουσιαστικά είναι συνένοχες στο έγκλημα.
Το λόμπι της ενέργειας
«Η TotalEnergies γνώριζε τη σχέση μεταξύ των ορυκτών καυσίμων και της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη εδώ και 50 χρόνια, όμως συνεργάστηκε με άλλες μεγάλες δυνάμεις του πετρελαϊκού κλάδου προκειμένου να υποβαθμίσουν τον κίνδυνο επί σχεδόν τρεις δεκαετίες», σημείωνε χαρακτηριστικά ρεπορτάζ των «Financial Times» την περασμένη εβδομάδα, επικαλούμενο εσωτερικά έγγραφα του γαλλικού ομίλου που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Global Environmental Change». Σημείωνε, μάλιστα, ότι τα ίδια ακριβώς ισχύουν, όπως εξάλλου έχουν αποκαλύψει σχετικές έρευνες, για την ExxonMobil, τη Royal Dutch Shell.
Η ίδια εφημερίδα αναφέρεται στην ίδρυση, το 1988 σε μια συνάντηση που έγινε στο στρατηγείο της Total στο Παρίσι, της IPIECA – μιας «ομάδας εργασίας για την κλιματική αλλαγή», με επικεφαλής ένα στέλεχος της Exxon και τον εξής βασικό στόχο: Να δοθεί έμφαση στις αδυναμίες και τις αντιφάσεις της κλιματικής επιστήμης, έτσι ώστε να ηττηθούν εκείνες οι πολιτικές που θα μπορούσαν να στρέψουν το κέντρο βάρους μακριά από τα ορυκτά καύσιμα.
«Επειτα από έναν αιώνα, στη διάρκεια του οποίου απολάμβαναν μια ασυνήθιστα μεγάλη πολιτική και οικονομική ισχύ, οι αμερικανικοί γίγαντες του πετρελαίου βρίσκονται στο στόχαστρο ως υπεύθυνοι για τη μεγαλύτερη υπαρξιακή απειλή που έχουμε γνωρίσει στη διάρκεια του βίου μας», σημείωνε από την πλευρά του ο «Guardian», στα τέλη Ιουνίου, για να προσθέσει: «Ενα άνευ προηγουμένου κύμα αγωγών, από πόλεις και πολιτείες των ΗΠΑ, έχουν στόχο να καταστήσουν τη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου υπόλογη για την περιβαλλοντική καταστροφή που έχουν προκαλέσει τα ορυκτά καύσιμα – και για τη συγκάλυψη όλων όσων γνώριζαν σε όλη τη διαδρομή».
Τα σκάνδαλα των αυτοκινητοβιομηχανιών
Αλλά και οι αυτοκινητοβιομηχανίες, ένας ακόμη εμβληματικός κλάδος της παγκόσμιας οικονομίας – που διατηρεί στενή σχέση με τις πετρελαϊκές, για προφανείς λόγους -, έχουν «λερωμένη τη φωλιά τους», όπως θα έλεγε και ο λαός. Ποιος δεν θυμάται, αλήθεια, το μεγάλο σκάνδαλο του «ντίζελ-γκέιτ», με πρωταγωνιστές τη Volkswagen, την Daimler και άλλους γερμανικούς ομίλους, που αποκάλυψε τη συνωμοσία τους με στόχο να κοροϊδεύουν τις αρμόδιες Αρχές των ΗΠΑ (και της Ευρώπης), παρουσιάζοντας πολύ χαμηλότερες εκπομπές ρύπων σε σύγκριση με τις πραγματικές;
Οχι, φυσικά, ότι οι όμορες αμερικανικές εταιρείες είναι αθώες. Για του λόγου το αληθές, όπως αποκάλυψε έρευνα που έγινε γνωστή τον Οκτώβριο του 2020, η General Motors και η Ford «γνώριζαν ήδη από τη δεκαετία του ’60 ότι οι εκπομπές από τα αυτοκίνητα προκαλούσαν την κλιματική αλλαγή. Ομως, όπως διαπίστωσε η δημοσιογράφος του E&E News, Μαξίν Τζόσλοου, αντί να αναλάβουν δράση, «οι δύο γίγαντες της αυτοκινητοβιομηχανίας επιδόθηκαν επί δεκαετίες σε πολιτικό lobbying, υπονομεύοντας τις διεθνείς προσπάθειες για τη μείωση των εκπομπών και μπλοκάροντας οτιδήποτε γινόταν εντός ΗΠΑ ώστε να παραχθούν πιο καθαρά οχήματα».
Δικαιούται, άραγε, κανείς να υποθέσει ότι όλοι οι παραπάνω δρούσαν εν αγνοία των κυβερνήσεων ΗΠΑ, Γερμανίας και άλλων χωρών; Κάτι τέτοιο θα ήταν τουλάχιστον αφελές, όπως και το να θεωρήσουμε ότι οι κυβερνήσεις δεν γνώριζαν και δεν γνωρίζουν την τεράστια ζημιά που προκαλούν στο περιβάλλον οι λιγνιτικές μονάδες (τις οποίες τώρα αποκηρύττουν μετά βδελυγμίας…). Σαν τη Γερμανία η οποία, όπως αποκαλύπτει ρεπορτάζ της «Washington Post», αν και παρουσιάζεται ως πρωτοπόρος στην αντιμετώπιση της κρίσης, συνεχίζει να είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τον λιγνίτη και να καταστρέφει ολόκληρα χωριά για την εξόρυξή του.
Μήπως, όμως, επιχειρήσεις και κυβερνήσεις κατάλαβαν επιτέλους το τεράστιο σφάλμα τους και έχουν αποφασίσει πλέον να συμβάλουν με όλες τους τις δυνάμεις για την αντιμετώπιση της κρίσης και για να αποτραπούν τα χειρότερα, έστω και στο παρά πέντε;
Ακόμη και σήμερα…
Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, έστω και για λόγους στοιχειώδους δικαιοσύνης, θα έπρεπε να τεθεί μία προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ: Οι όμιλοι αυτοί δεν θα λάβουν ούτε ένα δολάριο ή ευρώ με τη μορφή κρατικών επιδοτήσεων ή φοροαπαλλαγών για τη μετάβασή τους στη νέα εποχή της «πράσινης οικονομίας», στην οποία φιλοδοξούν να είναι πάλι πρωταγωνιστές – οι μεν με την εκμετάλλευση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και οι δε με τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα ή με τους κινητήρες υδρογόνου.
Αντιθέτως, τι πιο λογικό από το να τους ζητηθεί να επωμιστούν ένα σημαντικό μέρος του συνολικού κόστους – κάτι που, εκτός των άλλων, θα αφαιρέσει ένα βάρος από τους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών και των υπόλοιπων επιχειρήσεων.
Θα βρεθούν, άραγε, οι τολμηροί που θα θέσουν το ζήτημα; Σίγουρα, δεν θα είναι η Βρετανία του Μπόρις Τζόνσον, το κόμμα του οποίου έχει λάβει δωρεές και ενισχύσεις 1,3 εκατ. στερλινών την τελευταία διετία από το λόμπι των ορυκτών καυσίμων…