Υπάρχουν επιστήμονες που τους θαυμάζουμε όχι μόνο για το επιστημονικό τους έργο αλλά και για τις αφηγηματικές τους αρετές και την ευρύτερη πολιτισμική, φιλοσοφική και ανθρωπιστική τους παιδεία. Δύο από τους επιφανέστερους είναι ασφαλώς ο Δαρβίνος και ο Φρόιντ. Τον τελευταίο μάλιστα μπορούμε ευκολότατα να τον κατατάξουμε στους μείζονες συγγραφείς του αιώνα που μας πέρασε. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και ο νευρολόγος Ολιβερ Σακς (1933 – 2015), για τον οποίον οι «New York Times» έγραψαν πως είναι «ο δαφνοστεφής ποιητής της ιατρικής». Είμαι σχεδόν βέβαιος πως ο Αλντους Χάξλεϊ, που ερεύνησε σε βάθος τις σχέσεις επιστήμης – λογοτεχνίας, όπως τις αναπτύσσει στο αμετάφραστο στα ελληνικά βιβλίο του Science and Literature (1963), θα συμφωνούσε με τον χαρακτηρισμό. Το Κάθε πράγμα στη θέση του προστίθεται στα δέκα βιβλία του Σακς που εκδόθηκαν στη χώρα μας. Κι αυτό απαράμιλλης γοητείας και εκπληκτικής αμεσότητας.

Oliver Sacks

Κάθε πράγμα στη θέση του. Πρώτες αγάπες και τελευταίες ιστορίες

Μετάφραση Κώστας Ποτάγας – Αννυ Σπυράκου.

Εκδόσεις Αγρα, 2021,

σελ. 344, τιμή 17,50 ευρώ

Τριάντα τρεις ιστορίες απαρτίζουν το βιβλίο, που χωρίζεται σε τρεις ενότητες: «Πρώτες αγάπες», «Κλινικές ιστορίες» και «Η ζωή συνεχίζεται». Γραμμένες σαν διηγήματα, χωρίς όμως αυτό να γίνεται σε βάρος του επιστημονικού τους περιεχομένου, τις διαβάζει κανείς απνευστί. Η επιστήμη ανήκει σε όλους, διότι είναι καθρέφτης της ζωής. Και μέσα από αυτήν κατανοούμε καλύτερα τον κόσμο.

Ο λαβύρινθος του εγκεφάλου

Κεντρική θέση κι εδώ, όπως και στα υπόλοιπα βιβλία του Σακς, έχει ο ανθρώπινος εγκέφαλος, ένας λαβύρινθος φωτεινός και σκοτεινός, μήτρα της εμπειρίας, μήτρα του χρόνου, που διασώζεται στη ζωή του ανθρώπου μέσω της μνήμης. Τι σηματοδοτεί όμως η απώλεια μνήμης; Πότε, πώς και γιατί γερνά ο εγκέφαλος; Τι είναι εκείνο που αποδιοργανώνει τη σκέψη; Τα όσα γράφει σχετικά ο συγγραφέας, παραπέμποντας πάντοτε σε συγκεκριμένα παραδείγματα, είναι εκπληκτικά. Ακόμη: Τι είναι η μανία που εκφράζεται με την εμφάνιση μιας εκρηκτικής κι επικίνδυνης ενέργειας; Πόση θλίψη κρύβεται μέσα στην τρέλα; Τι είναι η εμπειρία, πώς – και γιατί – την οργανώνει και την ταξινομεί ο εγκέφαλος προκειμένου να της δώσει νόημα ή να την ερμηνεύσει και να την επανερμηνεύσει; Με τι μοιάζει και σε τι διαφέρει η άνοια από τη νόσο του Αλτσχάιμερ; Η άνοια είναι γενικά μη αναστρέψιμη, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις, μολονότι σπάνιες, όπου αναστρέφεται, μας λέει ο Σακς. Μέσα από τις ιστορίες των ασθενών που περιγράφει παρακολουθούμε και την πορεία της ιατρικής και τα εκπληκτικά της επιτεύγματα τα τελευταία πενήντα χρόνια.

Αυτός ο λαμπρός επιστήμονας δεν παραλείπει να αναφερθεί και στα άσυλα, για τα οποία η άποψή μας είναι και σήμερα αρνητική, με αποτέλεσμα μετά το «κίνημα» της αποϊδρυματοποίησης στη δεκαετία του 1960 πολλοί ψυχικά ασθενείς να μην έχουν την αναγκαία ιατρική φροντίδα και να είναι δυστυχέστεροι από όσο αν βρίσκονταν σε ψυχιατρείο, όπου τουλάχιστον εκεί θα είχαν προστασία και ασφάλεια. Στον δυτικό κόσμο όμως αντί να βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής στα ψυχιατρεία, «να αντιμετωπιστεί ο συνωστισμός, η υποστελέχωση και η βαναυσότητα», αυτά άρχισαν σιγά-σιγά να κλείνουν. Και «οι ψυχικά άρρωστοι στον έξω κόσμο έρχονται συχνά αντιμέτωποι με την απομόνωση, το στίγμα, την αποφυγή και τον φόβο. Νιώθουν πως στα μάτια των υπολοίπων είναι κάτι λιγότερο από άνθρωποι».

 

Επιστημονικό βάθος και τεράστιες γνώσεις

Το βάθος και το εύρος των γνώσεων του Σακς είναι εντυπωσιακό. Εδώ δεν περιορίζεται στο κλινικό και ανθρωπολογικό ενδιαφέρον σε ό,τι αφορά άτομα με ψυχικές διαταραχές και συναφή νοσήματα. Στο βιβλίο αυτό υπάρχουν εξαίρετες σελίδες για τη γέννηση της ζωής και την εξέλιξη, για τα επιτεύγματα της φυσικής, για τις ανακαλύψεις στη βιολογία. Υπάρχει ακόμη κι ένα κεφάλαιο με τίτλο «Τα ψιλά γράμματα», ένας ύμνος στην ανάγνωση, που η ιδεωδέστερη μορφή της είναι, όπως γράφει, η οπτική και όχι η ακουστική. Για τους εκ γενετής τυφλούς η ανάγνωση είναι βέβαια μια απτική εμπειρία – και πάντως προτιμότερη από την ακουστική. Επί του προκειμένου ο Σακς προβαίνει σε θαυμάσιες παρατηρήσεις κι εξηγεί πώς η ανάγνωση συνδέεται με «πολλά μέρη του εγκεφάλου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ευθύνονται για τη γραμματική, τις αναμνήσεις, τους συνειρμούς και τα συναισθήματα».

Ενας επιστήμονας τέτοιας ευαισθησίας δεν θα μπορούσε παρά να αγαπά τα ζώα – γιατί πέραν των άλλων είναι, θα λέγαμε, κι ένας τρόπος να δείξεις πόσο αγαπάς τη ζωή και πόσο σέβεσαι τη Δημιουργία στο σύνολό της. Το λακωνικό κεφάλαιο Ουρακοτάγκος στη σελίδα 306, λόγου χάρη, περιγράφει μία από τις πιο συγκινητικές στιγμές στη ζωή του συγγραφέα.

Ο Σακς αγαπούσε τη μουσική, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία – τον πολιτισμό στο σύνολό του, με άλλα λόγια. Οι σχετικές αναφορές στο βιβλίο του είναι πολλές, όπως και τα ονόματα σημαντικών δημιουργών που παρελαύνουν στις σελίδες του: από τον Φόρστερ, τον Μπέκετ και τον Προυστ ως τον Ντεκάρτ, τον Χομπς, τον Καντ και τον Βιντγκενστάιν. Αλλά βεβαίως πιστεύει πως μόνο η επιστήμη, όπως λέει στην καταληκτική παράγραφο του βιβλίου του, «φέρνει κάποια ελπίδα στον αποτελματωμένο κόσμο μας».

Οι κακές πλευρές του Διαδικτύου

Αυτός ο ανθρωποκεντρικός επιστήμονας μας προειδοποιεί και για τις κακές πλευρές του Διαδικτύου, ιδίως σε ό,τι αφορά τους νεότερους που έχουν μεγαλώσει χωρίς να διαθέτουν προσωπική μνήμη για το πώς ήταν ο κόσμος παλαιότερα. «Αυτό που βλέπουμε – και οι ίδιοι προκαλούμε – μοιάζει με νευρολογική καταστροφή σε γιγάντια κλίμακα» γράφει στο τελευταίο κεφάλαιο. Δεν είναι ο μόνος που μας προειδοποιεί για τις συνέπειες, και μάλιστα με τέτοιο ρητό τρόπο. Εχουμε εισέλθει εδώ και μερικά χρόνια σε μια εποχή όπου ενώ οι γνώσεις αυξάνονται ραγδαία, εξίσου ραγδαία αυξάνεται και ο αριθμός των ατόμων χωρίς συγκρότηση. Εν τούτοις, η κατάσταση δεν είναι ακόμη εκτός ελέγχου.

Το κεφάλαιο «Η ζωή συνεχίζεται» ο Σακς το έγραψε όταν ήξερε ότι πλησίαζε στο τέλος της ζωής του, δεδομένου ότι έπασχε από καρκίνο. «Αντιμέτωπος με τη δική μου επικείμενη αναχώρηση από τον κόσμο», λέει, «θέλω να πιστεύω πως το ανθρώπινο είδος και ο πλανήτης μας θα επιβιώσουν, πως η ζωή θα συνεχιστεί», που σημαίνει πως οι απόγονοι είναι η συνέχειά μας. Τη σήμερον ημέρα δεν είναι όσο αυτονόητο ακούγεται.

Ενα θαυμάσιο βιβλίο εξαιρετικά μεταφρασμένο από τον Κώστα Ποτάγα και την Αννυ Σπυράκου.