Εχουν γραφτεί και ειπωθεί σχεδόν τα πάντα για το έπος του 1940. Καθώς την επόμενη Πέμπτη έχουμε την 81η επέτειο του ΟΧΙ, ανέτρεξα ξανά στο «Χειρόγραφο Σεπ. ’41», ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο, στο μεγαλύτερο μέρος του για το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Το έγραψε ο Γιώργος Σεφέρης, που υπήρξε από το 1937 προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του υφυπουργείου Τύπου και Πληροφοριών, αρμόδιος για τις επαφές με τις ξένες διπλωματικές αποστολές και τους ξένους ανταποκριτές.
Το κείμενο γράφτηκε στην Πραιτώρια της Νότιας Αφρικής από τον Σεπτέμβριο ως τον Δεκέμβριο του 1941, όταν ο Σεφέρης βρισκόταν εκεί μαζί με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, και εκδόθηκε το 1972 από τις εκδόσεις Ικαρος, έναν χρόνο μετά τον θάνατό του. Είναι αποκαλυπτικό, γιατί γράφτηκε από έναν κορυφαίο ποιητή, διανοούμενο και ικανότατο διπλωμάτη που γνώριζε εκ των έσω τα όσα αφορούσαν το δικτατορικό καθεστώς της εποχής και το πώς η Ελλάδα αναγκάστηκε να μπει στον πόλεμο εναντίον του Αξονα. Το ΟΧΙ το είπε βέβαια ο Ιωάννης Μεταξάς, δηλαδή αυτό που είπε ακριβώς στον ιταλό πρέσβη Εμανουέλε Γκράτσι τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου όταν του επέδωσε το τελεσίγραφο και ήταν «λοιπόν, θα έχουμε πόλεμο».
Το ΟΧΙ «καταργούσε την 4η Αυγούστου»
Ο βενιζελικός, καθ’ ομολογίαν του ιδίου, Σεφέρης σκιαγραφεί εκπληκτικά τον Μεταξά: «Το ΟΧΙ», γράφει, «ήταν, μαζί με άλλα, η αντίδραση του ψυχόρμητου του Μεταξά στην προσωπική προσβολή και την απιστία που του είχε κάνει η τροφός του η Γερμανία. Δυστυχώς, σ’ ένα παραπλήσιο ψυχόρμητο, το ψυχόρμητο της φατρίας, αποδίδω κι ένα άλλο γεγονός που είχε καταστρεπτικά αποτελέσματα για τον τόπο. Οταν ήρθε η 28η, δεν μπόρεσε να ιδεί ότι τότε μόνο, και όχι στις εορτές του Σταδίου, ολόκληρος ο λαός ήταν μαζί του, μαζί με την απάντηση που έδωσε στον Grazzi την αυγή. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι η μέρα εκείνη δεν επικύρωνε αλλά καταργούσε την 4η Αυγούστου».
Ο Μεταξάς προσπάθησε να τηρήσει στάση ουδετερότητας, όπως και τα δύο φασιστικά καθεστώτα της Ιβηρικής Χερσονήσου: του Φράνκο στην Ισπανία και του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία. Αλλωστε, και το μεταξικό καθεστώς προσπαθούσε να εφαρμόσει το κορπορατικό σύστημα του σαλαζαρικού Estado Novo. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτόν τον τίτλο είχε ένα πολύ σοβαρό, κατά τα άλλα, περιοδικό κουλτούρας και πολιτικής που εκδιδόταν τότε με την υποστήριξη του τεταρταυγουστιανού καθεστώτος: Το Νέον Κράτος.
Ποιοι έτρεμαν τον πόλεμο
Αλλά ο έλληνας δικτάτορας είχε καταλάβει πως ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος, όμως τον έτρεμαν τα στελέχη του που θαύμαζαν τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα είπε σε κάποια από αυτά, όπως μας πληροφορεί ο Σεφέρης: «Κύριοι, πρέπει να ξέρετε πως αύριο θ’ αναγκαστείτε να πολεμήσετε. Πως θα πέφτουν βόμβες πάνω από τα κεφάλια σας. Πως θα ζητήσουμε από τον λαό να χύσει το αίμα του. Δεν σας επιτρέπεται να τρέμουν τα πόδια σας έτσι σε τέτοιες περιστάσεις».
Τα περιστατικά των όσων συνέβαιναν στο εσωτερικό της εξουσίας τις μέρες που ο ελληνικός στρατός κατατρόπωνε τους Ιταλούς στην Αλβανία, όπως τα περιγράφει ο Σεφέρης, είναι εξοργιστικά. Αναφερόμενος στους ανθρώπους του Μεταξά λέει ότι «κανονικά και λογικά έπρεπε να φοβούνται μήπως κερδίσουν τον πόλεμο». Και πώς αλλιώς, όταν, πάλι σύμφωνα με τον ίδιον, «τις βαθύτερες ψυχολογικές αντιδράσεις του καθεστώτος τις κανόνιζαν οι άνθρωποι της Ασφάλειας, που είχανε κρεμασμένες στα γραφεία τους τις εικόνες των μεγάλων λειτουργών της Γκεσταπό».
Ο αυταρχικός αλλά ευφυής Μεταξάς
Για τον Μεταξά ο Σεφέρης δεν είχε φυσικά καλή γνώμη, όμως προσπαθούσε να του αναγνωρίσει όσα τον έκαναν να ξεχωρίζει από τους άλλους: Μπορεί όσους τον περιστοίχισαν να τους μεταχειριζόταν σαν υπηρέτες, να «του φιλούσαν το χέρι κι ας ήταν οι μεγαλύτερες μετριότητες που είχε βγάλει ο τόπος», μπορεί να ήταν αυταρχικός, εγωκεντρικός και εμπαθής, όμως είχε το «περισσότερο μυαλό και το περισσότερο σθένος». Ο Μαυρουδής, για παράδειγμα, μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών, ήταν ένας «πονηρός, τεμπέλης και μνησίκακος γέρος».
Αναρωτιέται κανείς: πώς ένας άνθρωπος σαν τον Σεφέρη μπορούσε να συνυπάρξει, έστω και αναγκαστικά, με αυτόν τον εσμό τον οποίο βαθύτατα περιφρονούσε; Βέβαια, ήταν σύμφωνος, όπως ομολογεί, με την πολιτική της ουδετερότητας που είχε προκρίνει το καθεστώς, γιατί δεν μπορούσε να γίνει κάτι άλλο. Επρεπε η Ελλάδα να μην προκαλεί και να είναι υποχωρητική ως τη στιγμή που θα τη «χτυπούσαν» ανοιχτά.
Οι βενιζελικοί τότε είχαν αποδυναμωθεί και την ελληνική Αριστερά, που ούτως ή άλλως το μέγεθός της ήταν πολύ μικρό, την είχε ξεδοντιάσει ο Μανιαδάκης. Ο λαός ωστόσο, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, που ως την 28η Οκτωβρίου στην πλειονότητά του έμοιαζε απαθής στα όσα εξωφρενικά συνέβαιναν, είχε διαφορετική άποψη.
Το ότι βέβαια οι στρατιώτες μας έφευγαν για το μέτωπο «με το χαμόγελο στα χείλη», σύμφωνα με το πασίγνωστο τραγούδι, δεν σημαίνει ότι δεν είχαν επίγνωση του κινδύνου. Διαπνέονταν όμως από βαθιά πίστη στην αποστολή που αναλάμβαναν και το αίσθημα του καθήκοντος. Αυτό αποδεικνύουν οι συγκινητικές επιστολές που έστελναν από το μέτωπο.
Κείμενο πουπαραμένειεπίκαιροΤο «Χειρόγραφο», μισό σχεδόν αιώνα μετά τη δημοσίευσή του, αποκαλύπτοντας κάτω από ποιες άθλιες πολιτικές συνθήκες πολέμησαν οι παππούδες και οι προπαππούδες μας, παραμένει επίκαιρο. Και αξίζει να το διαβάσουν, ιδιαίτερα οι νεότεροι. Πέραν των αυτονόητων, για να καταλάβουν πως αν μέναμε ουδέτεροι, αν δεν πολεμούσαμε και ζητούσαμε τη βοήθεια της ουδέτερης τότε Τουρκίας, τα Δωδεκάνησα σήμερα, όπως μας λέει ο κορυφαίος μας ποιητής, δεν θα ήταν μέρος της ελληνικής επικράτειας αλλά θα ανήκαν στην Τουρκία.
Η προσβολή στη μνήμη των νεκρών
Ο πόλεμος στα βουνά της Αλβανίας είναι το τελευταίο μεγάλο έπος του ελληνισμού γιατί το δημιούργησε η σύμπνοια, το πάθος και η γενναιότητα των στρατιωτών μας αλλά και το «πνεύμα του μετώπου» που κυριαρχούσε στα μετόπισθεν. Εχουν περάσει 81 χρόνια από την 28η Οκτωβρίου 1940. Τα πιο πολλά οστά από τους 7.500 έλληνες στρατιώτες που έπεσαν στα βουνά της Αλβανίας και οι περισσότεροι που τάφηκαν σε ομαδικούς τάφους δεν έχουν ακόμη επιστρέψει στην Ελλάδα. Πάνω σε μερικούς τάφους μάλιστα το καθεστώς του Εμβέρ Χότζα, όπως διαπιστώθηκε τα τελευταία χρόνια, προσβάλλοντας με τον πιο χυδαίο τρόπο τη μνήμη των νεκρών, είχε στήσει αθλητικές εγκαταστάσεις.