Οι ακραίες απόψεις του βουλευτή της ΝΔ κ. Μπογδάνου μπορεί να δικαιολογούν την οργίλη αντίδραση του κ. Δένδια στη Βουλή και τη διαγραφή του βουλευτή, όμως δεν συγχωρούν την αμήχανη σιωπή του κυβερνώντος κόμματος στη δήλωση, στην ίδια συνεδρίαση της Βουλής, του κορυφαίου στελέχους του ΚΚΕ βουλευτή Θ. Παφίλη, «δεν πρόκειται να συμβιβαστούμε με τη δημοκρατία και τη Δικαιοσύνη». Είναι εύλογη η ανησυχία της κυβέρνησης για την αναβίωση της Χρυσής Αυγής και άλλων ακροδεξιών ομάδων και για τη συνεχώς αυξανόμενη ακροδεξιά δραστηριότητα. Ωστόσο είναι απογοητευτική και επικίνδυνη η ανοχή και χωρίς ανάλογη αντίδραση στη βία, που βαθμιαία έχει κυριαρχήσει από την πλευρά της Ακρας Αριστεράς, κοινοβουλευτικής ή εξωκοινοβουλευτικής.
Οι σχεδόν καθημερινές πορείες στο κέντρο της πρωτεύουσας, που συνοδεύονται από οδομαχίες με ρίψεις βομβών μολότοφ και καταστροφές δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, η ουσιαστική κατάληψη των ΑΕΙ από αριστερούς και αναρχικούς, ο χλευασμός της νομοθεσίας περί ασύλου, η ατιμωρησία βιαιοπραγούντων κατά πρυτάνεων και καθηγητών, οι κατά καιρούς καταστροφές πανεπιστημιακής περιουσίας, οι παραδοσιακές ετήσιες καταλήψεις των κτιρίων της μέσης εκπαίδευσης με τα καταστροφικά επακόλουθά τους, οι παράνομες και καταχρηστικές απεργίες και γενικά η περιφρόνηση και καταπάτηση της νομιμότητας και συνεπώς της δημοκρατίας συνιστούν σχεδόν καθημερινότητα για την άκρα και την αναρχική Αριστερά. Και καθώς η εκάστοτε κυβέρνηση, οι διωκτικές αρχές αλλά δυστυχώς και η Δικαιοσύνη ανέχονται ατιμωρητί αυτή τη συμπεριφορά, έχει τόσο αποθρασυνθεί η Αριστερά ώστε ακόμα και μέσα στη Βουλή να διακηρύττει ότι δεν συμβιβάζεται με τη δημοκρατία και με τον θεσμό της Δικαιοσύνης και επαγγέλλεται τη βίαιη κατάλυσή τους.
Υπήρξε γενναία και εθνοσωτήρια η πρωτοβουλία της Νέας Δημοκρατίας ως κυβέρνησης να στείλει στη Δικαιοσύνη το κόμμα και τα στελέχη της Χρυσής Αυγής για να καταδικαστούν ως εγκληματική οργάνωση. Ωστόσο παραμένει σιωπηλή και αδρανής στη δήλωση του ΚΚΕ ότι «μόνο ο λαός μπορεί να σώσει τον λαό βαδίζοντας τον δρόμο της ανατροπής». Δηλαδή επαγγέλλεται τη βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος με λαϊκή εξέγερση καταλύοντας τη δημοκρατική νομιμότητα προκειμένου να επιβληθεί η δικτατορία του προλεταριάτου, δηλαδή η δικτατορία του Κομμουνιστικού Κόμματος όπως επεβλήθη και στη Ρωσία. Ως γνωστόν, η εκλογική δύναμη του ΚΚ της Ρωσίας ήταν μόλις 28%. Ωστόσο αυτό το 28% κατέλυσε τη δημοκρατία και επέβαλε τη δικτατορία του. Αυτό το προηγούμενο εμπνέει και το ημέτερο ΚΚ, όπως άλλωστε και όλους τους ακροαριστερούς και αναρχικούς.
Η επιβίωση της Χρυσής Αυγής και των λοιπών ακροδεξιών ομάδων δικαιολογημένα ανησυχεί και επιδιώκεται η καταστολή τους. Ωστόσο, όπως εύστοχα παρατηρεί ο κ. Ανδρέας Ανδριανόπουλος στα «ΝΕΑ» (10/10), «γιατί οι κραυγές απαξίωσης και καταδίκης στρέφονται μόνο κατά των νεοφασιστικών απολιθωμάτων και όχι και κατά της κομμουνιστικής Αριστεράς, που μηχανεύεται εξίσου βίαιες ανατροπές;». Και εξηγεί: «Το αστικό καθεστώς κουβαλά ακόμα τις ενοχές των μετεμφυλιακών βλακωδών διώξεων κατά όποιου είχε την όποια σχέση ή έστω επαφή με κομμουνιστές. Τον βλακώδη όμως φανατισμό του τότε συμπληρώνει με την εξίσου βλακώδη ανοχή του σήμερα».
Η χώρα μας κινδυνεύει για μιαν ακόμα φορά να πληρώσει την ανοχή της στη βία και των δύο άκρων, τα οποία εξίσου αδίστακτα υπονομεύουν την ευαίσθητη δημοκρατική νομιμότητα.