Ο ιδρυτικός μύθος του Ισραήλ θέλει το κράτος να συγκροτείται από μια ομάδα πατέρων του έθνους με ηγετική μορφή τον Νταβίντ Μπεν Γκουριόν (1886-1973), πρώτο πρωθυπουργό του Ισραήλ (1948-1954, 1955-1963), οι οποίοι εγκαθίδρυσαν κοινοτικούς θεσμούς την εποχή της Βρετανικής Εντολής στην Παλαιστίνη (1919-1948), καθοδήγησαν το εργατικό κίνημα και διαμόρφωσαν το σοσιαλιστικό ρεύμα του σιωνισμού, το οποίο κυριάρχησε πολιτικά ως το 1977.
Σιωνιστής που πολέμησε ο ίδιος σε κάθε αναμέτρηση του Ισραήλ από το 1956 ως το 1982, αλλά και ιστορικός της διανόησης με κριτικό και συχνά αιρετικό βλέμμα, ο ισραηλινός μελετητής του φασισμού Ζέεβ Στέρνχελ (1935-2020) θεωρεί αυτή την εκδοχή εξιδανικευμένο αφήγημα που φιλοτέχνησε για τον εαυτό της η γενιά του Μπεν Γκουριόν.
Zeev Sternhell
Η καταγωγή του Ισραήλ. Μεταξύ εθνικισμού και σοσιαλισμού
Μετάφραση Αθανάσιος Κατσικερός.
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,
2021, σελ. 560, τιμή 20 ευρώ
Στην Καταγωγή του Ισραήλ (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), έργο που προκάλεσε μεγάλη πολεμική όταν εκδόθηκε εν μέσω των ειρηνευτικών συνομιλιών με τους Παλαιστινίους το 1994, ο Στέρνχελ αμφισβητεί πλήρως το οικοδόμημα του «εργατικού σιωνισμού», ανατοποθετώντας τον στην χορεία των «εθνικών σοσιαλισμών» του Μεσοπολέμου.
Εργαλειακός σοσιαλισμός
Επισκοπώντας τη διανοητική ιστορία του κινήματος ο Στέρνχελ διαπιστώνει ότι οι μαρξιστικές και σοσιαλδημοκρατικές επιρροές σύντομα τέθηκαν στο περιθώριο: «Για την ηγεσία της Αχντούτ Χααβόντα – όπως και για εκείνη του Μαπάι – [αριστερών προκατόχων του Εργατικού Κόμματος] το ζητούμενο δεν ήταν η δημιουργία μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας ισότητας αλλά η ανάκτηση της πατρογονικής γης μέσα από την εργασία και τον εποικισμό. Για την Αχντούτ Χααβόντα, ο σοσιαλισμός δεν ήταν παρά ένας «μύθος» που θα συνέγειρε τον κόσμο». «Οι πατέρες του έθνους», επισημαίνει πιο κάτω, «είχαν μιαν απολύτως εργαλειακή αντίληψη περί σοσιαλισμού· γι’ αυτούς ο σοσιαλισμός δεν ήταν ο σκοπός αλλά το μέσο – μεταξύ άλλων – για την οικοδόμηση του έθνους». Ακόμη και η λογική των συνεργατικών κιμπούτς εξέφραζε την ανάγκη εξασφάλισης εργασίας στους εβραίους μετανάστες, όχι την εφαρμογή του σοσιαλισμού. «Δεν γινόμαστε σοσιαλιστές επειδή ένας αμερικανός ή ένας άγγλος εργάτης παίρνει χαμηλό μισθό» διακήρυττε επιγραμματικά το 1940 ο Μπερλ Κάτζνελσον, ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους του κινήματος.
Η πρωτοκαθεδρία του εθνικισμού για τον Στέρνχελ δεν αποτελεί απλή διαφορά στο ισοζύγιο του λόγου. Δηλώνει ένα υβρίδιο «εθνικού σοσιαλισμού», κατά τον όρο του Μορίς Μπαρές, όπου συνυπάρχουν ο εθνικισμός «της γης και του αίματος» με ένα κοινωνικό πρότυπο στο οποίο η εθνική κοινότητα μεριμνά για το εργατικό δυναμικό. Ακραία εκδοχή αυτού του ρεύματος υπήρξε ο ναζισμός, ο συγγραφέας όμως θυμίζει ότι διάφορες πρώιμες μορφές του κυκλοφορούσαν στην Ευρώπη των αρχών του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα στις ανατολικές περιοχές της, τόπο καταγωγής πολλών από τα ηγετικά στελέχη της πρώτης γενιάς του ισραηλινού εργατικού κινήματος. Από τον σιωνισμό αυτού του είδους απουσίαζε η φυλετική διάσταση (οι Αραβες δεν θεωρούνταν βιολογικά κατώτεροι, αλλά με υποδεέστερα ιστορικά δικαιώματα στην περιοχή), απουσίαζε όμως και η οποιαδήποτε επιδίωξη κοινωνικής αλλαγής. Το σιωνιστικό σχέδιο όπως το εξέφραζε ο Μπεν Γκουριόν προέβλεπε την προσέλκυση μεταναστών, την εξασφάλιση εργασίας, τη σταδιακή συγκρότηση μιας ισραηλινής οικονομίας και την τελική αριθμητική κατίσχυση που θα απέληγε στην οικοδόμηση κράτους. Εντός αυτών των παραμέτρων η μεσαία τάξη θεωρήθηκε επιθυμητός σύμμαχος, ο καπιταλισμός ως αποδεκτή μορφή οργάνωσης της κοινωνίας. Στο όνομα της εκπλήρωσης του εθνικού καθήκοντος η ηγετική ομάδα του Μπεν Γκουριόν, «μια ομοιογενής ελίτ με ενιαία σκέψη», κυριάρχησε στις κοινοτικές οργανώσεις, την εργατική συνομοσπονδία, το εργατικό κόμμα Μαπάι, συχνά παρακάμπτοντας τις δημοκρατικές διαδικασίες.
Εθνικιστική ομοιογένεια
Η σημασία του βιβλίου του Ζέεβ Στέρνχελ για την κατανόηση της πολιτικής διαδρομής του Ισραήλ στον 21ο αιώνα καταδεικνύεται στον επίλογο και στο υστερόγραφο, γραμμένα την περίοδο 1995-2004, όπου διερευνώνται οι επιπτώσεις της κληρονομιάς των πρωτεργατών της ανεξαρτησίας. Πολιτικοί αναλυτές της εποχής απέδιδαν κατά κανόνα τη στροφή της ισραηλινής κοινωνίας προς τα δεξιά από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 στην κατάρρευση των συμφωνιών του Οσλο με τους Παλαιστινίους, τις σφοδρές συγκρούσεις που ακολούθησαν και τις συντηρητικές πεποιθήσεις του μεταναστευτικού κύματος από την πρώην Σοβιετική Ενωση. Η μακρά περίοδος των Αριέλ Σαρόν (2001-2006) και Βενιαμίν Νετανιάχου (2009-2021) εγγραφόταν έτσι στη διεθνή υποχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας. Ωστόσο, ο Στέρνχελ προτείνει μια εναλλακτική ερμηνεία πολιτικής συνέχειας μάλλον παρά ρήξης: «Σε ό,τι αφορά γενικώς τα θεμέλια του εθνικισμού και τις βασικές αρχές του σιωνισμού, αυτή η Αριστερά, όντας απείρως περισσότερο εθνικιστική παρά σοσιαλιστική, δεν διέφερε επί της ουσίας από τη Δεξιά». Η ρητορική του Εργατικού Κόμματος μπορεί να απέφευγε τη μνεία του Θεού, όχι όμως της τρισχιλιετούς ιστορίας του Ισραήλ. Στρατιωτικοί καριέρας όπως οι Εργατικοί Γιτζάκ Ράμπιν και Εχούντ Μπάρακ είχαν προηγηθεί στην πρωθυπουργία του δεξιού πρώην στρατηγού Σαρόν. Προτού ο Νετανιάχου του κόμματος Λικούντ προσεταιριστεί θρησκευτικά κόμματα υπήρξαν οι κυβερνήσεις του Μαπάι και του Εργατικού Κόμματος μεταξύ 1948 και 1977 που στηρίζονταν πάντοτε από το Εθνικοθρησκευτικό Κόμμα. Το τεκτονικό ρήγμα της ισραηλινής πολιτικής σύμφωνα με τον Στέρνχελ δεν έχει ιδεολογική χροιά, αλλά αφορά την αποδοχή ή την αντίθεση στη διατήρηση των κατεχομένων εδαφών του Πολέμου των Εξι Ημερών το 1967, τη στάση έναντι των εποίκων στη Δυτική Οχθη και στη Λωρίδα της Γάζας. Στο φως της γενεαλογίας του Στέρνχελ αντιλαμβάνεται κανείς τη συντηρητική εικοσαετία και τη στρατιωτικοποίηση του Ισραήλ, τις εισβολές στον Λίβανο το 2002 και το 2006, την επιδρομή στη Γάζα το 2014 ως οργανική απόληξη ενός εθνικιστικού συνεχούς.
Ο Στέρνχελ ευελπιστούσε σε μια ρύθμιση της διένεξης μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων στη βάση του ορθολογισμού: του τέλους της «αποικιοκρατίας» των εποίκων στα κατεχόμενα εδάφη από τη μια πλευρά, της αναγνώρισης των συνεπειών του πολέμου του 1948 και του ισραηλινού κράτους από την άλλη. Διαπίστωνε όμως την απροθυμία τόσο της Φατάχ του Γιάσερ Αραφάτ όσο και των ισραηλινών πολιτικών να ενδώσουν στις απαραίτητες παραχωρήσεις. Θεωρούσε τη «Δεύτερη Ιντιφάντα» υπεύθυνη για τρομοκρατικές πράξεις που στερέωσαν στην εξουσία το αδιάλλακτο Λικούντ, ενώ σημείωνε ότι «έχει και το Ισραήλ τους φαιοχίτωνές του». Αντί της «κανονικής κοινωνίας» που θα προέκυπτε από μια ειρηνική λύση, προέβλεπε ορθά, η χώρα θα καλούνταν να πληρώσει το ηθικό και πολιτικό τίμημα της στοίχισης πίσω από τους εποίκους. Προκλητική και αιρετική, η ανάλυση του Ζέεβ Στέρνχελ εντάσσει τη σύγχρονη ισραηλινή ιστορία στη δική του ανάγνωση της καταγωγής της ευρωπαϊκής «επαναστατικής Δεξιάς» και οφείλει να διαβαστεί με προσοχή στο φόντο των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή.