Όπως και να το δει κανείς δεν είναι μικρό πράγμα ο πρόεδρος μιας χώρας-μέλους του ΝΑΤΟ, του Συμβουλίου της Ευρώπης και υποψήφιου μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ζητά την απέλαση των πρεσβευτών του Καναδά, της Δανίας, της Φιλανδίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ολλανδίας, της Νέας Ζηλανδίας, της Σουηδίας και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ακόμη και εάν αυτοί προχώρησαν στο όντως ιδιαίτερα έντονο διάβημα να κάνουν κοινή δήλωση να ζητήσουν την απελευθέρωση του Τούρκου επιχειρηματία Οσμάν Καβαλά, που πρώτα κατηγορήθηκε ότι ήταν ο υποκινητής των μαζικών κινητοποιήσεων γύρω από το Πάρκο Γκεζί στην Κωνσταντινούπολη, κατηγορία από την οποία απαλλάχτηκε το 2020, για αντιμετωπίσει εκ νέου κατηγορίες και σε σχέση με το πραξικόπημα του 2016.
Και είναι πιο σημαντική η εξέλιξη, εάν αναλογιστούμε ότι ο Ερντογάν επιλέγει, σύμφωνα με πληροφορίες κόντρα ακόμη και στις υποδείξεις του ίδιου του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, να προχωρήσει σε μια ακόμη συμβολική ρήξη με τη Δύση, την ώρα που υποτίθεται ότι προσπαθεί να βρει νέες ισορροπίες στη μετα-Τραμπ εποχή.
Κατασκευάζοντας εχθρούς και συνωμοσίες
Η εμμονή του Ερντογάν σε αυτή την αντιπαράθεση δεν μπορεί να γίνει κατανοητή έξω από τον τρόπο με τον οποίο προσπαθεί τα τελευταία χρόνια να αρθρώσει ένα ολόκληρο «αφήγημα» που έχει όλο και πιο εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι οι βασικοί πολιτικοί του σύμμαχοι αυτή τη στιγμή είναι οι εθνικιστές του MHP, το πολιτικό ρεύμα από το οποίο προήλθαν οι «Γκρίζοι Λύκοι».
Σε αυτό το αφήγημα η Τουρκία παρουσιάζεται ως μια ανερχόμενη περιφερειακή δύναμη, ικανή να παίξει ρόλο σε μια ευρύτερη περιοχή από την Κεντρική Ασία έως τη Βόρεια Αφρική, με δυνατότητα να κάνει τακτικές συμμαχίες με βάση τις δικές της επιλογές και με ξεχωριστή ισχύ. Αντιμετωπίζει, όμως, ένα σημαντικό φάσμα από εχθρούς που την επιβουλεύονται και θέλουν να ανακόψουν την πορεία της.
Οι εχθροί αυτοί δεν είναι μόνο εξωτερικοί και εμφανείς αλλά έχουν και έντονη τη μορφή των εσωτερικών εχθρών της «Πέμπτης Φάλαγγας».
Αυτό μπορεί να εξηγήσει τον τρόπο που όχι μόνο ο Ερντογάν έχει επιλέξει να κλιμακώσει την αντιπαράθεση με την πολιτική έκφραση των Κούρδων, το HDP, παρότι στα πρώτα βήματα της πορείας του στην εξουσία είχε διεκδικήσει μια εν μέρει τουλάχιστον διαφορετική στάση για το Κουρδικό, διαμορφώνοντας έτσι έναν εχθρό αλλά έναν τρόπο διαρκώς να κατηγορεί τους πολιτικούς του αντιπάλους ότι συμμαχούν με τον «εχθρό» (προσπάθεια που βεβαίως έχει να κάνει και την ανάγκη να αποτρέψει ένα αντιπολιτευτικό μέτωπο που θα περιλαμβάνει και το HDP).
Στο ίδιο πλαίσιο, είναι ακόμη και ο τρόπος που ο Ερντογάν αντιμετώπισε τους Γκιουλενιστές – που σε προηγούμενη φάση ήταν σύμμαχοί του – σε σχέση με το πραξικόπημα. Και πάλι όλη η έμφαση ήταν στο πώς αναδεικνύεται ένας εσωτερικός εχθρός που πρέπει να ξεριζωθεί, αν και στην πράξη ο Ερντογάν βρήκε ευκαιρία να επεκτείνει τις διώξεις και τις απολύσεις και σε σημαντικό μέρος των ανθρώπων της τουρκικής Αριστεράς.
Αναζητώντας τον… Τούρκο Σόρος
Σε αυτό το φόντο η στοχοποίηση του Καβαλά εντάσσεται σε αυτό ακριβώς το αφήγημα. Από τη μια εξυπηρετεί την ανάγκη να μην αναδεικνύονται φιγούρες έξω από το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν τον κυρίαρχο ρόλο του AKP και του ίδιου του Ερντογάν.
Από την άλλη, επιτρέπει μια συνωμοσιολογική αντιμετώπιση των εσωτερικών αντιδράσεων απέναντι στην πολιτική του Ερντογάν. Ας μην ξεχνάμε ότι για τον Τούρκο πρόεδρο οι κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες του 2013, ένα από τα μεγαλύτερα κινήματα διαμαρτυρίας που αντιμετώπισε τουρκική κυβέρνηση, ήταν η έμπρακτη απόδειξη ότι ένα μεγάλο μέρος της τουρκικής κοινωνίας είναι εχθρικό, από τα παράλια και τα μεγάλα αστικά κέντρα, μέχρι τους διανοούμενους, τμήμα της νεολαίας και φυσικά τους Κούρδους.
Αυτό είναι ένα πολιτικό όριο που το συναντά σε διάφορες περιπτώσεις μπροστά του, με τελευταίο παράδειγμα το πώς έχασε και την Άγκυρα και την Κωνσταντινούπολη στις δημοτικές εκλογές, και θα το βρει μπροστά του και στις επόμενες βουλευτικές εκλογές.
Είναι έτσι πολύ σημαντικό να παρουσιάσει αυτές τις διαμαρτυρίες ως μια συνωμοσία εναντίον του Τουρκικού έθνους. Γι’ αυτό τον λόγο και ο προοδευτικός αστός Οσμαν Καβαλά παρουσιάζεται ουσιαστικά με τρόπο ανάλογο με αυτόν που π.χ. ο Βίκτωρ Ορμπάν αντιμετωπίζει τον Τζορτζ Σόρος, ιδίως από τη στιγμή που ο Καβαλά έχει συνεργαστεί με τον Σόρος.
Μια τέτοια πολεμική, που θυμίζει ταυτόχρονα τους τρόπους του παραδοσιακού αντισημιτισμού και τα σχήματα περί καθοδηγούμενων «εγχρώμων επαναστάσεων», είναι πιο εύκολο να ενταχθεί στην τρέχουσα κυβερνητική εθνικιστική ρητορική περί μιας ανερχόμενης Τουρκίας που την απειλούν εξίσου εξωτερικοί και εσωτερικοί εχθροί.
Ταυτόχρονα, η φαινομενική «υπερβολή» του Ερντογάν ως προς την αντίδραση αντιστοιχεί ακριβώς στην προσπάθεια του να υπογραμμιστεί πόσο σοβαρό και πραγματικό είναι το θέμα αλλά και να ανασυγκροτήσει την προσωπική του εικόνα ως ενός ηγέτη που δεν διστάζει να «υψώσει το ανάστημά του» όποτε χρειαστεί.
Σε όλα αυτά προστίθεται και ένας ακόμη πολιτικός υπολογισμός: είναι πολύ δύσκολο για το CHP, το βασικό κόμμα της αντιπολίτευσης και διεκδικητή μιας κεμαλικής κληρονομιάς που περιλαμβάνει και έναν έντονο εθνικισμό, να κάνει αντιπολίτευση σε τέτοιες εθνικιστικές χειρονομίες του Ερντογάν. Καθόλου τυχαία, ο αναπληρωτής γραμματέας του CHP Νουμάν Κουρτουλμούς έσπευσε να καταδικάσει το διάβημα των ξένων πρεσβευτών και να δηλώσει ότι η Τουρκία ποτέ δεν θα δεχτεί να της υπαγορεύουν ξένες χώρες τι θα κάνει.