Διονύσιος Σολωμός
Στριμωγμένος στο «μικροπολιτικό» μεγαλείο της κάθε μέρας και προσπαθώντας, με βραχυλογίες, να το «αποδομήσω», όπως λένε, ειρωνευόμενος δηλαδή, στο ηλεκτρονικό «Βήμα» τα «αναποδομήσιμα», αναπνέω και συνέρχομαι μόνο με τις 600 λέξεις που δικαιούμαι κάθε δεύτερη Κυριακή στις «Νέες Εποχές», και μάλιστα μπροστά σε χαρτί – και όχι στιγμιαία στο smart phone. Ετσι, με σαρκασμό, αντιπαραθέτω την απαισιοδοξία μου. Ο οπτιμισμός των πολιτικών που καλλιεργούν άλλος κλίμα ευδαιμονίας και άλλος κλίμα πόλωσης, πιστεύοντας πως μπορούν να ξεγελάσουν τις υπαρξιακές απορίες με τις πολιτικές τους προτάσεις, με τρομοκρατεί όσο και η ευήθεια εκείνων που τις ενστερνίζονται. Αλλά, τότε, μέσω ποιου τεχνάσματος θα αντιμετώπιζα αυτό που φαίνεται να επικρατεί στην πολιτική ιστορία: ότι η πρόοδος είναι αναπόδραστη; Και πώς η λεγόμενη ιστορική συνείδηση, ενώ αλλάζει μορφές – με κάθε πέταγμα της πεταλούδας στην Κίνα, κάθε «καβγαδάκι» στο ΚΙΝΑΛ – δεν ολοκληρώνεται επειδή το γίγνεσθαι αποκλείει τις σκοπιμότητες και τις φιλοδοξίες αφήνοντας το συμβάν στην απροσδιοριστία του;
Κι ασφαλώς υπήρξαν στην πολιτική ιστορία στιγμές όξυνσης της συνείδησης – ελάχιστοι άνθρωποι δυστυχώς στην περίοδο της δικτατορίας – οι οποίες όμως έσβησαν, όπως οι πυγολαμπίδες στους Κύκλους της Κόλασης του Δάντη.
Εμένα όμως το ότι η Ιστορία και το ότι «είσαι στην ιστορία όσο πιο γρήγορα βγεις απ’ αυτήν», όπως διαμηνύει ο Κλοντ Λέβι-Στρος στον Σαρτρ, το ότι δηλαδή κι εγώ ζω σε μια διηνεκή κρίση, δεν με καθησυχάζει. Και ούτε μπορώ να δεχτώ τα ιστορικά γεγονότα που έζησα ως μια χρεοκοπία της αφέλειας, όπως θα έλεγε απαισιόδοξα ο Σιοράν. Δεν είμαι αδιάφορος και ακοινώνητος για να δέχομαι ότι «είτε πρόκειται για τον Σαίξπηρ, είτε για τον τελευταίο ανόητο, το σύμπαν αρχίζει και τελειώνει με κάθε άτομο, γιατί κάθε άτομο ζει απόλυτα την αξία ή τη μηδαμινότητά του».
Εφόσον γράφω, πιστεύω. Κι εφόσον λέω, πάλι και πάλι με υπομονή, το ποίημα «κάτω από το μαστίγιο του χρόνου», αναπνέω. Ετσι θα έπρεπε να πω ελπίζοντας πως «η στερνή κραυγή του δραπέτη πριν πέσει στο χώμα, έστω όπως είναι, αδύναμη και μάταιη, χωρίς να ‘χει ακουστεί, να ξεφύγει, έστω αυτή, αν όχι η φλέβα στον λαιμό του, απ’ εκείνο τον χώρο όπου η σφαίρα του θανάτου δεν αστοχεί ποτέ».
Να ‘μαι λοιπόν κυριακάτικα εδώ, λησμονώντας ότι είμαι και εγώ επίγονος του ανθρώπου των σπηλαίων, στο δικό μου σπήλαιο – διόλου πλατωνικό. Να ‘μαι, γράφοντας για τον άνθρωπο. Και σήμερα, 24 Οκτωβρίου, ημέρα των γενεθλίων μου, θέλω να δοκιμάσω μια γραφή που να μην είναι δανεική – αφού προηγουμένως εξαιρέσω τον Φιλίπ Ζακοτέ στο Φως του χειμώνα, τον Μπόρχες στα Πεζά. Θέλω όπως ο ποιητής (ο Ζακοτέ, ο Μπόρχες, ο Σολωμός), αφού θεωρήσω προφανές ότι μου απαγορεύεται να ζητήσω οτιδήποτε, θέλω να μην απολέσω τη διαύγειά μου – όπως ο Αργεντινός το φως του. Κι επειδή «η πορεία του χρόνου είναι μια αλυσίδα αιτίων και αποτελεσμάτων, οπότε, το να ζητήσεις μια οποιαδήποτε χάρη, όσο μικρή κι αν είναι, είναι σαν να ζητάς να σπάσει ένας κρίκος αυτής της σιδερένιας αλυσίδας, σαν να ζητάς να έχει ήδη σπάσει, διότι κανείς δεν δικαιούται ένα τέτοιο θαύμα», στη δικιά μου προσευχή, αντίστοιχη της «Προσευχής» του Μπόρχες, αυτό που παρακαλώ κι εγώ είναι να αργήσει η ανημπόρια, αφήνοντας όρθιο σαν τελευταίο κάστρο, το μυαλό.
Ο πατριωτισμός μου επαφίεται σ’ αυτό το ακροτελεύτιο οχυρό. Γιατί υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα γηρατειά οδηγούν την ποίηση σ’ εκείνο τον προμαχώνα όπου ο ποιητής έχει ήδη πέσει νεκρός.
Κι ύστερα, τα φασματοσκόπια της Ιστορίας προσπαθούν να τον διαβάσουν υπό τας γραμμάς.
Ξαναρχίζω δειλά στο σκοτάδι
και την πένα στον φόβο βουτώ
λιγοστό των γραμμάτων ρημάδι
το αποτέλεσμα ελάχιστα απτό
Στη σκληρή του βιβλίου μου ράχη
να η ποίηση διαβαίνει μονάχη
Μελετά τις πιο μέσα σελίδες
και διαβάζοντας, αδιαφορεί
Το χαρτί δεν της δίνει ελπίδες
δεν ανέχεται τον ποιητή*
* Υπογράφω για τους αναγνώστες του «Βήματος» το ανέκδοτο αυτό ποίημα.