«Δύο πράγματα γνωρίζει το κοινό για τη μοντέρνα τέχνη. Το όνομα του Πικάσο και ότι δεν του αρέσει», έγραφε το περιοδικό «Time» στις 13 Φεβρουαρίου 1939 με την ευθύτητα που ενίοτε χαρακτηρίζει την αμερικανική δημοσιογραφία. Η ρετροσπεκτίβα του στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης ήταν το προγεφύρωμα στον Νέο Κόσμο μιας δύναμης που ερχόταν από τον Παλαιό χωρίς το πρόσημό της να είναι ακόμη ξεκάθαρο για την υπερατλαντική κοινωνία: «Στα 25 χρόνια κυριαρχίας του στη μοντέρνα ευρωπαϊκή τέχνη οι εχθροί του ισχυρίζονται ότι αποτελεί φθοροποιό επιρροή, οι φίλοι του με την ίδια βιαιότητα ανταπαντούν ότι είναι ο μεγαλύτερος εν ζωή καλλιτέχνης», σημείωνε το «Life». Στην πραγματικότητα, ο 58χρονος τότε Πάμπλο Πικάσο είχε ήδη ξεπεράσει τo απόγειό του: η «Γκερνίκα», πίνακας επικών διαστάσεων, πολιτικού περιεχομένου και στυλιστικής δεξιοτεχνίας με τον οποίο θα ταυτιζόταν, είχε ήδη εκτεθεί δύο χρόνια πριν, το 1937, στη Διεθνή Εκθεση του Παρισιού. Από τη στιγμή του ΜοΜΑ και μετά, όμως, εγκαθιδρυμένος και στη μαζικότερη αγορά του κόσμου, θα ανέβαινε στη συνείδηση της παγκόσμιας κοινής γνώμης όλους τους αναβαθμούς ως την αποθέωση.
Στο BHMAgazino που κυκλοφορεί μαζί με το «Βήμα της Κυριακής», ο Μάρκος Καρασαρίνης με αφορμή την επέτειο των 140 ετών από τη γέννηση του Πάμπλο Πικάσο αναφέρεται στη ζωή, την τέχνη και την επιρροή που άσκησε και ασκεί ο κορυφαίος μοντερνιστής του 20ού αιώνα.
Διαβάστε περισσότερα στο BHMAgazino που κυκλοφορεί με το «Βήμα της Κυριακής»