Η εντυπωσιακή εμφάνιση του Ερίκ Ζεμούρ, που κατόρθωσε να αναδειχθεί ως διεκδικητής του ρόλου του ηγέτη της γαλλικής ακροδεξιάς, χωρίς να έχει πολιτικό μηχανισμό και χωρίς καν να έχει ανακοινώσει την πρόθεσή του να συμμετάσχει στις προεδρικές εκλογές, ήρθε να θυμίσει τα νέα πρόσωπα που μπορεί να πάρει η ακροδεξιά στη σημερινή Ευρώπη.
Γιατί ο Ζεμούρ όπως αρκετοί ήδη έχουν σχολιάσει δεν είναι μια φιγούρα που παραπέμπει στην κλασική φιγούρα του ακροδεξιού, παρότι η πολιτική του τοποθέτηση αυτή τη στιγμή, ανοιχτά ρατσιστική, εθνικιστική και ισλαμόφοβη, τον τοποθετεί πιο δεξιά από την Μαρίν Λεπέν. Αντιθέτως, έχουμε να κάνουμε με κάποιον που προσφέρει εχέγγυα προέλευσης από τον πυρήνα της «αστικής» Γαλλία. Γνωστός δημοσιογράφος, εσχάτως με μεγάλη τηλεοπτική απήχηση, με θητεία στην απολύτως συστημική Figaro, ευφραδής και συγκροτημένος δεν προσομοιάζει στον ιδεότυπο του ακροδεξιού χούλιγκαν.
Ωστόσο ο πυρήνας της τοποθέτησής του είναι μια ιδιαίτερα σκληρή εκδοχή ακροδεξιάς, που δεν έχει πρόβλημα να αναπαράγει την συνωμοσιολογική θεωρία της «μεγάλης αντικατάστασης» σύμφωνα με την οποία γίνεται προσπάθεια μέσω της μαζικής άφιξης μεταναστών να αλλοιωθεί μη αντιστρέψιμα η εθνολογική σύνθεση της «λευκής Δύσης» και που το 2014 δεν είχε κανένα πρόβλημα να προτείνει σε μια συνέντευξή του σε ιταλική εφημερίδα την απέλαση εκατομμυρίων γάλλων μουσουλμάνων.
Μια διαδικασία φασιστικοποίησης
Ο κοινωνιολόγος Ugo Palheta θεωρεί ότι στην πραγματικότητα αυτό με το οποίο έχουμε να κάνουμε μια διαδικασία φασιστικοποίησης (και όχι π.χ. με μια παραλλαγή λαϊκισμού ή «εθνο-λαϊκισμού»). Αυτό το στηρίζει στον ορισμό που προτείνει για τον φασισμό ως ένα μαζικό κίνημα που δηλώνει ότι εργάζεται για την αναγέννηση μιας «φαντασιακής κοινότητας» (του έθνους, της «φυλής», ή του «πολιτισμού), μέσα από την εθνο-φυλέτική κάθαρση, την εκμηδένιση κάθε μορφής κοινωνικής σύγκρουσης και διαμαρτυρίας (πολιτικής, συνδικαλιστικής κ.λπ.) και από την αμείλικτη εχθρότητα απέναντι σε οτιδήποτε απειλεί αυτή τη φαντασιακή ενότητα, ξεκινώντας από την απέχθεια για την παρουσία των μεταναστών και ευρύτερα των εθνικών ή φυλεκτικών μειονοτήτων αλλά και τη σφοδρή δυσανεξία απέναντι σε όλα τα κινήματα συλλογικής διεκδίκησης και αμφισβήτησης. Ένα τέτοιο κίνημα προϋποθέτει μια συνθήκη κρίσης, όχι απλώς οικονομικής ή κοινωνικής αλλά πιο κοντά σε αυτό που ο Γκράμσι χαρακτήριζε ως «οργανική κρίση» ή «κρίση ηγεμονίας», δηλαδή μια κρίση στον πυρήνα των όρων άρθρωσης της ίδιας της πολιτικής. Αυτό το πλαίσιο διαμορφώνει το έδαφος για την εμφάνιση μιας ειδικής εκδοχής φασιστικής βίας, τόσο αυτής που αφορά την ακόμη μεγαλύτερη σκλήρυνση του κράτους όσο και την παράλληλη εμφάνιση μορφών εξω-κρατικής βίας.
Με αυτή την έννοια όντως ένα φαινόμενο όπως αυτό του Ζεμούρ θα μπορούσε να θεωρηθεί ένδειξη μιας φασίζουσας μετατόπισης του πολιτικού πεδίου (συμπεριλαμβανομένων και των τρόπων που αναγνωρίζονται οι υποτελείς τάξεις). Άλλωστε, όπως έχει παρατηρηθεί συχνά σε σχέση με τις παραλλαγές της άκρας δεξιάς στην Ευρώπη, την ώρα που τα κόμματα του «συνταγματικού τόξου» σπεύδουν να υψώσουν διακηρυκτικά αναχώματα, δεν παραλείπουν να ενσωματώσουν στην πολιτική τους βασικές πλευρές του λόγου της ακροδεξιάς, από τον ρατσιστικό πυρήνα των αντιμεταναστευτικών και αντιπροσφυγικών πολιτικών, έως την ολοένα και μεγαλύτερη αυταρχικοποίησης της κρατικής λειτουργίας, στο όριο μιας ιδιότυπης διηνεκούς «κατάστασης εξαίρεσης», κοντολογίς πλευρές που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ενισχυτικές και όχι αποτρεπτικές ενός δυνητικού εκφασισμού.
Σημαίνει αυτό ένα απλουστευτικό σχήμα όπου οι «συστημικές» καταβολές του Ζεμούρ θα επιβεβαίωναν την μηχανιστική αντίληψη ότι ο φασισμός είναι απλώς η «επιλογή του κεφαλαίου»; Πιο σωστό θα ήταν να μιλήσουμε, όπως προτείνει σε ένα πρόσφατο άρθρο του στην ιστοσελίδα Contretemps ο Στάθης Κουβελάκης, για μια στιγμή που αποτυπώνει τη – σχετική – αυτονομία του πολιτικού, σε μια συγκυρία βαθιάς αποδιάρθρωσης και κατακερματισμού του πολιτικού σκηνικού. Κάτι που ταυτόχρονα αποτυπώνει τη δυναμική που μπορούν να αποκτήσουν φαινόμενα τύπου Ζεμούρ (ή –σε άλλη κλίμακα και άλλα συγκείμενα– τύπου Τραμπ ή Μπολσονάρο ), αλλά και την αδυναμία τους, που ειδικά για τη Γαλλία συγκεφαλαιώνονται στο εάν ο Ζεμούρ θα λειτουργήσει απλώς ως καταλύτης ή θα μπορέσει όντως να διεκδικήσει αυτόν τον πολιτικό χώρο.
Όμως, σε κάθε περίπτωση αποδεικνύεται ότι το ερώτημα του φασισμού έχει πάψει να είναι κάτι που αφορά απλώς την ιστορία, αλλά ολοένα και περισσότερο αφορά το παρόν και το μέλλον κοινωνιών όπου το βάθος της πολιτικής κρίσης σε συνδυασμό με την απουσία εναλλακτικών, όπως και η αποσυσπείρωση και έλλειψη προσανατολισμού των κινημάτων που ορίζουν τη δημοκρατία πρωτίστως σε συνάρτηση με την κοινωνική ισότητα και την εκπροσώπηση των υποτελών τάξεων, καταλήγουν να κάνουν το πλαίσιο που συνηθίσαμε να αποκαλούμε φιλελεύθερη δημοκρατία, ένα απλό κέλυφος χωρίς περιεχόμενο.
Το ερώτημα της αντίστασης
Η επίγνωση της δυνατότητας να αναδειχθούν δυναμικές εκφασισμού στις σύγχρονες δημοκρατίες, συμπεριλαμβανομένων και πολιτικών εκφράσεων που θα τους δώσουν ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο, καθιστά πιο επιτακτικό το ερώτημα της αντίστασης. Όμως, αυτό δείχνει και την πραγματική της δυσκολία, καθώς το επίδικο δεν είναι η υπεράσπιση του υπάρχοντος αλλά πολύ περισσότερο η επίμονη ανασύνθεση των συλλογικών αναγνωρίσεων σε αιτήματα ισότητας, δημοκρατίας, δικαιοσύνης και μιας νέας πολύ πιο συμπεριληπτικής και τελικά μετα-εθνικής σύλληψης του λαού.