Δεδικασμένο με απαλλαγή αστυνομικού της ομάδας ΔΙΑΣ για φονικούς πυροβολισμούς –τον Μάρτιο του 2016 στη οδό Θησέως στην Καλλιθέα – σε βάρος αλλοδαπού ο οποίος με το όχημα του εμβόλισε την υπηρεσιακή του μηχανή, αναμένεται να επικαλεσθούν-όπως αποκαλύπτει το ‘in.gr” – οι οκτω αστυνομικοί που συμμετείχαν στην αιματηρή καταδίωξη στο Πέραμα το βραδυ της Παρασκευής που κόστισε την ζωή σε έναν 20χρονο αοπλο ποινικό.
Επιπλέον αναμένεται να υποστηρίξουν σε μία προσπάθεια να δικαιολογήσουν τον θανατο του οδηγού του κλεμμένου οχήματος που εμβόλισε τις δικές τους υπηρεσιακές μηχανές, ότι έριξαν τους περίπου 30 πυροβολισμούς (πιθανόν πυροβόλησαν τεσσερις ή πέντε αστυνομικοί) χαμηλά στην θέση του οδηγού κι όχι στα παρμπρίζ.
Επιπλέον , σύμφωνα με ορισμένες πηγές αναμένεται να ισχυρισθούν ότι δεν στόχευσαν τον συνοδηγό που τραυματίσθηκε στο χέρι, ένω άφησαν να φύγει χωρίς κανένα πυροβολισμό τον 16χρονο συνεπιβάτη κι ο οποίος αναζητείται.
Σύμφωνα επίσης με νομικούς πιθανον να διατυπωθεί ο ισχυρισμός ότι τα αυτοκίνητα χρησιμοποιούνται συχνά σαν «φονικά όπλα» άσχετα με το αν οι επιβάτες είναι οπλισμένοι. Κι ετσι οι αστυνομικοί ήσαν –σύμφωνα με τις ίδιες δικαιολογίες- σε «νόμιμη άμυνα».
Υπενθυμίζοντας σε μία τέτοια περίπτωση –χωρίς προφανώς άλλες αντιστοιχίες με την τραγωδία στο Πέραμα- τις επιθέσεις του ISIS στην Νίκαια της Γαλλίας, στην Βαρκελώνη και στην χριστουγεννιάτικη αγορά του Βερολίνου με οχήματα που ρίχθηκαν κατά του πλήθους με αποτέλεσμα τον θάνατο εκατοντάδων ανθρώπων.
Το συμβάν στο οποίο αναμένεται να βασισθεί η υπερασπιστική γραμμή των αστυνομικών είναι εκείνο της 5ης Μαρτίου 2016 (ΣΣ έχει αρκετές διαφορές μ εκείνο του Περάματος) όταν αστυνομικοί της ομάδας ΔΙΑΣ σταμάτησαν για έλεγχο έναν άνδρα που οδηγούσε κλεμμένο ταξί στην οδό Θησέως στην Καλλιθέα. Ο ύποπτος προσπάθησε να εμβολίσει έναν από τους μοτοσικλετιστές που τού έκλεινε τον δρόμο. Το ζευγάρι του στη μοτοσικλέτα πυροβόλησε και τραυμάτισε σοβαρά τον ύποπτο στο αυτοκίνητο.
Ο ύποπτος, υπήκοος Καζακστάν, κατέληξε με τραύμα στο κεφάλι. Ο κατηγορούμενος αστυνομικός, όπως αναφέρεται στη δικογραφία, σταμάτησε με τη μοτοσικλέτα στην πόρτα πίσω από τον οδηγό, ενώ ο συνεπιβάτης του κατέβηκε και στάθηκε στο μπροστινό αριστερό μέρος του ταξί. Οι αστυνομικοί υποστήριξαν ότι ο ύποπτος κάποια στιγμή «έσκυψε προς το κάθισμα του συνοδηγού, σαν να προσπαθούσε να πιάσει κάποιο αντικείμενο».
Δεν αποδείχθηκε ότι είχε όπλο.Όταν το φανάρι άναψε πράσινο, ο αστυνομικός που βρισκόταν μπροστά από το ταξί, φώναξε στον ύποπτο να σταματήσει, όμως εκείνος κατευθύνθηκε κατά πάνω του και τον χτύπησε – του προκάλεσε κάκωση στα γόνατα. Ο κατηγορούμενος αστυνομικός έπιασε το υπηρεσιακό του πιστόλι μάρκας και πυροβόλησε στο τζάμι πίσω από τον οδηγό. Από τη βαλλιστική εξέταση, που έγινε οκτώ μέρες αργότερα προέκυπτε ότι η σφαίρα «εποστρακίστηκε στην κολώνα του αμαξώματος, πίσω από τη θέση του οδηγού και εν τέλει έπληξε το θύμα δευτερογενώς».
Για τον κατηγρούμενο αστυνομικό εκδόθηκε απαλλακτικό βούλευμα όπου ενδεικτικά σημειωνόταν ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αστυνομικού σε δίκη, καθώς η κατάσταση άμυνας υπέρ τρίτου «αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης». Επίσης ότι η χρήση του όπλου ήταν νόμιμη, επομένως «δεν πρέπει να γίνει κατηγορία». Το δικαστικό συμβούλιο έκρινε επίσης ότι «ο τρόπος χρήσης του όπλου από τον κατηγορούμενο, η κατεύθυνση της βολίδας και μικρή απόστασης της βολής, καταδεικνύουν ότι δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει».