Ιστορία πρώτη: Ενας φωτογράφος βρίσκεται μπροστά σε μια σκηνή δολοφονίας. Κάποιος στρατιώτης απολυταρχικού καθεστώτος σηκώνει το όπλο και σκοτώνει ένα νεαρό παιδί στη μέση του δρόμου. Τραβάει τη φωτογραφία και καταφέρνει να τη διοχετεύσει στα κοινωνικά δίκτυα. Το ωμό πρόσωπο της εξουσίας δημιουργεί συλλογικό αποτροπιασμό, οι διεθνείς αντιδράσεις είναι αλυσιδωτές. Η υπηρεσία που πρόσφερε η συγκεκριμένη φωτογραφία στην υπόθεση της δημοκρατίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων τού χαρίζει ένα μεγάλο βραβείο.
Δεν έχουν όλοι όμως την ίδια αντίδραση. Πολλοί υποστηρίζουν πως ίσως ο φωτογράφος μπορούσε να αποτρέψει τη δολοφονία. Αν δεν τον ένοιαζε μόνο να είναι θεατής και συμμετείχε ενεργά – με οποιονδήποτε τρόπο -, θα μπορούσε ίσως το παιδί να έχει σωθεί. Βέβαια ο κόσμος δεν θα μάθαινε ποτέ τι συνέβαινε εκεί, αλλά το παιδί θα ζούσε. Αυτή είναι μια πολύ υγιής σκέψη, έτσι θα έπρεπε να είναι, να σώσεις το παιδί. Ομως δεν μπορείς να ζητείς τόσο εύκολα από έναν άνθρωπο να επιδείξει έναν ηρωισμό που δεν είναι μέσα στις προδιαγραφές του ή μέσα στις πιθανότητες της στιγμής.
Δεν μπορείς να κατηγορήσεις κάποιον πως δεν σκοτώθηκε για κάποιον άλλον. Εκανε το περισσότερο που μπορούσε, έπιασε τη δική του κορυφή.
Αφήνω στην άκρη το γεγονός πως τίποτα πια δεν μας σοκάρει και πως ο λόγος που δεν αντιδρούμε δεν είναι πως δεν γνωρίζουμε πια και χρειαζόμαστε φωτογραφίες. Ολοι γνωρίζουμε τα περισσότερα από όσα συμβαίνουν. Κατεβαίνουν στον υπολογιστή σαν ειδήσεις ανάμεσα στις διαφημίσεις και στα τελευταία νέα των τηλεοπτικών ριάλιτι. Την έχουμε την πληροφορία. Αλλά το «έτσι είναι ο κόσμος» πέφτει σαν ζεστή πίσσα πάνω από τις άγριες επιφάνειες και τα πνίγει όλα.
Ιστορία δεύτερη: Ενας συγγραφέας παίρνει σταθερά το μέρος των αδυνάτων και των ανυπεράσπιστων. Κυκλοφορεί μυθιστορήματα που δεν χρήζουν ιδιαίτερης λογοτεχνικής μνείας αλλά είναι βαθιά ανθρωπιστής. Βραβεύεται. Βραβεύεται σαν συγγραφέας, όχι σαν ανθρωπιστής. Η τέχνη έχει υποστεί μια τεράστια ήττα. Υποβιβάζεται σε μια αξιολόγηση προθέσεων. Μικραίνει ως κώδικας, στενεύει και μαζί της στενεύουν και οι αναγνώστες της. Συγκινούνται από το δράμα των ανθρώπων, αλλά στην ουσία στενεύουν. Αν αυτά τα βιβλία έχουν ως αποτέλεσμα την κινητοποίησή μας για τη ριζική αλλαγή, τότε το δέχομαι, ας χαθεί και όλη η τέχνη, είναι δευτερεύουσα. Αλλά την απάντηση την ξέρουμε όλοι.
Ιστορία τρίτη: Μπροστά στα μάτια ενός πεντάχρονου βουλιάζουν στη θάλασσα το μοναδικό αντίτυπο ενός αριστουργήματος του Ντοστογέφσκι και το αγαπημένο του παιχνίδι, ένα αυτοκινητάκι. Πρέπει να διαλέξει. Δίχως δεύτερη σκέψη απλώνει το χέρι και σώζει το αυτοκινητάκι. Σώζει τη χαρά του, το γέλιο του. Εκατομμύρια αναγνώστες δεν θα διαβάσουν ποτέ το δημιούργημα του μεγάλου συγγραφέα. Ετσι κι αλλιώς, αν όλα τα βιβλία του Ντοστογέφσκι δεν σε έχουν πείσει ακόμη πως ένα παιδικό παιχνίδι ενός άγνωστου παιδιού αξίζει περισσότερο, τότε ένα ακόμη βιβλίο δεν θα έκανε τη διαφορά.