Αγωνία σε αγορά και οικονομικό επιτελείο για το προτελευταίο ραντεβού της τρέχουσας χρονιάς μεταξύ της ελληνικής οικονομίας και των οίκων αξιολόγησης. Σήμερα ο οίκος S&P ανακοινώνει την ετυμηγορία του και ακολουθεί τον Νοέμβριο η αξιολόγηση του Moody’s, ώστε να ολοκληρωθεί ένας γεμάτος κύκλος «δοκιμασιών» για τη διαβάθμιση των ελληνικών τίτλων. Η χώρα «διψά» να κατακτήσει την επενδυτική βαθμίδα το 2023- ή και νωρίτερα- εν όψει και της συζήτησης για το μέλλον της Ελλάδας στο μετα- πανδημικό πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Το φθινόπωρο μπήκε πολύ θετικά, καθώς ο οίκος αξιολόγησης DBRS Morningstar και προχώρησε στην αναβάθμιση της πιστοληπτικης ικανοτητας της Ελλάδας κατα ένα σκαλοπάτι σε ΒΒ από ΒΒ(Low), με θετικες προοπτικές. Είχε προηγηθεί μια εβδομάδα πριν η αναβάθμιση από τη «Scope Ratings» ( ΒΒ+ από ΒΒ) που έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία.
Σε λίγες ώρες θα φανεί αν ο S&P κρύβει κάποιο «δώρο», αν και μία κίνηση αναβάθμισης θεωρείται από μερίδα αναλυτών έκπληξη. Τον περασμένο Απρίλιο ο οίκος είχε αναβαθμίσει τη χώρα στο “ΒΒ” -με θετικές προοπτικές- δίνοντας υψηλή βαθμολογία, δηλαδή την έφερε δύο σκαλοπάτια μακριά από την επενδυτική βαθμίδα. Οι θετικές προοπτικές του οίκου αν και δίνουν σήμα ότι υπάρχει πιθανότητα αναβάθμισης σε διάστημα 12-18 μηνών, οι εκτιμήσεις δείχνουν πως μία κίνηση αναβάθμισης θα έρθει από το νέο έτος.
Αν τελικά η Ελλάδα αναβαθμιστεί, ανεβαίνει μία βαθμίδα στο “ΒΒ+”, δηλαδή ένα σκαλοπάτι μακριά από την επενδυτική βαθμίδα. Μία τέτοια κίνηση θα αποτελέσει ένα πολύ θετικό νέο για την ελληνική οικονομία και θα δώσει “πόντους” στο προφίλ της χώρας, ενόψει μία πιθανής εξόδου στις αγορές, αλλά και των κρίσιμων αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μετά τη λήξη του εκτακτου πανδημικού προγράμματος. Πάντως, αν και μία τέτοια εξέλιξη οδηγεί την Ελλάδα μόλις ένα σκαλοπάτι μακριά από την επενδυτική βαθμίδα, οι αναλυτές εκτιμούν ότι η κατάκτησή της πιθανό να γίνει στα τέλη του 2022 με αρχές 2023.
Ο ετήσιος προγραμματισμός δανεισμού του ΟΔΔΗΧ έχει ολοκληρωθεί από πριν το καλοκαίρι και ως εκ τούτου οι όποιες νέες, ενδεχόμενες κινήσεις εκδόσεων εντός του έτους έχουν κύριο στόχο την τόνωση της δευτερογενούς αγοράς. Μετά και την τελευταία, διπλή έξοδο τον Σεπτέμβριο (των 5ετους και του 30ετους ομολόγων) και την άντληση 2,5 δισ. ευρώ, το ελληνικό δημόσιο μέχρι τον Ιούλιο είχε αντλήσει από τις αγορές περίπου 11,5 δισ. ευρώ. Η ονομαστική αξία των ελληνικών ομολόγων που έχει αγοράσει η ΕΚΤ ανέρχεται σε περίπου 29,4 δισ. ευρώ και η χώρα από το 2019 έχει δανειστεί περίπου 30 δισ. ευρώ. Το βλέμμα της Αθήνας πλέον είναι στον Μάρτιο του 2022 και στο τέλος του εκτάκτου προγραμματος και αυτό διότι η χώρα δεν έχει επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα που αποτελεί προϋπόθεση για το παραδοσιακό πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (APP) της ΕΚΤ
Οι οικονομολόγοι της έκθεσης πάντως προσδοκάται ότι αποτυπώνουν την ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας και υψηλό ρυθμό ανάπτυξης για το 2021, όπως και τη μείωση του κόστους δανεισμού, παρά την αύξηση του χρέους λόγω της πανδημίας. Στην προηγούμενη έκθεση, σε εκείνη δηλαδή του Απριλίου, ο οίκος έδινε σήμα για νέα αναβάθμιση καθώς τόνιζε ότι οι θετικές προοπτικές υποδηλώνουν ότι θα μπορούσαμε να αυξήσουμε τις αξιολογήσεις εντός των επόμενων 12-18 μηνών εάν η οικονομική ανάκαμψη είναι ταχύτερη.
Πηγή ot.gr