Μετά από ένα μεγάλο διάστημα αναγκαστικής «πολιτιστικής απραξίας» λόγω COVID-19, άλλο ένα διεθνούς ακτινοβολίας μουσείο ετοιμάζεται να ανοίξει τις πόρτες του.Το Μουσείο Μουνκ στο Οσλο, ο μεγαλύτερος εκθεσιακός χώρος που είναι αφιερωμένος σε έναν μόνο καλλιτέχνη (26.313 τ.μ., από τα οποία τα 4.500 τ.μ. είναι εκθεσιακοί χώροι) και που διαθέτει βεβαίως τη μεγαλύτερη συλλογή έργων του Ενβαρντ Μουνκ, ανοίγει επισήμως πλέον στις 22 Οκτωβρίου.
Το επιβλητικό κτίριο των Ισπανών estudio Herreros είναι ήδη έτοιμο και τα 13 επίπεδά του θα φιλοξενήσουν όχι μόνο τη μόνιμη συλλογή των 200 έργων Μουνκ αλλά και εμπειρίες πολιτισμού που έχουν στόχο να ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα – εξάλλου υπάρχουν 26.724 έργα Μουνκ στη συλλογή του μουσείου (1.200 πίνακες, 7.050 σχέδια και σκίτσα, 18.322 χαρακτικάκαι 14 γλυπτά που φιλοτεχνήθηκαν την περίοδο 1873-1944) και χιλιάδες αντικείμενα (φωτογραφίες, λιθογραφικές πλάκες, ιδιόχειρα κείμενα, 9.830 προσωπικά αντικείμενα) – για να δημιουργούνται διαφορετικές εκθεσιακές αφηγήσεις. Είναι ένα υλικό που άφησε ο ζωγράφος στην πόλη του Οσλο μετά τον θάνατό του το 1944, ενώ στο αρχείο και στα συνολικά 28.000 έργα που βρίσκονται στην κατοχή του μουσείου ανήκουν και οι συλλογές των νορβηγών ζωγράφων Λούντβιχ Ράβενσμπεργκ, Αμάλντους Νίλσεν και του επιχειρηματία Ρολφ Στένερσεν. Στα έργα του Μουνκ περιλαμβάνεται και το εκτυφλωτικό, αριστουργηματικό «Ο ήλιος» (1910-11), που έχει μήκος περίπου οκτώ μέτρα και συνολική επιφάνεια 35 τ.μ. και μεταφέρθηκε με γερανό στον έκτο όροφο του κτιρίου εξαιτίας του μεγέθους του, όπως και «Οι Ερευνητές» (1911), το μεγαλύτερο από τα έργα (4,8×11 μ.). Υπάρχουν βέβαια και παραλλαγές του πιο διάσημου έργου του Μουνκ «Η Κραυγή» (1893), καθώς δημιούργησε τέσσερις εκδοχές του πίνακα, οι δύο από αυτές σε παστέλ (1893 και 1895), καθώς και μία λιθογραφία από την οποία σώζονται πολλές εκτυπώσεις (επίσης παρούσες στο μουσείο). Ετσι, η αναγεννημένη περιοχή Μπιορβίκα, επί της ουσίας μια πρόσχωση σε φιόρδ του Οσλο που φιλοξενεί εντυπωσιακά κτίσματα στην αιχμή της αρχιτεκτονικής πρωτοπορίας (βλέπε Οπερα του Οσλο διά χειρός Snøhetta, όπως και Βιβλιοθήκη Deichman Bjørvika από τους Atelier Oslo+ Lund Hagem), αποκτά άλλο ένα τοπόσημο που ορθώνεται σε ύψος 57 μέτρων και συστήνει το έργο του πιο διάσημου νορβηγού καλλιτέχνη, σε διάλογο με την εποχή του.
Τρέισι Εμιν, Black Μetal και Μουνκ
Το υλικό από αυτή την πλούσια «δεξαμενή» του μουσείου θα χρησιμοποιηθεί για να αντιπαραβληθεί και να συνομιλήσει με έργα σύγχρονης τέχνης. Αρχής γενομένης από τη δουλειά της αιρετικής Τρέισι Εμιν, καθώς το μουσείο θα εγκαινιαστεί με την έκθεση «Tracey Emin/Edvard Munch: The Loneliness of the Soul» (22/10-2/1/22), στην οποία αποκαλύπτεται πώς το έργο του Μουνκ έχει επηρεάσει τη ματιά της. Είναι η ίδια έκθεση που παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών στο Λονδίνο το περασμένο καλοκαίρι και περιλαμβάνει 25 έργα της όπως το «My Bed» (1998), όπως και πίνακες, γλυπτά ή επιγραφές neon, ορισμένα από τα οποία έχει δημιουργήσει ειδικά για την έκθεση, με αναφορά σε 18 έργα του Μουνκ τα οποία επέλεξε η ίδια. Η επαφή της Εμιν με το αρχείο Μουνκ για τη συγκεκριμένη έκθεση έγινε το 2017 και αναμενόμενα την προσοχή της τράβηξαν τα αινιγματικά γυμνά του Νορβηγού, με τις εικονιζόμενες να μετεωρίζονται ανάμεσα στον άκρατο ερωτισμό και στην ντροπή.
Θα ακολουθήσει μια έκθεση για τη σχέση μεταξύ συμβολισμού και σουρεαλισμού με έργα των Πολ Γκογκέν, Οντιλόν Ρεντόν, Ογκίστ Ροντέν, Εντβαρντ Μουνκ και Σαλβαντόρ Νταλί, Πάμπλο Πικάσο, Λουίζ Μπουρζουά αντίστοιχα («The Savage Eye», 13/2- 8/5/22), ενώ θα προσεγγιστεί και η σχέση μεταξύ μουσικής Βlack Μetal και τέχνης μέσα από το μουσικό έργο του νορβηγικού συγκροτήματος Satyricon («Satyricon & Munch», 30/4-28/8/22).
Ο διευθυντής του μουσείου, Στάιν Ολαφ Χένρικσεν, θέλει να προσφέρει εμπειρίες πέρα από κάθε προσδοκία και να προσεγγίσει κόσμο που δεν συχνάζει συνήθως σε μουσεία και χώρους τέχνης. Οπως θα πει στο BHMAgazino: «Για εμένα επιτυχία θα είναι να συμβάλει το μουσείο στη βελτίωση της τοπικής αλλά και της παγκόσμιας κοινωνίας και να δημιουργήσει όμορφες εμπειρίες, να προκαλέσει περισυλλογή και να δώσει στους επισκέπτες γνώση και κριτικά εργαλεία. Η τέχνη έχει αξία. Οταν αξίες όπως η δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η ελευθερία του λόγου βρίσκονται υπό διωγμό εξαιτίας των fake news και του λαϊκισμού, πρέπει να ενεργήσουμε ως ένα μουσείο υψηλού κύρους με έμφαση στην αξία της γνώσης και της κριτικής προσέγγισης». Ο 67χρονος Χένρικσεν είναι μουσικός και η προϋπηρεσία του στη διοίκηση πολιτιστικών οργανισμών περιλαμβάνει τη διευθυντική θέση της Εθνικής Οπερας του Μπέργκεν. «Ο στόχος μας είναι να ανοίξουμε το μουσείο στον κόσμο και να καλέσουμε σε αυτό ανθρώπους από όλα τα μέρη της κοινωνίας, όχι μόνο ως επισκέπτες αλλά και ως συμμετέχοντες. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι δουλεύουμε με ανθρώπους, όχι με εκθέσεις, εκδηλώσεις και καταλόγους που είναι ο παραδοσιακός προσανατολισμός των μουσείων. Πρέπει να δώσουμε στον κόσμο και αυτό που δεν γνωρίζει ότι χρειάζεται. Κάτι τέτοιο στην πράξη σημαίνει ότι πρέπει να αναπτύξουμε ένα πρόγραμμα εκθέσεων το οποίο θα είναι σε επαφή με την εποχή του, σαγηνευτικό και σε κάποιον βαθμό προκλητικό, να δημιουργήσουμε ένα δυνατό και ευρύ πρόγραμμα επικοινωνίας, ιδιαίτερα στα social media, και να αναπτύξουμε συνεργασίες με άλλους οργανισμούς, ιδιωτικές επιχειρήσεις, ταξιδιωτικές επιχειρήσεις, πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς οργανισμούς. Το Μουσείο Μουνκ έχει περισσότερους από εκατό επίσημους συνεργάτες από αυτά τα πεδία».