Μεσημέρι στο φουαγέ του θεάτρου Παλλάς. Η Μαρία Καβογιάννη χαζεύει τους περαστικούς στην πολύβουη Βουκουρεστίου. «Οι άνθρωποι πίνουν καφέ, κάνουν τα ψώνια τους και εσύ κι εγώ παριστάνουμε τη Νίνα και την Εκάβη…» λέει γελώντας με το γνωστό της χιούμορ προς τη Μαρία Κίτσου. Οι δυο τους εφέτος επιστρέφουν στις δύο εμβληματικές ηρωίδες του Κώστα Ταχτσή, στην παράσταση που γεννήθηκε πέρυσι μέσα στην πανδημία σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη και πρόλαβε να παρουσιαστεί για μόλις 13 sold out παραστάσεις.
Κατεβαίνουμε μαζί στη σκηνή. Το επιβλητικό σκηνικό που έχει στήσει ο Πάρις Μέξης περιμένει τους ηθοποιούς. Γεμάτο αντικείμενα, περιστρεφόμενο, με συχνές εναλλαγές, φιλοξενεί κάθε βράδυ τον 20μελή θίασο μιας μεγάλης παραγωγής που καλείται να δώσει ζωή στους λογοτεχνικούς ήρωες του Ταχτσή. Μια «σύγχρονη ελληνική (ιλαρο)τραγωδία» είχε χαρακτηρίσει τo «Τρίτο στεφάνι» ο ίδιος του ο συγγραφέας, που μαζί του έφερε για πρώτη φορά στην επιφάνεια πάθη ανομολόγητα και χαίνουσες πληγές της Ιστορίας, η οποία προσφέρθηκε ως καμβάς στην ανθρώπινη περιπέτεια των ηρώων του.
Αποκωδικοποιώντας τις ηρωίδες του Ταχτσή
«Για εμένα τελικά το «Τρίτο στεφάνι» είναι μια κατάθεση ψυχής» αναφέρει η Μαρία Καβογιάννη μιλώντας στο ΒΗΜΑgazino. «Μέσα από τις αφηγήσεις αυτών των δύο γυναικών περνάει μπροστά από τα μάτια μας η Ιστορία της Ελλάδας. Και είναι τόσο έντονη αυτή η περίοδος που ακόμη και σήμερα κάνει αυτό το έργο διαχρονικό» εξηγεί. Για εκείνη η Ελλάδα συνεχίζει να πάσχει. «Ζήσαμε δύο πολέμους, έναν εμφύλιο… Γιατί και αυτό που ζούμε τώρα με την πανδημία σαν πόλεμος δεν μοιάζει; Στην ουσία του όμως αυτό το έργο φέρει ένα φως, μια δύναμη, μια λύτρωση» αναφέρει.
Η Μαρία Κίτσου την ακούει προσεκτικά. «Οταν πρωτοδιάβασα το βιβλίο μού φάνηκε πολύ σκοτεινό. Το τελείωσα σε ένα βράδυ. Και όταν το έκλεισα με έπιασε ένα βάρος. Ο κόσμος του με τρόμαξε. Δεν είναι ότι δεν τον γνώριζα. Μεγάλωσα στο Αιγάλεω.
Η μάνα μου είχε μία φίλη με πολλές αναφορές στην Εκάβη. Ξέρεις, αυτούς τους ανθρώπους που κουβαλούν γύρω τους μια «φασαρία», με τα οικογενειακά προβλήματα σε αυτό το μεταίχμιο δυστυχίας και μιζέριας. Τελικά, μέσα από τις πρόβες, την ανάγνωση με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Το νόημα δεν είναι σκοτεινό. Οι δύο ηρωίδες, πέρα από τα βάσανα, τους θανάτους, τις οικονομικές καταστροφές, τις αποτυχημένες ερωτικές σχέσεις, δεν χάνουν την επιθυμία τους να πάνε παρακάτω, δεν αφήνονται στο πένθος, στην κατάντια της ζωής. Λέει κάποια στιγμή η Νίνα στο έργο: «Ωχ, βρε αδελφέ, όπου όλος ο κόσμος και εμείς»».
Ρωτώ τη Μαρία Καβογιάννη αν μοιάζει στην ηρωίδα της, την Εκάβη. «Για εμένα η Εκάβη είναι δύναμη ζωής. Σε πολύ νεαρή ηλικία έζησε ένα τραύμα. Την παράτησε ο άντρας της και με μεγάλη ετοιμότητα κατάφερε να το ξεπεράσει, τουλάχιστον επιφανειακά. Σαν μάνα έκανε πολλά λάθη, αλλά αν τη δεις ενταγμένη στην εποχή της, τα συγχωρείς και συμπάσχεις μαζί της. Να σου πω πού της μοιάζω. Θέλω να έχω ανθρώπους γύρω μου όπως εκείνη, να έχω κόσμο. Αυτό το μοίρασμα του προβλήματος με συγκινεί. Την αγαπώ επίσης γιατί είναι αυθεντική. Επειδή λυγίζει και ξανασηκώνεται. Από την άλλη, της αρέσει να επεμβαίνει στις ζωές των άλλων. Εγώ δεν το έχω καθόλου αυτό. Επίσης, δεν είμαι τόσο εκρηκτική όσο εκείνη. Είναι και πολύ προληπτική, εγώ πάλι δεν πιστεύω καθόλου σε αυτά».
Η Μαρία Κίτσου παραδέχεται ότι της πήρε καιρό να καταλάβει τη Νίνα. «Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να κάνω συμβιβασμούς για να προχωρήσει απλά η ζωούλα μου όπως έκανε εκείνη. Ξέρω όμως ότι την πονάω βαθιά τη Νίνα. Λέει σε κάποια στιγμή: «Εζησα μία ολόκληρη ζωή χωρίς να καταλάβω τι θα πει ευτυχία». Ερχεται όμως και το φινάλε του έργου. Και εκεί θα αναρωτηθεί: «Δεν θα πω ότι είμαι ευτυχισμένη, αλλά πότε ένας άνθρωπος είναι ευτυχισμένος;». Για εμένα το νόημα του έργου είναι αυτό που έλεγε η Εκάβη: «Η ζωή είναι στρόβιλος. Δεν υπάρχει ευτυχία. Υπάρχει μόνο η ζωή. Και η ζωή είναι στρόβιλος. Ευτυχία είναι να αγαπάς τον στρόβιλο». Νομίζω ότι τελικά στη ζωή ελάχιστες είναι οι στιγμές ευτυχίας. Δεν λέω ότι υπερισχύει η δυστυχία. Είναι μάλλον μοιρασμένα τα πράγματα, σε άλλους περισσότερο δίκαια, σε άλλους περισσότερο άδικα. Δεν ξέρω γιατί το κάνουμε οι άνθρωποι, αλλά στεκόμαστε νομίζω περισσότερο στα δύσκολα. Και προσπαθώντας να τα ξεχάσουμε, να διαγράψουμε τις άσχημες αναμνήσεις, διαγράφουμε και τις ευτυχισμένες».
Δύο Μαρίες επί σκηνής
Δράμα ή κωμωδία λοιπόν το «Τρίτο στεφάνι»; «Ιλαροτραγωδία, όπως είπε και ο Ταχτσής» απαντά η Μαρία Καβογιάννη. Θα βάλει στην τραγική Εκάβη και κωμικά στοιχεία αυτή η εξαιρετική «μαστόρισσα» ηθοποιός που κινείται άνετα μεταξύ δράματος και κωμωδίας; «Βεβαίως. Μα έτσι δεν είναι και η ζωή; Δεν βάζουμε χιούμορ για να μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε; Δεν το έχετε δει και στις κηδείες; Εγώ νομίζω δράμα και κωμωδία έχουν έναν κοινό παρονομαστή, την ίδια τη ζωή».
Και η Μαρία Κίτσου, αυτή η εξαίρετη ηθοποιός, η καλύτερη της γενιάς της, που έχει φάει τις κλασικές ηρωίδες με το κουτάλι, φλερτάρει με τα κωμικά στοιχεία της Νίνας. «Τα έχω τσιμπήσει λίγο τα κωμικά στοιχεία της Νίνας και σε αυτό με οδήγησε και ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. Είναι πρώτη φορά που καταπιάνομαι με ελληνικό έργο. Ξέρεις, χαίρομαι που θα μιλήσω με καθημερινό λόγο, όχι ποιητικό, όχι αρχαίο. Ναι, θα ήθελα να κάνω κάποια στιγμή μία καλή κωμωδία. Για όσους με ξέρουν στην προσωπική μου ζωή το ερώτημα δεν είναι «γιατί δεν κάνω κωμωδία;» αλλά «γιατί κάνω δράμα;». Ισως μια κωμωδία θα με ελάφρυνε. Γιατί συνηθίζω να παίρνω τους ρόλους σπίτι μου, να με απασχολούν. Είμαι πολύ περίεργη να δω πώς θα είμαι σε μια τέτοια συνθήκη».
Τις δύο γυναίκες ενώνει πάνω στη σκηνή ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, για τον οποίο μιλούν με λόγια θερμά. «Είναι ένας σκηνοθέτης που αγαπάει τους ηθοποιούς του και τους αναδεικνύει» αναφέρει η Μαρία Καβογιάννη. Για μια «πατρική φιγούρα, για έναν πατέρα σκηνοθέτη, χωρίς ιδιοτροπίες και αυταρχισμούς» κάνει λόγο η Μαρία Κίτσου.
#ΜeΤoo και ελληνικό θέατρο
Η συζήτηση μεταφέρεται αβίαστα στο κίνημα #ΜeΤoo. «Yπήρξα τυχερή τόσο στο θέατρο όσο και στην τηλεόραση» αναφέρει η Μαρία Καβογιάννη. «Δεν έπεσα πάνω σε κακοτοπιές και συνεργασίες που να με στενοχώρησαν. Οσο για το #ΜeΤoo, πιστεύω ότι ναι, θα αλλάξει τα πράγματα στο ελληνικό θέατρο. Είναι σαν να μας δόθηκε ένα βήμα να μιλήσουμε για τις πληγές και να λάβουμε υποστήριξη. Ναι, έγινε μία τομή».
«Το #ΜeΤoo ήταν ό,τι καλύτερο συνέβη στο ελληνικό θέατρο. Για εμένα η ύψιστη μορφή τέχνης είναι η ανθρωπιά. Δεν μπορείς να είσαι μεγάλος καλλιτέχνης, αν δεν είσαι πάνω από όλα καλός άνθρωπος» αναφέρει η Μαρία Κίτσου. «Δεν έχω υποστεί ποτέ σεξουαλική παρενόχληση, αλλά έχω τύχει σε δουλειές που κυριαρχούσε ο αυταρχισμός, ο φόβος, ο χαφιεδισμός και η τρομοκρατία. Προσωπικά, όποτε έτυχα απέναντι σε τέτοιες συμπεριφορές αντέδρασα. Εβαλα αυτούς που έπρεπε να βάλω στη θέση τους. Και κυρίως αυτό που δεν αντέχω είναι η αδικία, όχι τόσο απέναντι σε εμένα, όσο στον άλλον. Δεν μπορώ να χαμηλώσω τα μάτια, να το δεχθώ. Αυτό που φοβάμαι σήμερα είναι μην κοπάσει αυτή η ορμή, αυτό το κύμα. Να τονίσω όμως και κάτι άλλο. Δεν τα ξέραμε όλοι όλα και ο νοών νοείτω. Πώς να ξέρεις τι κάνει ο συνεργάτης σου όταν κλείνει η πόρτα; Εγώ προσωπικά δεν συχνάζω σε καλλιτεχνικούς κύκλους. Δεν έχω φίλους από τον χώρο, έχω κυρίως γνωστούς. Δεν βγαίνω μετά την παράσταση για ποτό. Δεν κάνω πηγαδάκια».
H επόμενη ημέρα λοιπόν στο ελληνικό θέατρο μοιάζει να απασχολεί και τις δύο. «Θα πρέπει να δημιουργηθεί ένας ενιαίος φορέας όπου να μπορεί να απευθυνθεί κάθε εργαζόμενος για να καταγγείλει οποιαδήποτε μορφή κακοποίησης ή παρενόχλησης στον εργασιακό του χώρο, όπως λειτούργησε το ΣΕΗ (σ.σ.: Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών) στον δικό μας» αναφέρει η Μαρία Κίτσου. «Οι άνθρωποι που υφίστανται οποιοδήποτε είδος παρενόχλησης – σεξουαλική, λεκτική, ψυχολογική – να μη φοβούνται να την καταγγείλουν. Γιατί στον δικό μας χώρο, πάλι καλά, τα φώτα αυτή τη στιγμή είναι στραμμένα πάνω. Τι γίνεται όμως στην υπόλοιπη κοινωνία;
Τι κάνει μια κοπέλα που δουλεύει σε ένα catering, για παράδειγμα, και υφίσταται παρενόχληση από τον προϊστάμενό της; Πού έχει να απευθυνθεί; Και τώρα που μιλάμε δεν έχω απαντήσεις, ερωτήματα θέτω».
Κεφάλαιο τηλεόραση
Η Μαρία Καβογιάννη μέχρι πρόσφατα ήταν στους Παξούς για τα γυρίσματα της νέας σειράς του Χριστόφορου Παπακαλιάτη
«Ο δάσκαλος», που θα προβληθεί από την άνοιξη στο ΜEGA. «Bλέπω φανατικά σειρές στο Netflix. Πολλές φορές τις ζηλεύω και λέω μέσα μου: «Eμείς γιατί να μην έχουμε μία τέτοια παραγωγή;». Ε, λοιπόν, ο «Δάσκαλος» δεν έχει να ζηλέψει τίποτα. Ο Χριστόφορος από μόνος του είναι μία εγγύηση ποιότητας. Δεν θέλω να πω πολλά για την υπόθεση. Θα το δείτε. Θα πω μόνο ότι ένας δάσκαλος έρχεται σε ένα νησί για να δημιουργήσει ένα φεστιβάλ μουσικής. Ζήσαμε υπέροχες στιγμές σε αυτόν τον παραδεισένιο τόπο. Οι άνθρωποι μας αγκάλιασαν. Κάναμε γυρίσματα στη Λάκκα. Σε αυτό το σχολείο που είναι χτισμένο πάνω στη θάλασσα. Ερχονταν τα παιδιά από την Κέρκυρα από τη φιλαρμονική με τα βιολιά, τα βιολοντσέλα. Τι ομορφιά, Θεέ μου! Και όλοι οι συνεργάτες εξαιρετικοί, το συνεργείο, όλοι. Η Κλέλια Ανδριολάτου, η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, ο Γιάννης Τσορτέκης, τα δύο νέα παιδιά, ο Γιώργος Μπένος και ο Ορέστης Χαλκιάς, ο Φάνης Μουρατίδης και η Χαρούλα Αλεξίου, αυτή η παλλόμενη ψυχή. Και φυσικά ο Χριστόφορος. Οπως έχω πει, για εμένα ο Χριστόφορος είναι οικογένειά μου».
Την ίδια στιγμή και «Οι Αγριες Μέλισσες» συνεχίζουν για τρίτη σεζόν. «Προχωρήσαμε σε τρίτη σεζόν όχι γιατί τα νούμερα ήταν καλά, αλλά γιατί υπήρχε λόγος. Πότε ξανά καθημερινή δραματική σειρά ασχολήθηκε με την επταετία; Και αυτό είναι κομβικό, ειδικά όταν στην εποχή μας βλέπουμε ότι ο φασισμός ζει και βασιλεύει είτε μέσα από τη Χρυσή Αυγή είτε και με τα υπόλοιπα νεοναζιστικά, ακροδεξιά μορφώματα που ξεπετάγονται συνεχώς» αναφέρει η Μαρία Κίτσου. «Τους σεναριογράφους μας, Μελίνα Τσαμπάνη και Πέτρο Καλκόβαλη, τους καίει να θίξουν φλέγοντα θέματα που απασχολούν την κοινωνία τού σήμερα. Πότε άλλοτε θίχτηκαν στην ελληνική τηλεόραση θέματα όπως η γυναικεία κακοποίηση, η κατάθλιψη, η εξουσία που λαδώνει και τη βγάζει καθαρή; Ξέρεις, υπάρχει πολλή ημιμάθεια. Ακούς απόψεις ότι στην επταετία κοιμόμασταν με τις πόρτες ανοιχτές, ότι γίνονταν έργα. Τρελαίνομαι με αυτά. Τα παιδιά έχουν συνέχεια έναν ιστορικό δίπλα τους και τον συμβουλεύονται για το σενάριο. Και αυτή η επιλογή που κάναμε να θίξουμε τα χρόνια της επταετίας μπορεί να έχει κόστος. Αστειευόμασταν και λέγαμε ότι πρέπει να κοιτάμε πλέον πίσω μας, μπορεί κάποιος να μας περιμένει στη γωνία».
Εφέτος ο ανταγωνισμός στη μυθοπλασία είναι πολύ έντονος. Την απασχολούν τα νούμερα τηλεθέασης; «Οχι, γιατί κάνουμε άλλη δουλειά. Δεν είναι μία καθημερινή σειρά με ένα στόρι που πραγματεύεται έναν έρωτα, ένα έγκλημα κ.τ.λ. Θίγει μια πολύ σκοτεινή περίοδο της Ελλάδας. Δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο αυτή τη στιγμή για να ανταγωνιστούμε. Θα μου πεις, δεν κοιτούσες τα νούμερα γιατί μέχρι πέρυσι παίζατε μόνοι σας. Οχι. Εγώ είμαι τόσο περήφανη για αυτή τη δουλειά! Θεωρώ ότι η τέχνη εκπληρώνει τον σκοπό της. Και ναι, κάνουμε «στρατευμένη» τέχνη, παίρνουμε θέση στα πράγματα, αλλά θέση τεκμηριωμένη. Οσο για τον ανταγωνισμό, είμαι χαρούμενη. Μετά από όλο αυτό που περάσαμε, συνάδελφοι έχουν δουλειά. Διάβασα κάπου ότι έχουμε 33 νέες σειρές. Αυτό μόνο καλό μπορεί να είναι. Οι «Μέλισσες» άνοιξαν τον δρόμο».
Οι πτυχές της αναγνωρισιμότητας
Φεύγοντας από το θέατρο, δύο κυρίες τις σταματούν και τους ζητούν να φωτογραφηθούν μαζί τους. «Οχι, δεν με κουράζει αυτό» λέει η Μαρία Καβογιάννη, «μου αρέσει η επικοινωνία με τον κόσμο. Εχω μπει στο σαλόνι τους μέσω της τηλεόρασης. Τους φαίνομαι οικεία. Παλιά είχα πολλά κρατήματα, ήμουν ένα ντροπαλό παιδί. Και το θέατρο, το άνοιγμα στον κόσμο, λειτούργησε σαν ψυχοθεραπεία, με δυνάμωσε ως άνθρωπο».
«Μόνο ευγνώμων μπορείς να είσαι για την αγάπη του κόσμου» προσθέτει η Μαρία Κίτσου. «Για εμένα το μόνο κόστος της αναγνωρισιμότητας είναι η εκμετάλλευση από συγκεκριμένα περιοδικά, sites και εκπομπές που, συγχωρήστε μου την έκφραση, τα θεωρώ σκουπίδια. Εχω διαβάσει τέρατα για εμένα. Μου έστειλαν εξώφυλλο με τίτλο
«Η μάχη της Κίτσου με τη λευχαιμία» και μέσα το κείμενο έγραφε ότι δεν μπορώ να ξεπεράσω τον θάνατο του πατέρα μου από λευχαιμία. Γίνονται ανθρωποφάγοι για ένα κλικ. Είναι τρομακτικό. Γιατί δεν ξέρει κανείς τι πληγές και τραύματα μπορεί να κουβαλά κανείς και τι αγώνα μπορεί να δίνει για να διαχειριστεί την καθημερινότητά του».
ΙΝFO
«Το τρίτο στεφάνι»: Θέατρο Παλλάς (Βουκουρεστίου 5, Αθήνα), Τετάρτη έως Κυριακή.