Το αμυντικό σύμφωνο της Ελλάδας με τη Γαλλία δεν εξέπληξε τους τούρκους σχολιαστές. Οι παρατηρητές στην Τουρκία ανέμεναν ότι η Αθήνα επεδίωκε την αγορά νέων φρεγατών είτε από τη Γαλλία είτε από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η επίσημη ανακοίνωση της συμφωνίας μεταξύ Παρισιού και Αθήνας δεν μετέβαλε ουσιαστικά τη συναίνεση μεταξύ επιφανών διαμορφωτών γνώμης. Αυτοί συγκλίνουν ότι η συμφωνία είναι μία επιπλέον επιβεβαίωση ότι η Ελλάδα, με την υποστήριξη της Γαλλίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, διαμορφώνει μία ζώνη σύγκρουσης με την Τουρκία. Η επιθυμία αυτού του μετώπου είναι να αποτρέψουν την Τουρκία από τη διασφάλιση των θεμελιωδών εθνικών συμφερόντων της στην Ανατολική Μεσόγειο και πέραν αυτής. Ωστόσο, ο Μετέ Γιαράρ, ένας επιφανής σχολιαστής θεμάτων ασφαλείας, διαβεβαίωνε τους τηλεθεατές ότι η συμφωνία δεν θα μεταβάλει την ισορροπία ισχύος.
Η αγορά των γαλλικών φρεγατών FDI, υποστήριξε, σίγουρα ενισχύει την ικανότητα της Ελλάδας να εντοπίζει και να στοχεύει τουρκικά αεροσκάφη. Τα τουρκικά πολεμικά σκάφη όμως είναι εξοπλισμένα με anti-ship πυραύλους Atmaca, απέναντι στους οποίους οι φρεγάτες θα είναι αβοήθητες. Η επίπτωση της συμφωνίας, κατά την εκτίμησή του, είναι ελάχιστη εξαιτίας του διευρυνόμενου οπλοστασίου του τουρκικού Ναυτικού.
Αφήνοντας στην άκρη, για μία στιγμή, το αν αυτή η εκτίμηση έχει αξία, είναι σίγουρα άξιο να υποβληθεί το ερώτημα αν η (ελληνογαλλική) συμφωνία μεταβάλλει την ισορροπία ισχύος μεταξύ ελληνικού και τουρκικού Ναυτικού. Κάνοντας μία τέτοια εκτίμηση όμως είναι μία κίνηση γεμάτη αβεβαιότητα. Οπως είναι σήμερα τα πράγματα, η γαλλική Naval Group δεν πρόκειται να παραδώσει τα πλοία πριν από το 2025. Η ίδια η φρεγάτα δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί στη θάλασσα, ένα γεγονός που ίσως οδηγήσει σε καθυστερήσεις. Η εκπαίδευση του ελληνικού προσωπικού επί του σκάφους εξαρτάται επίσης από την παράδοση της πρώτης FDI στο γαλλικό Ναυτικό και η οποία δεν θα ενσωματωθεί στον γαλλικό στόλο πριν από το 2023 το ταχύτερο. Αλλα ζητήματα μπορεί επίσης να παρέμβουν, συμπεριλαμβανομένων αλλαγών στη γαλλική εξωτερική πολιτική μετά τις προεδρικές εκλογές του επόμενου έτους. Σε αυτό το σημείο λοιπόν είναι υποθετικό να μιλάμε για την πραγματική συνεισφορά των πλοίων στο ελληνικό Ναυτικό.
Η ανανέωση του τουρκικού Ναυτικού, αντιθέτως, προχωράει καλά εδώ και χρόνια. Κατά την τελευταία δεκαετία, ο τουρκικός στόλος έχει καλωσορίσει τέσσερις κορβέτες πολλαπλών ρόλων σε κανονική υπηρεσία. Ενας εξελιγμένος τύπος αυτών των σκαφών, η «Istanbul», όπως και το «Anadolu», το πρώτο αεροπλανοφόρο της χώρας, σχεδιάζεται να ενταχθούν σε υπηρεσία εντός της επόμενης διετίας. Συμπληρωματικά σε αυτές τις εξελίξεις υπάρχουν σχέδια για νέα ραντάρ και οπλικά συστήματα, εγχώριας παραγωγής, ώστε να τοποθετηθούν στα πλοία. Επί χάρτου, η λογική θα έλεγε ότι το ελληνικό Ναυτικό είναι ο πιο αδύναμος αντίπαλος. Ωστόσο, υπάρχουν λόγοι να είναι κανείς σκεπτικός με τις τουρκικές προόδους.
Κάθε εκτίμηση για το Ναυτικό της Τουρκίας πάντως θα πρέπει να αντιπαραβάλλεται με τις πραγματικότητες του περιβάλλοντος που επικρατεί στα μέσα ενημέρωσης της χώρας. Είναι ιδιαίτερα δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να βρεθούν εκφράσεις αναλυτικής αμφιβολίας ή κριτικής στις ειδήσεις σχετικά με την αμυντική βιομηχανία της χώρας. Το σκάφος «Anadolu» π.χ. ήταν αρχικά η σύλληψη μιας πλατφόρμας που θα χρησιμοποιείτο για τη χρήση προηγμένων μαχητικών αεροσκαφών F-35. Οταν η Ουάσιγκτον ακύρωσε το συμβόλαιο της Τουρκίας για τα F-35, οι επικεφαλής της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας παρέμειναν εξαιρετικά αισιόδοξοι, επιμένοντας ότι είτε τα drones είτε το εγχώριας παραγωγής μαχητικό αεροσκάφος θα πάρουν τη θέση τους. Είναι ασαφές πόσο εφικτές είναι αυτές οι επιλογές. Τα σχέδια για αυτά τα αεροσκάφη παραμένουν στο επίπεδο του σχεδιασμού και τα χρονοδιαγράμματα παράδοσης είναι, τουλάχιστον, προϊόν σπέκουλας. Ωστόσο, οι αναλυτές στην τηλεόραση και στον γραπτό Τύπο εξακολουθούν να μιλούν για το μέλλον του «Anadolu» με βεβαιότητα και πίστη. Αυτή η κρίσιμη έλλειψη αβεβαιότητας γεννά το ερώτημα πόσο επιτυχές ή αποτελεσματικό έχει υπάρξει το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της Τουρκίας.
Αλλοι παράγοντες πρέπει επίσης να συνυπολογιστούν. Σίγουρα, ο τουρκικός στρατός διατηρεί, συγκριτικά, περισσότερα αεροσκάφη, πλοία και άνδρες. Είναι όμως μία εντελώς διαφορετική ιστορία πόση εμπιστοσύνη μπορεί κάποιος να έχει για την ετοιμότητα αυτών των δυνάμεων. Από την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, κυκλοφορούν ειδήσεις για την έλλειψη υποστηρικτικού προσωπικού στους κόλπους του στρατεύματος. Η κατάσταση του ηθικού των Ενόπλων Δυνάμεων προκαλεί επίσης ερωτηματικά. Σε συνδυασμό με τις παραιτήσεις υψηλόβαθμων και τις υποχρεωτικές αποστρατείες, οι αξιωματικοί εξακολουθούν να διώκονται με την υποψία ότι είναι γκιουλενιστές. Παρά την εγχώρια κατασκευή τους, τα νεότερα τουρκικά πολεμικά πλοία εξακολουθούν να φέρουν τεχνολογία κατασκευασμένη στην Αμερική και επομένως υπόκεινται σε πιθανές κυρώσεις με βάση την αμερικανική νομοθεσία. Τελευταίο, αλλά σε καμία περίπτωση λιγότερο σημαντικό, το τουρκικό Ναυτικό πρέπει επίσης να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι διαθέτει πλοία κοντά σε ηλικία απόσυρσης. Το επιχειρησιακό μέλλον των οκτώ γηραιών φρεγατών κλάσης Perry, καθεμία εκ των οποίων είναι περίπου 40 ετών, είναι αβέβαιο.
Αυτοί, όπως και άλλοι παράγοντες, αποτελούν ζητήματα που ίσως ελαχιστοποιούν την ισχύ του τουρκικού Ναυτικού. Ωστόσο, δεν είναι πιθανό ότι αυτά τα ζητήματα θα αποτρέψουν μία κλιμάκωση των εντάσεων στο εγγύς ή μακρινό μέλλον. Η διπλωματική ισχύς της Ελλάδας, συγκρινόμενη με τη σχετική απομόνωση της Τουρκίας, εξακολουθεί να αποτελεί το αποτελεσματικότερο όπλο του ελληνικού οπλοστασίου.
*Ο κ. Ράιαν Γκίνγκρας είναι καθηγητής στο Τμήμα Εθνικής Ασφαλείας του Naval Postgraduate School των Ηνωμένων Πολιτειών.