Στον «πυρετό» της ενεργειακής κρίσης, που ολοένα και βαθαίνει, ο φόβος και η ανησυχία για το αυξανόμενο κόστος σε φυσικό αέριο, ρεύμα και καύσιμα, αλλά και για την ασφάλεια εφοδιασμού της χώρας, έχουν κινητοποιήσει κυβέρνηση, διαχειριστές δικτύων και εταιρείες του κλάδου. Tα επιτελεία των υπουργείων Οικονομικών και Ενέργειας βρίσκονται σε εγρήγορση για την ανάσχεση του ενεργειακής λαίλαπας που «θρέφει» τον πληθωρισμό.
Οι επιπτώσεις για νοικοκυριά και βιομηχανία είναι κατακλυσμιαίες. Την Παρασκευή ξεκίνησε η περίοδος διανομής πετρελαίου θέρμανσης, με τιμές περίπου 45% υψηλότερες από πέρυσι (πάνω από 1,13 ευρώ).
Την ίδια μέρα η χονδρεμπορική τιμή ρεύματος ξεπέρασε τα 210 ευρώ ανά μεγαβατώρα, ενώ όλη την προηγούμενη εβδομάδα κινούνταν πάνω από τα 200 ευρώ. Σε επίπεδα-ρεκόρ συνεχίζει και το ράλι της τιμής του φυσικού αερίου. Ηδη οι καταναλωτές λαμβάνουν φουσκωμένους λογαριασμούς ενέργειας, ενώ η βιομηχανία βρίσκεται αντιμέτωπη με επιβάρυνση 20% έως 40% στο κόστος παραγωγής.
Μόνιμες λύσεις
Η κυβέρνηση κινείται πάνω στη γραμμή που χάραξε η Κομισιόν, η οποία έδωσε το πράσινο φως για την προσωρινή άμβλυνση των επιπτώσεων της ενεργειακής φτώχειας με κονδύλια από τα έσοδα των δημοπρασιών δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων. Ετσι, όπως υποστήριξε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Κώστας Σκρέκας σε δημόσια τοποθέτησή του την περασμένη Τετάρτη, πέρα από τα μέτρα για τα νοικοκυριά (επιδότηση τιμολογίων ρεύματος με 18 ευρώ τον μήνα, διεύρυνση των επιδομάτων θέρμανσης και έκπτωση 15%, μέσω της ΔΕΠΑ, στο φυσικό αέριο θέρμανσης) προετοιμάζει μόνιμες λύσεις και για επαγγελματίες ώστε να γίνουν ανθεκτικές οι επιχειρήσεις κατά την ενεργειακή μετάβαση.
Στο μέτωπο της ενεργειακής επάρκειας, ήδη η ΔΕΗ άνοιξε όλα τα «σφραγισμένα» λιγνιτωρυχεία της και ξεκίνησε και πάλι την εξόρυξη προκειμένου να διασφαλίσει ότι υπάρχει αρκετό… κάρβουνο για να τροφοδοτήσει όλους τους λιγνιτικούς σταθμούς παραγωγής ρεύματος, ακόμη και εκείνους που έκλεισαν βάσει του προγράμματος απολιγνιτοποίησης.
Στα ορυχεία
Ειδικότερα, όπως αναφέρει στο «Βήμα» ανώτατο στέλεχος της επιχείρησης, εκσκαφείς, ταινιόδρομοι και άλλα μηχανήματα που εδώ και εννέα μήνες υπολειτουργούσαν, συντηρήθηκαν, επιδιορθώθηκαν και πήραν μπρος στα τρία ορυχεία Νοτίου Πεδίου, Καρδιάς και Αμυνταίου του λιγνιτικού κέντρου Πτολεμαΐδας. Σε λειτουργία βρίσκονται οι λιγνιτικές μονάδες παραγωγής ρεύματος της Μεγαλόπολης (4 και η 3 ανάλογα με τις ανάγκες), του Αγίου Δημητρίου και ο σταθμός της Μελίτης.
«Η λιγνιτική παραγωγή σήμερα είναι φθηνότερη από εκείνη του φυσικού αερίου, οπότε συμφέρει την επιχείρηση να τη ρίχνει στην αγορά. Παράλληλα, η ΔΕΗ είναι έτοιμη εν όψει της χειμερινής περιόδου να τις βάλει να δουλέψουν στο φουλ για να καλύψουν τυχόν υψηλή ζήτηση» τονίζει η ίδια πηγή, υποστηρίζοντας ότι κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει, εάν χρειαστεί, να ξανανάψουν και τα «φουγάρα» των δύο μονάδων της Καρδιάς (3 και 4).
«Πλέον τα δεδομένα έχουν αντιστραφεί. Η παραγωγή μιας μεγαβατώρας από λιγνίτη κοστίζει περίπου 120 ευρώ και από φυσικό αέριο περί τα 210 ευρώ. Από αυτές τις τιμές το κόστος των ρύπων φτάνει τα 90 ευρώ για τη λιγνιτική μεγαβατώρα και τα 25 ευρώ για εκείνη που παράγεται από αέριο» επισημαίνει στέλεχος της ΔΕΗ.
Ράλι στο αέριο
Οσον αφορά το φυσικό αέριο, παρά το ράλι των τιμών θεωρείται δεδομένη η ασφάλεια εφοδιασμού της χώρας για τους επόμενους μήνες. «Μπορεί να ζοριστούμε σε μια κορύφωση της ζήτησης, αλλά μπορούμε να το χειριστούμε. Δεν θεωρώ ότι θα αντιμετωπίσουμε ζητήματα επάρκειας. Η ΔΕΠΑ έχει μακροχρόνιες συμβάσεις προμήθειας αερίου, όπως και οι άλλοι ενεργειακοί όμιλοι, ενώ προμηθεύονται και σημαντικές ποσότητες LNG» υποστηρίζει παράγοντας του ενεργειακού επιτελείου της κυβέρνησης.
Ειδικότερα, η σύμβαση της ΔΕΠΑ με τη ρωσική Gazprom εξασφαλίζει τον εφοδιασμό της ελληνικής αγοράς με 2 δισ. κυβικά μέτρα (m3) φυσικού αερίου σε ετήσια βάση έως το 2026. Επίσης, μέσω του αγωγού TAP προμηθεύεται 1 δισ. m3 αζέρικου αερίου και 0,5 δισ. m3 από την τουρκική Botas, με την οποία η σύμβαση λήγει στο τέλος του έτους και πρέπει να ανανεωθεί από το 2022. Επίσης, η δημόσια επιχείρηση αερίου εισάγει και φορτία LNG (0,5 με 1 δισ. m3).
Η ΔΕΠΑ υπολογίζεται ότι καλύπτει περίπου το 60% της ελληνικής αγοράς. Το υπόλοιπο ποσοστό καλύπτεται από ιδιώτες καταναλωτές ή προμηθευτές οι οποίοι εισάγουν μέσω αγωγών περίπου 1,5 δισ. m3, αλλά και μεγάλες ποσότητες LNG (περί το 3,64 εκατ. m3 υγροποιημένου αερίου για εφέτος). Μόνο το διάστημα από τις αρχές Οκτωβρίου έως το τέλος του έτους αναμένονται άλλα εννέα φορτία LNG στη Ρεβυθούσα.
Το Green Deal
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον κ. Σκρέκα η χώρα παραμένει πιστή στο Green Deal, θέτοντας υψηλούς στόχους διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα και προώθησης έργων αποθήκευσης ενέργειας και φυσικού αερίου. Αλλωστε, όπως επεσήμανε και η επίτροπος Ενέργειας Κάντρι Σίμσον κατά την παρουσίαση της εργαλειοθήκης για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, τα μέτρα δεν θα πρέπει να υπονομεύουν το Green Deal, ενώ προανήγγειλε ότι στο τέλος του έτους θα παρουσιαστούν προτάσεις ώστε η ΕΕ να οχυρωθεί με περισσότερες ΑΠΕ και αποθήκευση απέναντι σε νέες ενεργειακές κρίσεις.
Πάντως, στελέχη του επιχειρηματικού κόσμου, αν και αναγνωρίζουν πως η πράσινη μετάβαση αποτελεί μονόδρομο, εντοπίζουν τα βαθύτερα αίτια της κρίσης στις λάθος τακτικές της ΕΕ όσον αφορά την ενεργειακή μετάβαση, στην εξάρτησή της από το εισαγόμενο φυσικό αέριο, αλλά και στην αρρύθμιστη ενεργειακή αγορά, η οποία λειτουργεί με μεγάλες στρεβλώσεις.