Ελάχιστα γνωρίζουν οι σημερινοί Γερμανοί για τα όσα έγιναν στη Σερβία στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κι όμως, από την επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας στο «Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας» στις 6 Απριλίου 1941 μέχρι την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων το 1994/45, είχαν σταθμεύσει στη χώρα αυτή εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες. Συνολικά 719 οικισμοί στη Σερβία διατηρούν μέχρι σήμερα στρατιωτικά νεκροταφεία, στα οποία έχουν θαφτεί περισσότεροι από 15.400 Γερμανοί. Αμέτρητοι είναι όμως και οι τάφοι των Σέρβων, των Εβραίων ή των Ρομά που μαρτυρούν τα εγκλήματα των κατοχικών δυνάμεων. Οι περισσότεροι ήταν αγωνιστές της αντίστασης. Τουλάχιστον 80.000 ήταν όμως οι άμαχοι που εκτελέστηκαν στα πλαίσια «αντιποίνων» από τη Βέρμαχτ ή τις μονάδες των SS.
Ήδη τον Απρίλιο του 1941, λίγο μετά την εισβολή στη Γιουγκοσλαβία, οι γερμανοί επιτελείς διέταζαν τους στρατιώτες τους να απαγάγουν, ως ομήρους, αμάχους από όλα τα κοινωνικά στρώματα, με σκοπό να δυσχεράνουν «τον σχηματισμό ληστοσυμμοριών». Για κάθε γερμανό στρατιώτη που θα σκότωναν οι παρτιζάνοι, «η διαταγή ήταν να εκτελούνται χωρίς έλεος εκατό άμαχοι, κατά προτίμηση γνωστές προσωπικότητες της περιοχής και οι συγγενείς τους» λέει στην Deutsche Welle η γερμανίδα ιστορικός Μαρί Ζανίν Κάλιτς. «Για κάθε τραυματία η διαταγή προέβλεπε την εκτέλεση πενήντα αμάχων».
Εκδίκηση για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο;
Στο Κραγκούγεβατς οι άμαχοι χωρίζονται σε ομάδες, πριν εκτελεστούν
Από την αρχή, η κατοχική δύναμη στη Σερβία επέδειξε ιδιαίτερη σκληρότητα. Αποτέλεσμα ήταν να σχηματιστεί, ήδη από το καλοκαίρι του 1941, ένα ευρύ αλλά ετερόκλητο μέτωπο αντιστασιακών δυνάμεων, από τους κομμουνιστές παρτιζάνους μέχρι τους εθνικιστές τσέτνικ, η δραστηριότητα των οποίων προκαλούσε νέα «αντίποινα». Θέλοντας να εξασφαλίσει τον πλήρη έλεγχο στα Βαλκάνια ο Χϊτλερ έστειλε στη Σερβία τον Σεπτέμβριο του 1941 τον στρατηγό Φραντς Μπέμε, έναν Αυστριακό, ο οποίος είχε τη φήμη ενός ιδιαίτερα σκληρού στρατιωτικού. Εκείνος συγκέντρωσε τους στρατιώτες του- Αυστριακοί οι περισσότεροι- για να τους θυμίσει τον αγώνα κατά της Σερβίας στον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Θα εκδικηθείτε για τους νεκρούς συντρόφους σας από το 1914, για εκείνους που βρήκαν τραγικό θάνατο σε αυτά εδώ τα εδάφη», τους έλεγε. Μιλώντας σε ντοκυμανταίρ της αυστριακής τηλεόρασης (ORF) ο πολιτικός επιστήμων Βάλτερ Μάνοσεκ επισημαίνει: «Ελάχιστοι θυμούνται σήμερα τα εγκλήματα που είχε διαπράξει ο στρατός της Αυστροουγγαρίας στη Σερβία στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε κάθε δέντρο είχαν κρεμάσει από έναν Σέρβο. Κι όμως, έχασαν τον πόλεμο…»
Για τον Μπέμε και άλλους αξιωματικούς που είχαν υπηρετήσει στον στρατό της Αυστροουγγαρίας η ήττα ήταν ένα τραύμα «το οποίο έπρεπε να διορθωθεί, με όλα τα μέσα». Μία ιδιαίτερα κτηνώδης «επιχείρηση αντιποίνων» έγινε στις 21 Οκτωβρίου στη σερβική πόλη Κραγκούγιεβατς. Είχε προηγηθεί, πριν λίγες ημέρες, μάχη των στρατιωτών της Βέρμαχτ με Παρτιζάνους, στην οποία σκοτώθηκαν 10 γερμανοί στρατιώτες, ενώ άλλοι 26 τραυματίστηκαν. Σύμφωνα με τις διαταγές θα εκτελούνταν 2.300 Σέρβοι, Εβραίοι και Ρομά.
Τα απάνθρωπα αντίποινα στο Κραγκούγεβατς
Μία έκθεση προς τιμήν των θυμάτων του Κραγκούγεβατς έγινε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ το 2011
Οι δολοφονίες άρχισαν από την Κυριακή 19 Οκτωβρίου στα χωριά γύρω από το Κρακγούγεβατς, τα οποία οι Γερμανοί αποκαλούσαν «φωλιές των ανταρτών». 415 άνθρωποι έπεσαν νεκροί από τα πυρά της Βέρμαχτ. Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Τη Δευτέρα 20 Οκτωβρίου οι κατοχικές δυνάμεις συγκέντρωσαν 5.000 άτομα από όλα τα στρώματα του πληθυσμού. Τους μάζεψαν τυχαία από τα χωράφια, από τις δουλειές τους, από τα σπίτια τους. Μεταξύ των ομήρων ήταν και 300 μαθητές, αγόρια 12 έως 18 ετών, μαζί με τους δασκάλους τους. Σε αυτούς προστέθηκαν πολλά παιδιά Ρομά. Τα περισσότερα δούλευαν στους δρόμους ως γυαλιστές παπουτσιών, αλλά είχαν αρνηθεί να καθαρίσουν τις μπότες των στρατιωτών της Βέρμαχτ.
Σχεδόν κανείς δεν προσπάθησε να διαφύγει. ‘Οχι μόνο γιατί φοβήθηκαν μην υποστούν περισσότερα αντίποινα οι συγγενείς τους, αλλά και γιατί οι γερμανοί στρατιώτες τους διαβεβαίωναν ότι «πρόκειται απλώς για μία ανταλλαγή εγγράφων και ταυτοτήτων». Στις 20 Οκτωβρίου, στις 6 το απόγευμα, εκτελέστηκαν οι πρώτοι 123 άμαχοι. Μόλις δέκα επέζησαν από τη σφαγή, ένας από αυτούς κατέθεσε ως μάρτυρας το 1947 στη Δίκη της Νυρεμβέργης για τα εγκλήματα πολέμου του ναζιστικού καθεστώτος.
«Μίρα, να μου φιλήσεις τα παιδιά»
Το Πάρκο Μνήμης Σουμάριτσε φιλοξενεί ένα μουσείο για τις εκτελέσεις που έγιναν το 1941
Κάποιοι από τους πιο ηλικιωμένους, που γρήγορα κατάλαβαν τι τους περιμένει, άρχισαν να ψάχνουν ένα κομμάτι χαρτί για να αφήσουν μήνυμα στους αγαπημένους τους. Έχουν βρεθεί 42 σημειώματα αποχαιρετισμού. Σε ένα από αυτά διαβάζουμε: «Μίρα, να μου φιλήσεις τα παιδιά. Παιδιά, να ακούτε τη μαμά σας. Να προσέχετε τον εαυτό σας, Λάζα. Στο επανιδείν, για πάντα». Ένα άλλο σημείωμα γράφει μόνο «μη στείλετε ψωμί αύριο…» Την Τρίτη, 21 Οκτωβρίου, οι στρατιώτες της Βέρμαχτ άρχισαν να μοιράζουν σε ομάδες και να εκτελούν τους ομήρους, από τις επτά το πρωί. Τελείωσαν στις δύο το μεσημέρι. Είχαν σκοτώσει 2.264 ανθρώπους. Περίπου 200 όμηροι κρατήθηκαν για μερικές μέρες ακόμη για να ανοίξουν τάφους και να θάψουν τους νεκρούς. Οι υπόλοιποι γύρισαν στα σπίτια τους.
Σχεδόν ταυτόχρονα στρατιώτες της Βέρμαχτ, μαζί με Σέρβους συνεργάτες τους, μπήκαν στο Κράλιεβο, σε απόσταση 50 χιλιομέτρων, όπου σκότωσαν άλλους 1.700 αμάχους. Στο βιβλίο της «Τίτο, ο αιώνιος παρτιζάνος» η ιστορικός Μαρί Ζανίν Κάλιτς παραθέτει τη μαρτυρία ενός επιζώντος: «Κυνήγησαν όλους τους άνδρες στον δρόμο, από παιδιά δεκατεσσάρων χρονών μέχρι τους πιο ηλικιωμένους, εξηντάχρονους, ακόμη και μεγαλύτερους. Με τα χέρια πίσω από το κεφάλι οδηγήθηκαν στην αποθήκη ενός εργοστασίου τρένων». Οι άνδρες άνοιξαν τάφους στη συνέχεια τους εκτέλεσαν μπροστά σε αυτούς τους τάφους». Υπολογίζεται ότι από τον Απρίλιο μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου 1941 είχαν εκτελεστεί έως και 30.000 άμαχοι.
Δικαίωση για την μνήμη των θυμάτων;
Έγγραφα και προσωπικά αντικείμενα στο μουσείο του Κραγκούγεβατς
Τα εγκλήματα αυτά δεν τιμωρήθηκαν όπως έπρεπε. Ακόμη και στους στρατηγούς που σχεδίασαν την επίθεση κατά της Γιουγκοσλαβίας το 1941 και κλήθηκαν να λογοδοτήσουν στη Νυρεμβέργη, επιβλήθηκαν ήπιες ποινές. Κανείς δεν έμεινε στη φυλακή περισσότερα από πέντε χρόνια. Στο Βελιγράδι κάποιοι Γερμανοί στρατιωτικοί και επιτελείς των SS πέρασαν από δίκη και εκτελέστηκαν. Ο στρατηγός Φραντς Μπέμε αυτοκτόνησε στη Νυρεμβέργη πριν καταθέσει για τα εγκλήματα πολέμου, πηδώντας στο κενό από το κελί του.
Στη Σερβία κανείς δεν έχει ξεχάσει τα εγκλήματα αυτά. Σχεδόν κάθε οικογένεια έχει χάσει έναν δικό της άνθρωπο. Στο Κραγκούγεβατς, όπου έγιναν οι περισσότερες εκτελέσεις, το «Πάρκο Μνήμης Σουμάριτσε» φιλοξενεί κάθε χρόνο, από το 1971, την κεντρική εκδήλωση για τα θύματα των μαζικών εκτελέσεων. Πολιτικές ομιλίες δεν εκφωνούνται, επιτρέπονται μόνο πολιτιστικές εκδηλώσεις, ενώ κάθε χρόνο ακούγεται το «Ματωμένο Παραμύθι», που έχει γράψει η εθνική ποιήτρια της Σερβίας Ντεσάνκα Μαξίμοβιτς.
Η Μαρί Ζανίν Κάλιτς επισημαίνει ότι στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο «η Γιουγκοσλαβία μέτρησε συνολικά ένα εκατομμύριο νεκρούς, δηλαδή όσους η Αγγλία, η Γαλλία και η Ιταλία μαζί. Άλλοι τόσοι χάθηκαν για τους πιο ετερόκλητους λόγους, άλλοι εκτοπίστηκαν, άλλοι μετανάστευσαν…» Σύμφωνα με υπολογισμούς των συμμάχων στο τέλος του πολέμου η Γιουγκοσλαβία είχε υποστεί ζημίες ύψους εννέα δισεκατομμυρίων δολαρίων. Για πολλά χρόνια καμία γερμανική κυβέρνηση δεν ήθελε να ζητήσει συγγνώμη, πόσο μάλλον να καταβάλει αποζημιώσεις. Το 1968 ο Τίτο και ο Βίλλυ Μπραντ, ως υπουργός Εξωτερικών της Δυτικής Γερμανίας την εποχή εκείνη, συμφώνησαν να διευθετήσουν το ζήτημα των αποζημιώσεων μέσω «μακροχρόνιας συνεργασίας». Η Ομοσπονδιακή Γερμανία παραχώρησε δάνεια ύψους ενός δισεκατομμυρίου μάρκων στην ενιαία, τότε, Γιουγκοσλαβία. «Ήταν μία εκπλήρωση χρέους, η οποία δεν συνοδευόταν από μία ομολογία ενοχής», σημειώνει η ιστορικός Μαρί Ζανίν Κάλιτς.
Ντιγιάνα Ρόσιτς
Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου