«Ανακοινώνουμε στον κόσμο ότι ο Καντάφι σκοτώθηκε στα χέρια της επανάστασης. Είναι το τέλος της τυραννίας και της δικτατορίας στη Λιβύη», ήταν η αισιόδοξη δήλωση που έκανε ο αντιπρόεδρος του Εθνικού Μεταβατικού Συμβουλίου της Λιβύης Αμπντέλ Χαφέζ Γκόγκα, ανακοινώνοντας τον θάνατο του Μουαμάρ αλ Καντάφι πριν από δέκα χρόνια, στις 20 Οκτωβρίου 2011. Μερικούς μήνες νωρίτερα, τον Φεβρουάριο του 2011, οι Λίβυοι ξεσηκώθηκαν εναντίον του καθεστώτος και του ηγέτη του, ο οποίος κατέλαβε την εξουσία μετά από πραξικόπημα το 1969.
Οι αντάρτες είχαν ισχυρούς συμμάχους: τον Μάρτιο τα Ηνωμένα Έθνη έδωσαν τη συγκατάθεσή τους για μια στρατιωτική επιχείρηση. Αυτή η απόφαση αποσκοπούσε κυρίως στην προστασία του άμαχου πληθυσμού. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ συνέβαλαν σημαντικά στην αποδυνάμωση του δικτάτορα.
Το αιματηρό τέλος
Μετά από μήνες φυγής, κρύφτηκε στη γενέτειρά του, στη Σύρτη, η οποία βρίσκεται στα βόρεια της χώρας – περίπου 450 χιλιόμετρα ανατολικά της Τρίπολης. Περιτριγυρισμένος από αντιπάλους, ο «επαναστάτης ηγέτης», γνωστός για τις εκκεντρικές εμφανίσεις του, προσπάθησε να διαφύγει μέσω αγωγών αποχέτευσης, αλλά εντοπίστηκε από άντρες της μεταβατικής ηγεσίας, οι οποίοι τον σκότωσαν. Η φωτογραφία του αιματοβαμμένου πτώματος έκανε τότε τον γύρο του κόσμου.
Η δυσαρέσκεια μεγάλου τμήματος του πληθυσμού από το καθεστώς Καντάφι οφειλόταν σε οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους, όπως η αύξηση των τιμών των τροφίμων και η εξαιρετικά υψηλή ανεργία των νέων, επισημαίνει η Χάγκερ Άλι, ερευνήτρια και ειδικός σε θέματα που αφορούν τη Λιβύη στο Ινστιτούτο GIGA του Αμβούργου. Ωστόσο, υπήρξαν και εκκλήσεις για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και αναγνώριση των σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της σφαγής του 1996 στη φυλακή Αμπού Σαλίμ στην Τρίπολη, κατά την οποία σκοτώθηκαν μεταξύ 1.200 και 1.700 κρατουμένοι. «Πρόκειται για ένα έγκλημα που χαρακτήρισε την εποχή Καντάφι», τονίζει η Χάγκερ Αλί.
Οι ελπίδες για μια νέα αρχή
Οι ελπίδες για ένα νέο ξεκίνημα ήταν μεγάλες, αλλά ακόμη και τότε δεν έλειπαν οι προειδοποιήσεις. Ο τότε Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν δήλωσε πως «ο δρόμος για τη Λιβύη και τον λαό της της θα είναι δύσκολος και γεμάτος προκλήσεις», προειδοποιώντας ότι απαραίτητη για το μέλλον της χώρας είναι η εθνική ενότητα και συμφιλίωση – κάτι που παρέμεινε στους ευσεβείς πόθους. Η αναταραχές της εξέγερσης κορυφώθηκαν με τον εμφύλιο πόλεμο το 2014.
«Οι αιτίες του βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό στις ισορροπίες που είχε δημιουργήσει ο Καντάφι», επισημαίνει η Χάγκερ Άλι. Πράγματι, μια από τις μεγαλύτερες ανησυχίες του Καντάφι ήταν αυτή μιας στρατιωτικής εξέγερσης. Η στρατηγική προστασίας του συνίστατο στη διατήρηση καλών σχέσεων με υψηλόβαθμους και την τοποθέτησή τους -μαζί με άλλα μέλη της οικογένειας- σε στρατηγικά σημαντικές θέσεις.
Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, οι διάφορες ομάδες ενώθηκαν για λίγο χάρη στην επιθυμία ανατροπής του Καντάφι. Αλλά μετά την πτώση του, οι συμμαχίες αυτές διαλύθηκαν. «Αυτό συνέβη επίσης και εξαιτίας της έλλειψης μίας λειτουργικής πολιτικής αρένας, στην οποία οι διαφορές θα μπορούσαν να επιλυθούν και να γίνουν διαπραγματεύσεις», επισημαίνει τέλος η Άλι. Αλλά η εθνική ενότητα δεν επιτεύχθηκε ούτε μετά από τις πολλαπλές εκλογές.
Η πολιτική αποτυχία και τα άλυτα προβλήματα
Ως αποτέλεσμα, η Λιβύη ήρθε αντιμέτωπη με την κλασική μοίρα που έχουν τα «αποτυχημένα κράτη» (failed state): η κρατική εξουσία κατέρρευσε. Πολύ σύντομα υπήρχαν δύο κυβερνήσεις: η μία στην πρωτεύουσα Τρίπολη και η άλλη στην παράκτια πόλη Τομπρούκ, στα ανατολικά της χώρας. Προκειμένου να προστατεύσουν ή να επιβάλουν τα συμφέροντά τους, όλο και περισσότεροι ξένοι παράγοντες επενέβησαν στον εμφύλιο πόλεμο, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, της Τουρκίας, της Αιγύπτου και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ). Στρατεύματα μισθοφόρων που χρηματοδοτούνται από ξένα κράτη παραμένουν σε περιοχές της χώρας μέχρι και σήμερα.
Πολλά από τα προβλήματα της χώρας παραμένουν άλυτα, σύμφωνα με την Χάγκερ Άλι, και μία από τις θεμελιώδεις προκλήσεις μιας μελλοντικής κυβέρνησης θα είναι ο έλεγχος του στρατού και των άλλων ενόπλων δυνάμεων. «Ελλοχεύει ο κίνδυνος οι ένοπλες δυνάμεις να μην μπορούν να τεθούν υπό έλεγχο ή αυτός να μην είναι επαρκής και αυτές να μην υπακούουν στις εντολές», λέει η ερευνήτρια. Επιπλέον, εξακολουθούν να υπάρχουν αρκετές ένοπλες ομάδες που ενδεχομένως να αγνοήσουν οποιοδήποτε εκλογικό αποτέλεσμα. Ακόμη και δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του Καντάφι, η δημοκρατία, η σταθερότητα και η ανεξαρτησία από τις εξωτερικές δυνάμεις παραμένουν ένα μάλλον μακρινό όνειρο για το μέλλον της Λιβύης.
Κέρστεν Κνιπ
Επιμέλεια: Χρύσα Βαχτσεβάνου