Θα μας προστατεύσουν οι ΗΠΑ (Ην. Πολιτείες); Η υπογραφή της νέας Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (Mutual Defence Cooperation Agreement – MDCA) για μία πενταετία (και όχι μονοετούς διάρκειας όπως είναι η τρέχουσα συμφωνία – 2019), όπως ακριβώς επεδίωκε η Ουάσιγκτον, αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη. Η αμερικανική πλευρά είχε μάλιστα αφήσει να εννοηθεί ότι θα ήθελε και διάρκεια της Συμφωνίας εις το διηνεκές, κάτι που φυσικά δεν μπορούσε να αποδεχθεί η Αθήνα. Η νέα Συμφωνία εκτός από τη μακρύτερη διάρκεια ισχύος έχει και ευρύτερο πεδίο εφαρμογής, με νέες γεωγραφικές τοποθεσίες.
Η ελληνική πλευρά και μέρος του επικοινωνιακού συστήματος παρουσιάζει την υπογραφή της νέας πενταετούς συμφωνίας ως εξέλιξη αποφασιστικής θωράκισης της χώρας απέναντι στην Τουρκία – ως εάν η Συμφωνία να έχει ως κύριο στόχο, να στρέφεται αποκλειστικά εναντίον της Τουρκίας – που μαζί με την πρόσφατη Ελληνογαλλική Συμφωνία Στρατηγικής Συνεργασίας εξασφαλίζουν στέρεα στην Ελλάδα την κυριαρχία και ανεξαρτησία της. Η ελληνική πλευρά στηρίζει το επιχείρημά της αυτό και στην επιστολή του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Ant. Blinken που συνοδεύει τη Συμφωνία, κατά το προηγούμενο της επιστολής που έστειλε τον Ιανουάριο 2020 ο τότε υπουργός Εξωτερικών M. Pompeo στον έλληνα πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη. Η επιστολή Pompeo δεν διελάμβανε όμως καμία ρητή, ξεκάθαρη και κατηγορηματική δέσμευση ότι οι ΗΠΑ θα παρέμβουν προκειμένου να στηρίξουν την Ελλάδα σε περίπτωση σύγκρουσης (ο μη γένοιτο) με την Τουρκία. Απλώς η επιστολή αυτή έλεγε:
«Οι ΗΠΑ παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις στην περιοχή και πιστεύουν ακράδαντα ότι όσοι έχουν συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο θα πρέπει να αναζητήσουν λύσεις με ειρηνικά μέσα που να συμβαδίζουν με το άρθρο 33 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και να απέχουν από κάθε πράξη ή διακήρυξη που μπορεί να είναι προκλητική. Δεν χρειαζόμαστε κλιμάκωση της έντασης στην περιοχή, αλλά ειλικρινή διάλογο που οδηγεί σε αποτελέσματα που σέβονται το διεθνές δίκαιο».
Ωραία, διπλωματική, χρήσιμη γλώσσα, αλλά τίποτα περισσότερο πέραν αυτού. Καμία συγκεκριμένη δέσμευση για παρέμβαση. Αντίθετα, η επιστολή που έστειλε τον Απρίλιο 1976 ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χ. Κίσινγκερ στον έλληνα ομόλογό του Δ. Μπίτσιο (σε απάντηση επιστολής με σχετικά αιτήματα του τελευταίου) περιείχε πολύ συγκεκριμένη δέσμευση αφού ειδικότερα τόνιζε:
«Εχουμε εκδηλώσει και προηγουμένως την πεποίθησή μας ότι καμία πλευρά δεν θα πρέπει να αναζητεί στρατιωτική λύση σε αυτές τις διαφορές. Αυτή παραμένει η αμερικανική πολιτική. Επομένως οι ΗΠΑ θα αντιταχθούν ενεργά και κατηγορηματικά σε προσπάθεια οποιασδήποτε πλευράς να αναζητήσει στρατιωτική λύση και θα αναλάβει σημαντική προσπάθεια ώστε να αποτρέψει τέτοια πορεία ενεργειών».
Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ μέσω της επιστολής αυτής ανελάμβαναν τη ρητή δέσμευση να χρησιμοποιήσουν στρατιωτικά μέσα προκειμένου να αποτρέψουν μια σύγκρουση στο Αιγαίο. Δεν γνωρίζουμε τη στιγμή που σύρονται οι γραμμές αυτές το ακριβές περιεχόμενο της επιστολής (ή του κειμένου) Blinken. Αλλά η απάντηση στο καίριο ερώτημα «εάν θα μας προστατεύσουν οι ΗΠΑ» είναι απλά όχι, δεν θα μας προστατεύσουν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Συμφωνία δεν είναι σημαντική για την Ελλάδα και το ισοζύγιο ισχύος (και δεν πρέπει να επικυρωθεί). Η Συμφωνία είναι σημαντική. Η παρουσία τόσο ισχυρού αμερικανικού στρατιωτικού αποτυπώματος σε ελληνικό έδαφος έχει από μόνη της βαρύτητα. Ωστόσο:
Πρώτον, ας ξεκαθαρίσουμε ότι η Συμφωνία αυτή καθ’ εαυτή δεν στρέφεται ουδόλως εναντίον της Τουρκίας. Στρέφεται πρωτίστως εναντίον της Ρωσίας, αποβλέπει στην αναχαίτιση της Κίνας και έχει ως στόχο τη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή (Μαύρη Θάλασσα, Ουκρανία, Βαλκάνια κ.λπ.) και την εδραίωση της σταθερότητας.
Δεύτερον, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε δέσμευση στο χαρτί, το πιθανότερο σενάριο είναι ότι οι ΗΠΑ θα αποφύγουν να εμπλακούν σε μια θερμή, localized σύγκρουση στην περιοχή. Η αρνητική εμπειρία που είχαν από τέτοιες εμπλοκές τις οδηγούν σε αποστασιοποίηση. Πολύ περισσότερο για μια χώρα όπως η Τουρκία, η οποία παρά τα προβλήματα που προκαλεί θεωρείται σημαντικός εταίρος «που δεν θα πρέπει να χαθεί». Επομένως η όποια παρέμβαση θα έχει το χαρακτήρα τύπου R. Hollbroοke το 1996 στο κρίσιμο βράδυ των Ιμίων. Θα είναι δηλαδή διπλωματική παρέμβαση.
Τρίτον, αξίζει εδώ να επισημανθεί ότι όπως δείχνει η Ιστορία, οι ΗΠΑ δεν μπορούν να κερδίσουν σχετικά χαμηλής έντασης συγκρούσεις. Ηττήθηκαν σε όλες τις παρεμφερείς συγκρούσεις, όπως Βιετνάμ, Ιράκ, Αφγανιστάν. Οι λόγοι για τις ήττες αυτές πάρα πολλοί.
Επομένως ας μην καλλιεργούμε αυταπάτες. Οι ΗΠΑ δεν θα μας προστατεύσουν. Αλλά από την άλλη μεριά δεν χρειάζεται να επιστρέψουμε και στη λογική των «προστάτιδων δυνάμεων». Αλλωστε ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Κ. Καραμανλής επεδίωξε, το 1975, την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα/Ενωση ήταν να απαλλάξει τη χώρα από την «προστασία» των ΗΠΑ. Δεν χρειαζόμαστε σήμερα προστάτες.
Ευπρόσδεκτη επομένως η νέα 5ετής Συμφωνία, όπως και η στενή σχέση με τις ΗΠΑ, αλλά ας μην παραβλέπουμε και τα όριά τους.
Ο καθηγητής Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του FEPS και ΕΛΙΑΜΕΠ. Από τις εκδόσεις Θεμέλιο κυκλοφορεί το νέο του βιβλίο «Επιτεύγματα και Στρατηγικά Λάθη της Εξωτερικής Πολιτικής της Μεταπολίτευσης».