Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του πρωτότυπου τόμου Πολίτες της Βαβυλωνίας – Οι μεταφραστές και ο λόγος τους, σκέφτεται κανείς ότι, εν τέλει, δεν πρόκειται για ένα εγχείρημα ειδικού αλλά ευρύτερου ενδιαφέροντος. Τα τριάντα αυτά κείμενα, με την επιμέλεια της Μαρίας Παπαδήμα, αποτελούν μια συνεκτική, περιπετειώδη και ελκυστική περιδιάβαση στο πεδίο της λογοτεχνικής μετάφρασης.
Συλλογικό. Πολίτες της Βαβυλωνίας – Οι μεταφραστές και ο λόγος τους
Επιμέλεια Μαρία Παπαδήμα.
Εκδόσεις Νήσος, 2021,
σελ. 420, τιμή 18 ευρώ
«Το βιβλίο στοχεύει να αναδείξει την παρουσία και τον ρόλο των μεταφραστών παραθέτοντας καταρχήν στο εξώφυλλο το όνομά τους, μόνο του, χωρίς τη συντροφιά του συγγραφέα. Εχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε και ενδεχομένως να αναγνωρίζουμε το όνομα του μεταφραστή πάντα υπό την πατερναλιστική σκέπη του συγγραφέα, ποτέ αυθύπαρκτο και αυτόνομο. Τα ονόματα των μεταφραστών εδώ συνδέονται με έναν θεωρητικό στοχασμό, μια πρακτική, ένα βίωμα, μια ιστορία, διεκδικώντας την ορατότητα της δουλειάς τους αλλά και της προσωπικότητάς τους» είπε προς «Το Βήμα» η βραβευμένη μεταφράστρια και καθηγήτρια στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ).
Το νέο τοπίο
Κατά πόσον, τη ρωτήσαμε, έχουν καλυτερεύσει τα πράγματα τις τελευταίες δεκαετίες; «Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μετά υπάρχουν πανεπιστημιακές σπουδές στη μετάφραση, προπτυχιακές και μεταπτυχιακές, καθώς και μαθήματα/σεμινάρια μετάφρασης ενταγμένα σε προγράμματα σπουδών εντός και εκτός πανεπιστημίων. Επίσης, μεταφρασεολογικός στοχασμός στα ελληνικά, μέσα από περιοδικά, μελέτες, συνέδρια κ.λπ. Η συστηματοποίηση της μαθητείας στη μετάφραση έχει, νομίζω, θετικό αντίκτυπο στο μεταφρασμένο βιβλίο, αν και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κανένα πτυχίο δεν χρίζει κάποιον αυτόματα μεταφραστή. Η μετάφραση είναι ένα κατ’ εξοχήν διεπιστημονικό πεδίο. Πιστεύω ότι θα ήταν κέρδος για τα τμήματα των ελληνικών Φιλολογιών αν προσέθεταν στο πρόγραμμά τους μαθήματα για τη θεωρία/ιστορία/κριτική της μετάφρασης, τις ιδιαιτερότητες του μεταφρασμένου κειμένου, ώστε όταν και όπου διδάσκεται η μεταφρασμένη λογοτεχνία να μην αντιμετωπίζεται ως πρωτογενής γραφή. Επίσης, αν λάβουμε υπόψη ότι οι επιμελητές είναι κατά κύριο λόγο φιλόλογοι, αυτή η εξοικείωση θα τους προετοίμαζε πολύ καλύτερα για το επάγγελμα αυτό που θα γίνεται, εκτιμώ, ολοένα και πιο καίριο» τόνισε η ίδια.
Υπάρχουν όμως και τα αρνητικά. «Οι χαμηλές αμοιβές, η μη τήρηση των σχετικών πνευματικών δικαιωμάτων, η έλλειψη ενός συμβολαίου-τύπου που να διασφαλίζει, όπως στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του μεταφραστή. Δεν έχουν γίνει μελέτες πεδίου που να αποτυπώνουν το επάγγελμα, δεν υπάρχει επισήμως αρχείο μεταφραστών σε μια χώρα όπου η μεταφρασμένη λογοτεχνική παραγωγή αποτελεί μεσοσταθμικά το 1/3 του συνόλου. Κοιτάξτε, στον εκδοτικό χώρο παρατηρείται συνολικά βελτίωση, υπάρχουν όμως ακόμη περιπτώσεις όπου εκδίδονται ή επανεκδίδονται έργα με μόνο κριτήριο την απουσία πνευματικών δικαιωμάτων ή την ακτινοβολία ενός συγγραφέα, υπάρχουν εκδότες που δεν ενδιαφέρονται για την ποιότητα της μετάφρασης και δεν αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα της επιμέλειας» ξεκαθάρισε.
Τέχνη και κριτική
Λέγεται ότι ο μεταφραστής είναι «συν-δημιουργός» και ότι η μετάφραση είναι «τέχνη». Δεν είναι κάπως υπερβολικές αυτές οι παραδοχές; «Οταν ξαναγράφεις ένα έργο σε μια άλλη γλώσσα, είσαι νομίζω αυτονόητα συν-δημιουργός, με τη διαφορά ότι δεν διεκδικείς την έμπνευση της αρχικής ιδέας αλλά τη μαεστρία της δεύτερης εκτέλεσής της. Νομίζω ότι αυτό το «εκτελεστικό» στοιχείο της μετάφρασης είναι που οδηγεί στην αντίληψη ότι η μετάφραση είναι τέχνη, με την περιοριστική έννοια του τεχνίτη και μόνο. Ομως η μαεστρία είναι κάτι παραπάνω από δεξιότητες. Και τι γίνεται με τα σπουδαία έργα; Φτάνει ένας απλός τεχνίτης; Εκεί πρόκειται για Τέχνη. Θα αποτολμούσα ίσως το «μετα-δημιουργός». Εχεις ένα έτοιμο υλικό, αλλά δεν μπορείς να το κάνεις ό,τι θέλεις, έχεις μια σειρά περιορισμούς που αφορούν τη γλώσσα, το ύφος, τον χώρο και τον χρόνο του πρωτοτύπου, τις δυνατότητες της δικής σου γλώσσας και εποχής» απάντησε η Μαρία Παπαδήμα.
Υστερα αναφέρθηκε και στην κριτική. «Οι μεταφραστές δικαίως απαιτούν να γίνεται μνεία στη δουλειά τους. Πολλές φορές δεν αναφέρεται καν το όνομά τους. Θα πρέπει να υπάρχει στην παρουσίαση ενός μεταφρασμένου βιβλίου μια συνοπτική έστω αναφορά στη μεταφραστική τους στρατηγική, στην επιτυχία της προσπάθειάς τους, αρκεί να μην είναι η πολυφορεμένη φράση «η μετάφραση ρέει». Οταν πρόκειται για έργα εγνωσμένης δυσκολίας, αισθητικής ή σημασιακής, δεν μπορεί ο κριτικός να μην αναφέρεται στην ποιότητα της μετάφρασης. Οταν εκδίδεται για πρώτη φορά ένα σημαντικό έργο ή επανεκδίδεται για νιοστή φορά ένα κλασικό έργο, η κριτική της μετάφρασης θα πρέπει να αποτελεί, θεωρώ, κεντρικό άξονα της παρουσίασης του βιβλίου».
Πάθος και επάγγελμα
Για τη Μαρία Παπαδήμα η μετάφραση είναι πάθος. Ωστόσο, τι περιέχει αυτό το πάθος, μεταξύ θεωρίας και πράξης, γνώσης και βιώματος; «Ζω μέσα στη μετάφραση, την ασκώ, τη διδάσκω, γράφω γι’ αυτήν πολλά χρόνια τώρα από διάφορες θέσεις και γλώσσες και πάντα εκστασιάζομαι όταν ξεκινάω μια καινούργια μεταφραστική περιπέτεια. Με ελκύει η διαρκής εναλλαγή καταστάσεων και προκλήσεων, του αλλότριου και του οικείου, αυτός ο στροβιλισμός ανάμεσα στο εδώ και το αλλού, ο πολλαπλασιασμός της φωνής μου μέσα από τόσες άλλες φωνές, μια εμπειρία ίσως ανάλογη με εκείνη του ηθοποιού, θα σας έλεγα, αλλά χωρίς τα φώτα της ράμπας».
Αραγε ο συστηματικός επαγγελματισμός συμβιβάζεται, εν γένει, με την ποιότητα της λογοτεχνικής μετάφρασης; «Ο συστηματικός επαγγελματισμός, λογικά θα πρέπει να σε κάνει καλύτερο, ωστόσο ελλοχεύει ο κίνδυνος της τυποποίησης μιας ιδιολέκτου του μεταφραστή που να μη λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες του κάθε συγγραφέα. Επίσης, η ταχύτητα υπονομεύει αναπόφευκτα την τελειότητα. Το ιδανικό θα ήταν να υπάρχει ένας χρόνος διαλείμματος ανάμεσα στις μεταφράσεις, ένας χρόνος ανάπαυσης του μεταφράσματος πριν το τελικό ξανακοίταγμα, ένας χρόνος για τον μεταφραστή για νέες εμπειρίες. Αποχωρίζομαι πολύ δύσκολα μια μετάφραση, την κοιτάζω πολλές φορές. Πάντως δεν θα μπορούσα να βιοποριστώ από τη μετάφραση με τις συνθήκες που επικρατούν στον ελληνικό χώρο». Τέλος, η λογοτεχνική (το υπογραμμίσαμε) μετάφραση πώς επηρεάζεται από τον ψηφιακό μετασχηματισμό του πολιτισμού μας; «Το υπόρρητο της λογοτεχνικής γλώσσας ανθίσταται στα μεταφραστικά προγράμματα, οπότε ο μεταφραστής παραμένει στη θέση του, αλλά μπροστά στον υπολογιστή του. Το Διαδίκτυο διευκόλυνε τα μέγιστα την έρευνα και την αναζήτηση γλωσσικών και άλλων πόρων, την άμεση πρόσβαση στην πολιτισμική διαφορετικότητα. Διεύρυνε επίσης τον χρόνο γιατί μπορεί να μεταφράζει κανείς ή να αναζητεί μεταφραστικές λύσεις όπου και να βρίσκεται. Νομίζω ότι αυτό που απαιτείται σήμερα από τον μεταφραστή είναι η ορθή διαχείριση της προσφερόμενης γνώσης, η κριτική σκέψη και η διαρκής και σε βάθος καλλιέργεια και εκμετάλλευση του πλούτου της μητρικής του γλώσσας, και σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να προσανατολιστούν οι σπουδές μετάφρασης».