Τρία έργα του Ευριπίδη στο εφετινό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου, οι Φοίνισσες από το Εθνικό Θέατρο, η Ελένη από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και οι Βάκχες από την Εταιρεία Τέχνης Ars Aeterna και το ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων, είναι αναμφισβήτητοι μάρτυρες της διάρκειας και της δημοφιλίας του αρχαίου τραγικού.
Ευριπίδης 35 μελέτες
Επιμέλεια Laura McClure. Μετάφραση Δημήτρης Μουρατίδης κ.ά.
Επιμέλεια ελληνικής έκδοσης Αντώνης Ρεγκάκος, Εβίνα Σιστάκου.
Εκδόσεις University Studio Press, 2021,
σελ. 704, τιμή 67 ευρώ (σκληρόδετο)
Ερμηνείες γι’ αυτό αναζητήσαμε στη συζήτησή μας με την Αμερικανίδα Λόρα Μακλούρ, κλασική φιλόλογο του Πανεπιστημίου του Ουισκόνσιν-Mάντισον, η οποία επιμελήθηκε το πιο πρόσφατο companion στα αγγλικά, μια «Eισαγωγή», θα λέγαμε στα ελληνικά, στον Ευριπίδη, με τριάντα πέντε άρθρα από εξειδικευμένους μελετητές για κάθε έργο του ξεχωριστά και συνθετικά μελετήματα για σύγχρονες προσεγγίσεις σε θέματα και όψεις του έργου του, η οποία κυκλοφορεί και στα ελληνικά με τίτλος Ευριπίδης. 35 μελέτες (εκδ. University Studio Press), σε συλλογική μετάφραση, με την επιμέλεια δύο καθηγητών Κλασικής Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, του ακαδημαϊκού Αντώνη Ρεγκάκου και της Εβίνας Σιστάκου. Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το αρχαίο δράμα και τη θέση της γυναίκας στην αρχαιότητα, την οποία πραγματεύεται σε αρκετά βιβλία, μεταξύ των οποίων και το Συμποσιακές εταίρες. Φυλετική και ελληνική λογοτεχνική κουλτούρα στον Αθήναιο (εκδ. Ενάλιος, 2009), η Λόρα Μακλούρ μας μίλησε μέσω βιντεοκλήσης από το γραφείο της στο πανεπιστήμιο, όπου πλέον οι φοιτητές επιστρέφουν για διά ζώσης διδασκαλία, για τον μοντέρνο Ευριπίδη και τις γυναίκες του, για το μέλλον των κλασικών σπουδών στις ΗΠΑ και τους λόγους για τους οποίους η αρχαία ελληνική γλώσσα παιδεύει τους φοιτητές της.
Διατρέχοντας τον τόμο διαπιστώνει ο αναγνώστης πόσο διαθέσιμος είναι ο Ευριπίδης σε ποικίλες προσεγγίσεις, και η παραστασιολογία του δείχνει πως παραμένει και σκηνικά εξαιρετικά δημοφιλής. Πώς το ερμηνεύετε;
«Ο Ευριπίδης είναι ένας ποιητής της νεωτερικότητας. Απέκτησε αυτή τη φήμη στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν ήρθε πάλι στο προσκήνιο ύστερα από μια μακρά περίοδο τρόπον τινά υποβάθμισης, από τους Βατράχους του Αριστοφάνη ως τον 19ο αιώνα. Οι χαρακτήρες του και τα θέματά του είναι περισσότερο προσιτά στον σύγχρονο άνθρωπο και συμβατά με τις νεωτερικές ευαισθησίες από ό,τι των άλλων δύο μεγάλων τραγικών. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι τα περισσότερα από τα έργα του Ευριπίδη γράφονται σε μια εποχή που οι Αθηναίοι βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση, ο ιστός της αθηναϊκής κοινωνίας διαλυόταν, πολλές γυναίκες είχαν χάσει τους άνδρες και τους γιους τους στον Πελοποννησιακό Πόλεμο… Τα έργα του πραγματεύονται λοιπόν ένα αίσθημα αποξένωσης, μια κατάσταση κοινωνικής αναταραχής, με τα οποία μπορούμε να ταυτιστούμε σήμερα».
Ο τόμος είναι ενδεικτικός μιας ανανέωσης του ενδιαφέροντος για τον Ευριπίδη στα αμερικανικά γράμματα;
«Το ενδιαφέρον για τους κλασικούς συγγραφείς κάνει κύκλους, με περιόδους έντασης και κάμψης. Θα έλεγα ότι ο τόμος δίνει μια καλή εικόνα των κλασικών σπουδών στις ΗΠΑ και ήταν μια ευκαιρία να συστήσουμε μια νέα γενιά ερευνητών, οι οποίοι παίρνουν τη σκυτάλη από καταξιωμένους και αναγνωρισμένους μελετητές. Γενικά, έχω την αίσθηση ότι η μελέτη της τραγωδίας καθαυτήν δεν είναι τόσο δημοφιλής στα αμερικανικά πανεπιστημιακά προγράμματα όσο άλλα αρχαιογνωστικά πεδία, όπως, για παράδειγμα, η πρόσληψη της αρχαιότητας. Αυτό είναι ένα πεδίο εξαιρετικά δημοφιλές, πώς δηλαδή οι μεταγενέστεροι της αρχαιότητας υιοθέτησαν, μετέφρασαν, δανείστηκαν στοιχεία και μοτίβα από την αρχαιοελληνική γραμματεία. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ευριπίδης παραμένει πολύ σημαντικός για τη σύγχρονη έρευνα γιατί πολλοί συγγραφείς επηρεάστηκαν από αυτόν και δανείστηκαν στοιχεία, ειδικά τον τελευταίο αιώνα».
Δεν πιστεύω ότι η μελέτη των αρχαίων γλωσσών θα εξαφανιστεί τελείως. Ενδεχομένως να περιχαρακωθεί σε ορισμένα πανεπιστήμια με ισχυρή παράδοση στις γλώσσες αυτές, όπως η Οξφόρδη και το Κέιμπριτζ, αλλά όχι μόνο
Είναι ένας δραματουργός στο οποίο έχουν κατά καιρούς αποδοθεί αντιφατικοί χαρακτηρισμοί. Τελικά τι είναι, μισογύνης ή «φεμινιστής», άθεος ή θεοσεβής;
«Οι χαρακτηρισμοί αυτοί τεκμηριώνουν ακριβώς το πόσο ανοιχτός σε ερμηνείες είναι ο Ευριπίδης. Τα έργα του δεν δίνουν απαντήσεις. Αφήνουν τον θεατή να αποφασίσει μόνος του. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι είναι μισάνθρωπος και μισογύνης όταν παρουσιάζει τη Μήδεια ως φρικτή παιδοκτόνο. Από την άλλη, θα μπορούσα να σας πω ότι ο Ευριπίδης μάς δίνει έναν χαρακτήρα ευθυγραμμισμένο με τα φεμινιστικά πιστεύω έτσι όπως η Μήδεια ορθώνει το ανάστημά της απέναντι στον Ιάσονα και τον τιμωρεί για την απιστία του. Ωστόσο, πόσο εύκολο είναι να τοποθετηθούμε απέναντι σε αυτά τα ζητήματα όταν έχουμε να κάνουμε με μια ηρωίδα που δεν είναι ακριβώς θνητή, που έχει θεϊκή καταγωγή; Εδώ υπεισέρχεται το θρησκευτικό στοιχείο, και το ερώτημα αν ήταν άθεος ή θεοσεβής ο Ευριπίδης, ερώτημα που είναι πολύ δύσκολο να απαντήσουμε σήμερα, διότι στο πλαίσιο της κουλτούρας της εποχής του κανείς δεν ήταν άθεος αλλά από την άλλη κανείς δεν ήταν και θεοσεβής ή θρησκευόμενος με τη σημερινή έννοια».
Υπάρχει στον τόμο ένα κεφάλαιο για τις νεότερες προσεγγίσεις του Ευριπίδη, μεταξύ άλλων, από τη σκοπιά των μαρξιστικών, των έμφυλων, των πολιτισμικών σπουδών… Δεδομένου ότι ο αρχαίος κόσμος, ήταν, όπως εννοείτε παραπάνω, ριζικά διαφορετικός από τον δικό μας, πόσο στρεβλωτική για την πρόσληψή του μπορεί να είναι η προβολή σύγχρονων ευαισθησιών στα αρχαία κείμενα;
«Θεωρώ πολύ σημαντικό να «επανεφευρίσκουμε» διαρκώς την αρχαιότητα και να τη φέρνουμε κοντά στην εποχή μας, ειδάλλως θα πάψει η μελέτη της κλασικής γραμματείας. Ειδικά στις ΗΠΑ, όπου υπάρχει ένα δυνατό ρεύμα απομάκρυνσης από τις ανθρωπιστικές σπουδές προς τις λεγόμενες STEM σπουδές (φυσικές επιστήμες, τεχνολογία, μηχανική, μαθηματικά), πρέπει διαρκώς να βρίσκουμε τρόπους ώστε η κλασική γραμματεία να γίνεται ελκυστική και να αφορά τους νέους. Θα έλεγα μάλιστα ότι πολλές φορές αυτές οι προσεγγίσεις αντί να διαστρεβλώνουν, αντιθέτως φωτίζουν το πρωτότυπο. Μελετώ τώρα το έργο της αμερικανίδας ποιήτριας H. D. (Χίλντα Ντούλιτλ, 1886-1961), η οποία είχε ενθουσιαστεί με την Ελένη του Ευριπίδη και εμπνεύστηκε από αυτήν το ποίημα «Η Ελένη στην Αίγυπτο». Η ίδια ξεκίνησε να ασκείται ως ποιήτρια μεταφράζοντας χορικά του Ευριπίδη. Τα αρχαία ελληνικά της ήταν στοιχειώδη και η ερμηνεία της απομακρύνεται πολύ από το πρωτότυπο, παρ’ όλα αυτά κατανοεί πολύ βαθιά τον Ευριπίδη ως ποιητή και ειδικά το λυρικό στοιχείο στον Ευριπίδη, και με τον τρόπο της ανανεώνει το βλέμμα μας και τροφοδοτεί την περαιτέρω μελέτη του έργου του. Η δική της εποχή οφείλει την εξοικείωση με τον Ευριπίδη στη ματιά του βρετανού κλασικού φιλολόγου Γκίλμπερτ Μάρεϊ, που τον μετέφρασε σχεδόν ολόκληρο για στη σειρά κλασικών κειμένων της Οξφόρδης και τον έκανε δημοφιλή στο θεατρόφιλο κοινό μέσα από τις μεταφράσεις του που παίχτηκαν σε σκηνές του Λονδίνου. Οι προσεγγίσεις αυτές διευρύνουν, συνεπώς, το πεδίο μελέτης της αρχαιότητας πέρα από τις στενές φιλολογικές σπουδές, πράγμα που μας ενδιαφέρει πάρα πολύ στον χώρο των ανθρωπιστικών σπουδών στην αμερικανική εκπαίδευση».
Γίνεται πολύς λόγος για την κάμψη των κλασικών σπουδών στη Δύση. Ποια είναι η δική σας εμπειρία;
«Πριν από δέκα χρόνια, στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν-Mάντισον εγγράφονταν κάθε φθινόπωρο στις κλασικές σπουδές πενήντα φοιτητές. Εφέτος γράφτηκαν μόνο πέντε. Τέτοιες διακυμάνσεις κάποιες φορές μπορεί να είναι τυχαίες, μπορεί, για παράδειγμα, να σχετίζονται με ταινίες που προβάλλονται στον κινηματογράφο… Oταν προβλήθηκε η «Τροία» πολλοί φοιτητές είχαν γοητευτεί με την αρχαία ελληνική μυθολογία και ήθελαν να μάθουν περισσότερα, γενικά όμως η τάση που παρατηρείται στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια είναι απομάκρυνσης από τις φιλολογικές και λογοτεχνικές σπουδές, ακόμη και για γλώσσες όπως τα ισπανικά».
Διδάσκετε και η ίδια γλωσσικά μαθήματα. Θα σβήσει, εκτιμάτε, η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής στα αγγλόφωνα πανεπιστήμια; Αυτή είναι η τάση;
«Είναι σαφές ότι μικρότερα πανεπιστήμια, με περιορισμένο προσωπικό, έχουν ήδη καταργήσει τα γλωσσικά μαθήματα στις κλασικές σπουδές. Οσο περνάει ο καιρός οι κλασικές σπουδές θα γίνονται όλο και περισσότερο σπουδές κλασικού πολιτισμού. Ωστόσο, η διατήρηση κάποιων στοιχείων της γλώσσας είναι απαραίτητη, γιατί από κάποιο σημείο και μετά θα υπάρχουν παρερμηνείες εάν δεν έχουμε τη δυνατότητα να προσεγγίσουμε τα κείμενα στο πρωτότυπο. Δεν πιστεύω λοιπόν ότι η μελέτη των αρχαίων γλωσσών θα εξαφανιστεί τελείως. Ενδεχομένως να περιχαρακωθεί σε ορισμένα πανεπιστήμια με ισχυρή παράδοση στις γλώσσες αυτές, όπως η Οξφόρδη και το Κέιμπριτζ, αλλά όχι μόνο. Το Μπέρκλεϊ προσφέρει επίσης ένα πολύ δυνατό πρόγραμμα κλασικών σπουδών που βασίζεται στη μελέτη της γλώσσας, έχοντας όμως παράλληλα και ένα πολύ δυνατό πρόγραμμα προσέγγισης της αρχαιότητας από την πλευρά των πολιτισμικών σπουδών. Θεωρώ λοιπόν ότι το εκκρεμές κάποια στιγμή θα επιστρέψει πίσω στη μελέτη της γλώσσας».
Ποιες είναι οι δυσκολίες εκμάθησης της αρχαίας ελληνικής για τον αμερικανό φοιτητή;
«Οι περισσότεροι φοιτητές αγνοούν βασικές γραμματικές έννοιες της αγγλικής γραμματικής, δεν είναι πλέον βασικό μάθημα στο σχολείο όπως παλιά. Επομένως έρχονται στο πανεπιστήμιο με ένα έλλειμμα γραμματικών γνώσεων και δυσκολεύονται να μάθουν μια γλώσσα με πλούσιο κλιτικό σύστημα όπως η αρχαία ελληνική. Από την άλλη, τα τελευταία χρόνια της διδακτικής μου σταδιοδρομίας παρατηρώ ότι οι φοιτητές δεν καταλαβαίνουν ότι κάποια πράγματα πρέπει να τα απομνημονεύσουν. Εχουν μάθει η μνήμη τους να είναι το κινητό τους, να αναζητούν οτιδήποτε χρειάζονται στο Google και τους είναι πολύ δύσκολο να μάθουν απέξω πτώσεις και αρχικούς χρόνους ρημάτων. Αλλά, όπως είπα και νωρίτερα, τα παιδιά επηρεάζονται και από τάσεις της εποχής. Ο Χάρι Πότερ φαίνεται ότι ενίσχυσε σημαντικά την εκμάθηση των λατινικών στην αγγλόφωνη μέση εκπαίδευση. Ισως πρέπει να βρεθεί ένας Χάρι Πότερ και για τα αρχαία ελληνικά!».
«Περισσότεροι σπουδαστές στα Τμήματα που δεν απαιτείται γνώση αρχαίων ελληνικών ή λατινικών»
Πρόσφατα το Πανεπιστήμιο Πρίνστον αφαίρεσε την υποχρεωτική γνώση της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γλώσσας από το πρόγραμμα σπουδών του προκειμένου «να καταπολεμήσει τον δομικό ρατσισμό». Μας απασχολεί πολύ στην Ελλάδα το ζήτημα, σε συνάφεια με το μέλλον των κλασικών σπουδών στον κόσμο.
«Δεν πρόκειται για κάποιο τόσο επίμαχο ζήτημα όσο νομίζετε. Το Πρίνστον πήρε μια απόφαση που τα περισσότερα πανεπιστήμια στις ΗΠΑ έχουν πάρει προ πολλού: τη δυνατότητα δηλαδή να προσφέρουν στους φοιτητές τους προγράμματα κλασικών σπουδών που έχουν πολύ μικρή – ή καθόλου – σχέση με τη μελέτη της γλώσσας καθαυτήν. Το δικό μας πανεπιστήμιο δίνει πτυχίο κλασικών ανθρωπιστικών σπουδών που δεν απαιτεί γνώση των αρχαίων γλωσσών αλλά έχουμε και πτυχίο ειδικότητας στις κλασικές ανθρωπιστικές σπουδές, το οποίο περιλαμβάνει δύο χρόνια εκμάθησης και μελέτης μιας ή και των δύο γλωσσών, αρχαίας ελληνικής και λατινικής. Εχουμε πάντοτε πολύ περισσότερους σπουδαστές στα Τμήματα που δεν απαιτούν γνώση της γλώσσας και νομίζω ότι και το Πρίνστον ήθελε να προσφέρει αυτή την επιλογή, δίνοντας έτσι πρόσβαση στις κλασικές σπουδές σε περισσότερους φοιτητές, διότι οι περισσότεροι φοιτητές μας – αν δεν έρχονται από κάποιο ιδιωτικό σχολείο προνομιακής εκπαίδευσης – φτάνουν στο πανεπιστήμιο χωρίς πρότερη γνώση αρχαίων ελληνικών και είναι πολύ δύσκολο να κατακτήσουν τη γλώσσα και να αποφοιτήσουν με πτυχίο στις κλασικές σπουδές μόνο με τα μαθήματα που θα κάνουν στο πανεπιστήμιο».