Αυτή την εποχή μία καινούρια ηχογράφηση ήρθε να προστεθεί στον μακρύ δισκογραφικό κατάλογο της Ρενέ Φλέμινγκ. Στο «Voice of Nature: The Anthropocene» η αμερικανίδα σούπερ σταρ της όπερας παντρεύει την αγάπη της για το τραγούδι με την έγνοια της για την κλιματική αλλαγή, ερμηνεύοντας μεταξύ άλλων λίντερ των Εντβαρντ Γκριγκ, Φραντς Λιστ, Γκιαμπριέλ Φορέ και Ρεϊνάλντο Χαν εμπνευσμένα από τη φύση. Δημιουργική και δραστήρια στα 62 της χρόνια, η Φλέμινγκ μπορεί να μην εμφανίζεται πια σε παραστάσεις όπερας, όμως συνεχίζει να δίνει ρεσιτάλ και συναυλίες σε όλον τον κόσμο. Μεταξύ άλλων, σήμερα Κυριακή 17 Οκτωβρίου, τραγουδά στο Αμβούργο. Στις 22 Οκτωβρίου θα εμφανιστεί στο Théâtre des Champs-Elysées του Παρισίου και στις 23 του μήνα στη Λυών. Στις 5 και στις 7 Νοεμβρίου θα ερμηνεύσει στο Ντάλας το έργο του Kevin Puts «The Brightness of Light». Στην ίδια πόλη, μία ημέρα μετά, θα δώσει διάλεξη με τίτλο «Music and the Mind». «Εκείνο που πάντα επιδιώκω είναι να ταξιδεύω το κοινό μαζί μου»λέει η ίδια, προσπαθώντας να εξηγήσει τη σχέση της με το τραγούδι, και μιλώντας την ίδια στιγμή για τη δική της ιδιαίτερη διαδρομή: Τη μετά μουσικής «περιπέτεια» που ξεκίνησε με τις πρώτες εμφανίσεις της στις αρχές του 1980, η οποία συνεχίστηκε με δεκάδες επιτυχίες στα μεγάλα θέατρα αλλά και με τη συμμετοχή της σε εκδηλώσεις όπως η εορταστική συναυλία για την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Μπαράκ Ομπάμα τον Ιανουάριο του 2009. Τραγουδώντας τους μεγάλους ρόλους του Μότσαρτ, του Ροσίνι, του Ντονιτσέτι, του Βέρντι, του Τσαϊκόφσκι, του Μασνέ, του Ντβόρζακ, του Ρ. Στράους και πολλών άλλων συνθετών, αλλά και τραγούδια από μιούζικαλ, ποπ επιτυχίες και έργα που συνέθεσαν ειδικά για τη φωνή της σύγχρονοι συνθέτες, η Φλέμινγκ έγραψε το όνομά της με φωτεινά γράμματα στη διεθνή ιστορία του μελοδράματος ως μία από τις σημαντικότερες υψιφώνους των τελευταίων δεκαετιών. Καταφέρνοντας, τη στιγμή που λάμπει ως ντίβα στη σκηνή, να παραμείνει η αξιαγάπητη Ρενέ για την οποία όλοι οι συνεργάτες της έχουν τα καλύτερα λόγια. H προσιτή και ευγενική Ρενέ που βρίσκοντας λίγο χρόνο ανάμεσα στις υποχρεώσεις της δέχθηκε να απαντήσει με μερικές ερωτήσεις μας για τη δισκογραφική επιστροφή της. Και να μοιραστεί μαζί μας σκέψεις της για την τέχνη και τη ζωή, για τη σχέση του καλλιτέχνη με το κοινό αλλά και για καυτά κοινωνικά ζητήματα, όπως για τη σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον που, όπως λέει, την απασχολεί ιδιαίτερα.

Ξεκινώντας λοιπόν από το νέο CD σας, το «Voice of Nature: The Anthropocene» που κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες από την Decca. Τι είναι εκείνο που σας έκανε να μπείτε για άλλη μια φορά στο στούντιο;

«Πάντα μελετώ και προετοιμάζω νέο ρεπερτόριο, και ευτυχώς η μακρόχρονη συνεργασία μου με την Decca μού έχει επιτρέψει να ηχογραφήσω ευρύ φάσμα από τη μουσική που αγαπώ. Οταν λόγω της πανδημίας σταμάτησαν εντελώς οι συναυλίες και οι περιοδείες βρέθηκα κι εγώ, όπως τόσοι άλλοι άνθρωποι, σε έναν αλλαγμένο, σε έναν διαφορετικό κόσμο. Αναζήτησα παρηγοριά στους μεγάλους περιπάτους κοντά στο σπίτι μου, στη Βιρτζίνια, ανακαλύπτοντας πως είχα πράγματι ανάγκη αυτόν τον χρόνο στους ανοιχτούς χώρους, στην ύπαιθρο, για να διατηρήσω τη συναισθηματική μου ισορροπία. Η σύνδεση με τη φύση με έκανε να σκεφτώ όλους εκείνους τους ποιητές και τους συνθέτες που διέκριναν στο φυσικό περιβάλλον αντανακλάσεις της ανθρώπινης εμπειρίας και που εμπνεύστηκαν από αυτό για να δημιουργήσουν σημαντικά έργα».

Καταφέρατε κοντολογίς να μετατρέψετε τη μοναξιά και την απομόνωση της πανδημίας σε κάτι δημιουργικό.  

«Ηταν μια περίοδος κατά την οποία ανησυχούσα όλο και περισσότερο για τη σχέση μας με το φυσικό περιβάλλον. Αναρωτιόμουν, διαβάζοντας τα νέα για την κλιματική αλλαγή, για τις πυρκαγιές, για τις πλημμύρες και για τις καταιγίδες που γίνονται όλο και πιο βίαιες, τι κάνουμε όλοι εμείς για να βοηθήσουμε την κατάσταση. Κάνουμε κάτι; Θέλησα λοιπόν να κάνω μία ηχογράφηση που να θυμίζει, τώρα που αντιμετωπίζουμε μία ακόμα μεγάλη κρίση, την αγάπη που είχαν κάποτε οι άνθρωποι για τη φύση».

Στην ηχογράφηση συνεργάζεστε με τον μαέστρο Γιανίκ Νεζέτ-Σεγκέν. Δεν είναι η πρώτη φορά…

«Οχι, δεν είναι, έχουμε συνεργαστεί στη Μετροπόλιταν Οπερα, αλλά δεν είχαμε ηχογραφήσει ποτέ μαζί. Στο lockdown βρήκαμε τη σπάνια ευκαιρία να το κάνουμε, καθώς βρεθήκαμε και οι δύο με άφθονο ελεύθερο χρόνο. Επιπλέον, ο Γιανίκ είναι ένας άνθρωπος που μοιράζεται τους προβληματισμούς μου για το φυσικό περιβάλλον. Ανατρέξαμε λοιπόν παρέα στο ρεπερτόριο, για να βρούμε τα τραγούδια που μιλούσαν στις ψυχές μας. Την ίδια στιγμή, επειδή μοιραζόμαστε και μία δέσμευση για τη δημιουργία και την προώθηση της νέας μουσικής, συμπεριλάβαμε στον δίσκο μας (και είμαι ιδιαίτερα υπερήφανη γι’ αυτό) κομμάτια (νέες παραγγελίες) των Nico Muhly και Kevin Puts καθώς και την ηχογράφηση ενός έργου που έγραψε η Caroline Shaw ειδικά για εμένα».

Ολα αυτά τα χρόνια έχετε κάνει πολλές ηχογραφήσεις. Είστε ευχαριστημένη από αυτές; Υπάρχουν κάποιες που τις προτιμάτε;

«Ξέρετε, οι ηχογραφήσεις μοιάζουν λίγο με τα παιδιά. Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις εκείνο που αγαπάς περισσότερο. Αισθάνομαι τυχερή που μπόρεσα να ηχογραφώ τόσο συχνά. Φυσικά, όταν ακούω τον παλιό εαυτό μου, τα κομμάτια που ηχογράφησα όταν ήμουν νέα ή που εκείνη την εποχή ήταν καινούργια για εμένα, πάντα σκέφτομαι πως πιθανώς τώρα θα τα προσέγγιζα διαφορετικά».

Τραγουδάτε με τον ίδιο τρόπο στο στούντιο ηχογραφήσεων και στην αίθουσα συναυλιών;

«Το μικρόφωνο είναι πολύ διαφορετικό από το ανθρώπινο αφτί, και σε αντίθεση με το κοινό απέχει μόλις μερικά εκατοστά από το στόμα του τραγουδιστή και καταγράφει τα πάντα. Κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης έχω την πολυτέλεια να επικεντρώνομαι απόλυτα στην παραγωγή του ήχου».

Η φωνή του τραγουδιστή υπηρετεί τη μελωδία, τον στίχο, το δράμα. Είναι ο κύριος τρόπος έκφρασής του. Νιώθετε ποτέ πως η ανάγκη να την εξασκείτε και να την προφυλάσσετε διαρκώς, περιορίζει τη ζωή σας;

«Ούτε κατά διάνοια! Εχω πάθος με το τραγούδι, με τα τραγούδια κάθε είδους, και ελπίζω να μην το χάσω ποτέ. Στις καλύτερες στιγμές μου η τεχνική την οποία έχω δουλέψει σε όλη τη διάρκεια της καριέρας μου λειτουργεί σαν δεύτερη φύση μου, βοηθώντας με να αισθανθώ πως λειτουργώ ως αγωγός για τον συνθέτη, για την ποίηση, για το δράμα».

Ποιοι, αλήθεια, από τους δεκάδες ρόλους που έχετε ερμηνεύσει είναι οι πιο αγαπημένοι σας;

«Νομίζω πως οι δύο χαρακτήρες με τους οποίους αισθάνομαι το πιο στενό δέσιμο είναι η Τατιάνα από τον «Ευγένιο Ονιέγκιν» του Τσαϊκόφσκι και η Μαρσαλίν από τον «Ιππότη με το ρόδο» του Ρίχαρντ Στράους. Μου αρέσουν για έναν επιπλέον λόγο, επειδή δεν πεθαίνουν στο τέλος της όπερας, γεγονός σπάνιο στο ρεπερτόριο της σοπράνο. Κυρίως όμως τις αγαπώ γιατί είναι χαρακτήρες εξαιρετικά καλά σχεδιασμένοι, δύο γυναίκες με πολύπλοκη ψυχοσύνθεση, οι οποίες τολμούν να ακολουθήσουν τα μονοπάτια που οι ίδιες χαράζουν. Επειδή έχω κι εγώ μια φυσική εσωστρέφεια καταλαβαίνω τη συστολή της Τατιάνας στην αρχή του «Ονιέγκιν» και θαυμάζω τον τρόπο με τον οποίο ωριμάζει στη συνέχεια για να γίνει μια γυναίκα αληθινά δυνατή. Οσο για τη Μαρσαλίν, νομίζω πως είναι ο πιο ανταποδοτικός χαρακτήρας που έχω ερμηνεύσει, μια βαθιά καλλιεργημένη και έξυπνη γυναίκα, με πλούσια προσωπικότητα, η οποία διαλέγει τον τρόπο με τον οποίο θέλει να ζει».

Δεν σταδιοδρομήσατε μόνο στη θεατρική σκηνή, είστε και μια διακεκριμένη τραγουδίστρια των λίντερ, ενός είδους που ενίοτε θεωρείται πιο δύσκολο στην απόδοσή του από μια άρια, από έναν ολόκληρο ρόλο όπερας, καθώς απαιτεί βαθύτατη κατανόηση της μουσικής και του κειμένου και μεγάλη λεπτομέρεια στην έκφραση. Ποια είναι η δική σας άποψη;

«Εγώ θα απέφευγα τις συγκρίσεις. Τι σημασία έχει ποιο είναι πιο δύσκολο και ποιο είναι πιο εύκολο; Ας πούμε πως είναι απλώς δύο διαφορετικά είδη. Στην όπερα ο τραγουδιστής βρίσκεται συνήθως σε έναν μεγάλο χώρο, καλώντας να ζωντανέψει έναν χαρακτήρα ανάμεσα σε πολλούς άλλους, με μεγάλη ορχήστρα και με έναν μαέστρο να καθοδηγούν την παράσταση. Τα ρεσιτάλ με τραγούδια είναι πιο «μικρής κλίμακας», μόνο με έναν τραγουδιστή και έναν πιανίστα στη σκηνή. Και τα δύο είδη απαιτούν συνεργασία, ευαισθησία και βαθιά αφοσίωση, αλλά με πολύ διαφορετικούς τρόπους».

 

Το κοινό συχνά κρίνει σκληρά. Εχετε ποτέ αισθανθεί πως ενίοτε έρχεται για να σας ακούσει έχοντας υπερβολικά πολλές απαιτήσεις;

«Εκείνο που πάντα επιδιώκω είναι να παίρνω το κοινό μαζί μου σε ένα ταξίδι. Για να γίνει αυτό, εκτός από τη δική μου προσπάθεια πρέπει και εκείνο να έχει συγκέντρωση, να αφοσιώνεται έστω για λίγο σε αυτό που καλούμαι να κάνω. Πόσοι όμως, αλήθεια, είναι εκείνοι που έπειτα από μια δύσκολη ημέρα δουλειάς έχουν τη διάθεση και την αντοχή να απολαύσουν μία τετράωρη παράσταση όπερας; Οπότε, είμαι ευγνώμων σε όλους αυτούς τους ανθρώπους μόνο και μόνο επειδή είναι εκεί, επειδή αφιερώνουν μερικές ώρες για να με ακούσουν».

Η γνώμη σας για τους κριτικούς;

«Προτιμώ να μη σκέφτομαι πώς θα με αντιμετωπίσουν κάθε φορά. Ερμηνεύω αυτή την περίοδο και ένα νέο τραγούδι του Andrew Lippa που έχει τον τίτλο «Η ντίβα». Λέει πάνω-κάτω κάτι που έχω και εγώ σκεφτεί πολλές φορές: «Πόσοι άνθρωποι κάνουν μία δουλειά, στην οποία η απόδοσή τους αξιολογείται από τις εφημερίδες την αμέσως επόμενη ημέρα;». Αν το πάρεις πολύ στα σοβαρά όλο αυτό, είναι πολύ πιθανό να μην ανέβεις ποτέ ξανά στη σκηνή».

Σας αποκαλούν και εσάς ντίβα. Σας αρέσει αυτό;

«Θεωρώ πως ως χαρακτηρισμός το «ντίβα» περιέχει κάτι το θετικό: Το κοινό βιώνει μια αίσθηση θεϊκότητας κατά τη διάρκεια μιας παράστασης. Αυτό είναι ωραίο, μου αρέσει. Ομως ο όρος «ντίβα» έχει σχετιστεί και με τις συγκεκριμένες στερεοτυπικές συμπεριφορές της κακομαθημένης πριμαντόνας: Υπερεγώ, παράλογες απαιτήσεις, ξεσπάσματα… Δεν νομίζω πως αυτά τα πράγματα υπάρχουν πια σε μια αγορά (την αγορά της όπερας) ιδιαίτερα απαιτητική και πιεστική. Πιστεύω βεβαίως πως το κοινό θέλει τα αστέρια του και υποψιάζομαι πως ο ενθουσιασμός που δημιουργούν θεάματα μεγαλοπρεπή όπως η όπερα το κάνουν να περιμένει πως τα αστέρια αυτά όπως συμπεριφέρονται στη σκηνή θα συμπεριφέρονται και εκτός σκηνής».

Τραγουδάτε περίπου σαράντα χρόνια! Το επάγγελμά σας επηρέασε πολύ την προσωπική ζωή σας;

«Οποιο επάγγελμα και αν κάνεις όταν είσαι γονιός δεν μπορεί παρά να επηρεάσει τη ζωή σου, τη ζωή όλης της οικογένειας. Ημουν τυχερή που όταν οι κόρες μου ήταν μικρές μπορούσα να τις έχω μαζί μου κατά τις περιόδους που έλειπα από το σπίτι για τις παραστάσεις μου. Ελπίζω η ζωή που έκαναν μαζί μου να τις έχει πλουτίσει με εμπειρίες, γνωριμίες και εικόνες που αν ήμουν κάποια άλλη δεν θα τις είχαν. Ελπίζω να τις βοήθησε να γίνουν πολίτες του κόσμου. Είναι δύο έξυπνες και ταλαντούχες νέες γυναίκες και πιθανόν το παράδειγμά μου να τις δίδαξε τους τρόπους να ακολουθούν τον δρόμο τους και να βρίσκουν ισορροπίες στη ζωή τους. Αυτά προσπάθησα να τους εμφυσήσω».

Τι σημαίνει για εσάς η λέξη επιτυχία;

«Επιτυχία για κάθε μουσικό είναι η ευκαιρία να κάνει μουσική και να επικοινωνήσει διά αυτής με ένα κοινό που εκτιμά την προσπάθεια και την προσφορά του. Από εκεί και πέρα, από παράσταση σε παράσταση, καθένας από εμάς μετράει με τον δικό του τρόπο, με τη δική του μεζούρα, τον βαθμό επιτυχίας της κάθε βραδιάς».

Παράλληλα με τις εμφανίσεις σας κάνετε και σεμινάρια τραγουδιού σε μαθητές και σε νέους καλλιτέχνες. Τι τους λέτε; Ποιες είναι οι συμβουλές που τους δίνετε;

«Θέλω οι νέοι τραγουδιστές να είναι προετοιμασμένοι για τον νέο κόσμο στον οποίο θα βρεθούν. Εναν κόσμο που θα πρέπει να αντιμετωπίσουν έχοντας όσο το δυνατόν περισσότερα προσόντα. Ζούμε στην εποχή που οι δισκογραφικές εταιρείες αλλά και τα μεγάλα θέατρα λειτουργούν σε καθεστώς μεγάλου ανταγωνισμού, ο οποίος μάλιστα παίρνει άλλες μορφές σε σχέση με το παρελθόν, καθώς περνά στο Διαδίκτυο. Ετσι, πέρα από τις βασικές και απόλυτα απαραίτητες δεξιότητες που εγώ διδάχθηκα – την τεχνική και το στυλ του τραγουδιού, τις διάφορες γλώσσες κ.λπ. –
οι τραγουδιστές που ξεκινούν τώρα πρέπει να γνωρίζουν και πώς να κινηθούν και να προσεγγίσουν το κοινό διά των ψηφιακών μέσων. Πώς να αναπτύξουν δικά τους διαδικτυακά projects, πώς να παρουσιάσουν βίντεο με τη δουλειά τους, ακόμα και πώς να τραγουδήσουν σε άλλα στυλ, διαφορετικά από αυτά του λυρικού τραγουδιού. Εκείνο που κυρίως θέλω να θυμίζω στους νέους τραγουδιστές είναι πως η ομορφιά της ανθρώπινης φωνής οφείλεται και στη μοναδικότητά της. Δεν υπάρχουν δύο φωνές όμοιες! Οπότε και εσύ, για να προχωρήσεις, πρέπει να βρεις τη δική σου, τη μοναδική φωνή!».