Είναι το μεγαλύτερο ξύλινο κτίριο στην Ευρώπη και το δεύτερο μεγαλύτερο σε ολόκληρο τον κόσμο. Τα «ΝΕΑ» επισκέφθηκαν το απροσπέλαστο εδώ και χρόνια ιστορικό κτίσμα του Ελληνικού Ορφανοτροφείου της Πριγκίπου, λίγες ημέρες μάλιστα πριν από μια ιστορική συνάντηση με στόχο τη διάσωσή του από την επικείμενη κατάρρευση. Μια προσπάθεια στην οποία πρωτοστατεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο από τότε που επανέκτησε την κυριότητα του συγκλονιστικού αυτού οικοδομήματος.
Οσοι έχουν επισκεφθεί τα Πριγκιπόννησα έχουν να λένε για την ομορφιά της φύσης αλλά και βέβαια της αρχιτεκτονικής αυτών των νησιών στη Θάλασσα του Μαρμαρά. Μέχρι τα Σεπτεμβριανά του 1955, αρκετές χιλιάδες Ρωμιοί ζούσαν σε αυτά τα νησιά τα οποία είχαν γλιτώσει για μερικές δεκαετίες από τα δεινά που επέφερε η Μικρασιατική Καταστροφή και έτσι τα Πριγκιπόννησα είχαν διατηρήσει έναν πληθυσμιακό χαρακτήρα ως επί το πλείστον ελληνικό. Ωστόσο το 1955 το πογκρόμ ενάντια στους Ελληνες της Πόλης σήμανε και την αντίστροφη μέτρηση για τους Ρωμιούς των Πριγκιπόννησων οι οποίοι αναγκάστηκαν σταδιακά να φύγουν, ειδικά μετά και τις απελάσεις του 1964. Ενδεικτικό είναι και το γεγονός πως η Πρίγκιπος, το μεγαλύτερο από τα Πριγκιπόννησα, έχει σήμερα μόνο περίπου 500 Ρωμιούς επί συνόλου 8,000 κατοίκων. Το 1964 ήταν και η χρονιά κατά την οποία έκλεισε το Ορφανοτροφείο της Πριγκίπου, 61 χρόνια μετά την ανέγερσή του. Τραγική η μέθοδος, αλλά και από το μέγεθος αυτού ειδικά του κτιρίου είναι που μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει καλύτερα πόσο μεγάλη ήταν η κοινότητα των Ελλήνων της Πόλης. Οταν μόνο για τη φιλοξενία των ορφανών της επιστρατεύθηκε ένα κτίριο 20.000 τ.μ., μπορεί κανείς εύκολα να αντιληφθεί για τι πληθυσμός μιλάμε. Το 1955 υπολογιζόταν γύρω στις 100.000.
Προοριζόταν για ξενοδοχείο
Το «επιστρατεύθηκε» δεν είναι τυχαίο. Το κτίριο δεν κτίστηκε για να γίνει ορφανοτροφείο αλλά θέρετρο, κάτι άλλωστε που μαρτυρεί και η πολυτελής κατασκευή του. Η ανέγερσή του ξεκίνησε το 1898 με στόχο να καταλήγουν εκεί για διακοπές οι πλέον εκλεκτοί των αριστοκρατών οι οποίοι έφταναν με το «Οριάν Εξπρές», το οποίο τότε συνέδεε το Παρίσι με την Πόλη μέσω Στρασβούργου, Μονάχου, Βιέννης, Βουδαπέστης και Βουκουρεστίου. Στο τέλος όμως ο σουλτάνος, ο οποίος φοβόταν ότι θα μετατρεπόταν σε κέντρο τζόγου, απαγόρευσε τη χρήση του ως ξενοδοχείου και έτσι η ιδιοκτήτριά του Ελένη Ζαρίφη το δώρισε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1902 προκειμένου να στεγάσει τα ορφανά της Πόλης.
Μέχρι και το κλείσιμό του το 1964 το κτίριο είχε φιλοξενήσει στους πέντε ορόφους του με τα 216 δωμάτια περί τις 5.700 παιδιά, τα οποία λάμβαναν εκεί, εκτός από τη διαμονή και τη σίτισή τους, πρωτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς το Ορφανοτροφείο διέθετε σωρεία αιθουσών για πολλαπλές χρήσεις. Το 1964, χρονιά των απελάσεων, το τουρκικό κράτος διέταξε την εκκένωσή του επικαλούμενο θέματα ασφάλειας, τα οποία δεν υπήρχαν βεβαίως. Επρόκειτο για καθαρά πολιτική απόφαση η οποία κράτησε το κτίριο κλειστό αλλά σε πολύ καλή κατάσταση και συντηρούμενο, μέχρι που το 1980 μια πυρκαγιά προκάλεσε αρκετές ζημιές.
Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, το τουρκικό Δημόσιο μετέφερε παράνομα την κυριότητα του κτιρίου στα βακούφια και από εκείνη τη στιγμή το Οικουμενικό Πατριαρχείο ξεκίνησε έναν μακρύ δικαστικό αγώνα ο οποίος κατέληξε με τη δικαίωση του Φαναριού από το ΕΔΑΔ το 2005 και την επιστροφή του Ορφανοτροφείου στο Πατριαρχείο τον επόμενο χρόνο. Από τότε έγιναν πολλές σκέψεις και προσπάθειες να διασωθεί, κυρίως για να μετατραπεί σε παγκόσμιο κέντρο για το περιβάλλον, όμως δεν τελεσφόρησαν, κυρίως λόγω του πολύ μεγάλου οικονομικού κόστους και άλλων παραγόντων.
Ταξίδι για την Πρίγκιπο
Πριν από μερικές ημέρες λοιπόν, με ένα βαπόρι από το Μποστάντζι στην ασιατική πλευρά της Πόλης, ακριβώς απέναντι από τα Πριγκιπόννησα, και ύστερα από περίπου μία ώρα με μια σύντομη στάση στη Χάλκη φτάσαμε στην Πρίγκιπο. Σε καλή περίοδο ευτυχώς. Κάτι που πάει να πει οποιαδήποτε άλλη εποχή πλην του καλοκαιριού, οπότε την κατακλύζουν οι ορδές των τουριστών από την Πόλη.
Οι άμαξες, οι οποίες μέχρι πρότινος ήταν το μοναδικό μεταφορικό μέσο, έχουν πια καταργηθεί και τη θέση τους έχουν πάρει ηλεκτροκίνητα αμαξίδια παρόμοια με αυτά στα γήπεδα του γκολφ, τα οποία μπορεί κανείς να νοικιάσει ως ταξί, εάν δεν θέλει να περιμένει το παρόμοιου τύπου «λεωφορείο». Με ένα τέτοιο «ταξί» ανηφόρισα ακολουθώντας τη γνώριμη σε πολλούς διαδρομή, έξω από τα ομορφότερα αρχοντικά, προς το κέντρο του νησιού, στο σταυροδρόμι από όπου και αρχίζει η ανάβαση για όσους το αντέχουν – αξίζει όμως… – προς το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου. Στον δρόμο οι προσκυνητές δένουν κλωστές για τάματα στον Αγιο, κάτι που συνηθίζουν και οι μουσουλμάνοι επισκέπτες.
Στην αυλή που προοριζόταν για ευγενείς
Η οδηγός μού είπε ότι δεν μπορούσε να με πάει μέχρι το Ορφανοτροφείο και με απέτρεψε να πάω εκεί διότι, όπως μου είπε, είναι άδικος κόπος, είναι «κλειστό εδώ και χρόνια, απροσπέλαστο και πολύ επικίνδυνο». Της είπα ότι είμαι δημοσιογράφος και κατάφερα να πάρω ειδική άδεια για να το επισκεφθώ – και ήταν αλήθεια -, χωρίς όμως να αλλάξω έστω και στο ελάχιστο την έκφραση δυσπιστίας στο πρόσωπό της. «Είναι εδώ πιο πάνω» μου είπε. Το «πιο πάνω» ήταν 10 λεπτά ανηφόρα και έτσι, με δοκιμασμένες τις αντοχές μου, έφτασα στη στροφή από όπου ξαφνικά προβάλλει αυτό το ασύλληπτο σε μέγεθος και μεγαλοπρέπεια οικοδόμημα, κι αυτό παρότι μόνο ένα κομμάτι του είναι ορατό από τον δρόμο.
Το υπόλοιπο είναι κυριολεκτικά πάνω στην άκρη της κορυφής του λόφου, μια τοποθεσία με θέα μοναδική. Ο φύλακας, ο κ. Τζεμάλ από τη Σινώπη του Πόντου, ζει εκεί, πίσω από την περίφραξη, μόνιμα, σε ένα λυόμενο χτισμένο σε ξεκάθαρη απόσταση ασφαλείας από το κτίριο, μαζί με τη γυναίκα του, τον σκύλο-φύλακα και καμιά δεκαριά κότες, οι οποίες περιφέρονται στην αυλή η οποία φτιάχτηκε πριν από έναν αιώνα και βάλε για να δεχθεί αριστοκράτες και βασιλείς. Αφού βεβαιώθηκε ότι η άδεια που είχα ήταν όντως αληθινή – σπανίζουν εκεί οι επισκέπτες και οι άδειες επίσης λόγω κινδύνου -, αλλά και αφού φρόντισε να διαπιστώσει εάν γνώριζα πόσο πραγματικά επικίνδυνο είναι το κτίριο, το οποίο ομολογώ ότι το φανταζόμουν σε καλύτερη κατάσταση, ξεκινήσαμε μαζί για τη βόλτα.
Στο σημείο όπου βρίσκεται η μεγάλη σάλα, το μοναδικό θεωρητικά προσβάσιμο πλέον σημείο του εσωτερικού, αφού το κτίριο σφραγίστηκε πια, προχώρησα και έφτασα σχεδόν μέσα για να ακούσω την παράκληση του φρουρού να απομακρυνθώ αμέσως. «Πέφτουν συνεχώς κομμάτια και κεραμίδια, από την οροφή, από παντού» μου εξήγησε, «είναι πραγματικά εξαιρετικά επικίνδυνο να το πλησιάσει κανείς».
Παιδιά από την Κόλαση στον Παράδεισο
Σε ένα ύψωμα από όπου φαίνεται όλη η πίσω μεριά του κτιρίου, καθίσαμε στην περίφραξη και καθώς φωτογράφιζα προσπάθησα να φανταστώ πώς πρέπει να ήταν η χορταριασμένη σήμερα αυλή του, αν μπορεί να πει κανείς έτσι μια έκταση 23 στρεμμάτων γης, τις μέρες που το κτίριο λειτουργούσε ακόμη ως ορφανοτροφείο και σχολείο. Αλλά και πόσο αυτό το παραμυθένιο πραγματικά τοπίο μπορούσε να επιδράσει στον τσαλακωμένο ψυχισμό παιδιών που μεγάλωναν σε ένα ίδρυμα χωρίς να έχουν γονείς και οικογένεια.
Αν δηλαδή όλη αυτή η ομορφιά, η αδιανόητη ομορφιά που ακόμη διατηρούν τα Πριγκιπόννησα, είχε κάποια επίδραση σε αυτά τα παιδιά, ποια και πόση. Αλλά και τι απέγιναν τα τελευταία εκείνα παιδιά των δεκαετιών του ’50 και του ’60 όταν έφυγαν από εκεί το 1964. Εκοβα βόλτες για αρκετή ώρα πλησιάζοντας το κτίριο στα σημεία που μπορούσα, όμως πλέον είναι τόσο επικίνδυνο που ακόμα και με το να το προσεγγίσει κανείς βάζει τη ζωή του σε κίνδυνο. Κομμάτια του πέμπτου, του τέταρτου και του τρίτου ορόφου έχουν πια καταρρεύσει και η τελευταία φορά που κάποιος μπήκε στο εσωτερικό του ήταν πριν από μερικά χρόνια. Εκτοτε απαγορεύεται για λόγους στατικότητας, Ακόμα και οι ειδικοί οι οποίοι μελετούν τη συντήρηση χρησιμοποιούν drones για να μελετήσουν το εσωτερικό του.
Ενώνουν δυνάμεις για τη διάσωση
Αυτή είναι μάλλον και η τελευταία ευκαιρία που θα έχει το Οικουμενικό Πατριαρχείο για να διασώσει το κτίσμα, αφού πλέον είναι βέβαιο πως εάν δεν διασωθεί άμεσα θα καταρρεύσει και μαζί του θα χαθεί ένα σπάνιο κομμάτι όχι μόνο της ιστορίας των Ρωμιών αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Ωστόσο αυτή τη φορά το Πατριαρχείο έχει συμμάχους. Εκτός από την ελληνοαμερικανική ομογένεια και το ενδιαφέρον στην Ελλάδα, ο δήμος της Κωνσταντινούπολης πρωτοστατεί ενεργά και στηρίζει την προσπάθεια για αναστήλωση του κτιρίου, την οποία έχει αγκαλιάσει και το σύνολο των κατοίκων, όχι μόνο των Ρωμιών. Ο ίδιος ο δήμαρχος της Πόλης πήγε στο κτίριο και επέβλεψε τις μελέτες, ενώ την ερχόμενη Δευτέρα και Τρίτη οι Αρχές, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εμπειρογνώμονες και άλλοι ενδιαφερόμενοι να συνδράμουν θα συζητήσουν για δύο ημέρες τρόπους για να διασωθεί αυτό το κόσμημα της Πριγκίπου και των Ρωμιών.
Το εάν θα τα καταφέρουν με τον βαθμό δυσκολίας που έχει το εγχείρημα, ειδικά οικονομικά, είναι ένα ερώτημα που θα απαντηθεί στη συνέχεια. Οποιος μπορέσει όμως να βρεθεί στην αυλή του και να νιώσει το δέος που αισθάνεται κανείς μπροστά σε αυτό το μοναδικό οικοδόμημα, αυτό το τεράστιο και το αριστουργηματικό ξύλινο παλάτι, κατανοεί αλλά και μοιράζεται την αγωνία όσων πασχίζουν να το σώσουν, ένα βήμα πια προτού ο χρόνος το μετατρέψει σε μια άμορφη μάζα από ερείπια.