Η Μεγάλη ιδέα είναι εντυπωσιακό μυθιστόρημα. Οχι γιατί είναι το πρώτο του Αντόν Μπεραμπέρ ούτε γιατί όταν κυκλοφόρησε το 2018 στη Γαλλία ο συγγραφέας ήταν μόνο 31 ετών. Σ’ αυτήν την ηλικία άλλωστε ο Αντρέ Μαλρό εξέδωσε το 1932 το μείζον μυθιστόρημά του (και ένα από τα σημαντικότερα του 20ού αιώνα), την Ανθρώπινη μοίρα, για να μείνω μόνο σε ένα παράδειγμα. Το σημαντικότερο στην περίπτωση του Μπεραμπέρ είναι η επιστροφή στη μεγάλη αφήγηση, όπως είχε πει και ο ίδιος, αξιοποιώντας τους διαχρονικούς μύθους με μοντέρνα υλικά – και σε ένα σύγχρονο πλαίσιο (ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό). Αναδεικνύοντας, επιπλέον, στον ύψιστο βαθμό εκείνο που αποκαλούμε ποιητική της πρόζας. Η «μεγάλη ιδέα» παραπέμπει φυσικά στη Μικρασιατική Εκστρατεία, την καταστροφή συγκεκριμένα, αφού ο κεντρικός χαρακτήρας Σαούλ Καλογιάννης προέρχεται από εκείνη την εποχή. Είναι επικεφαλής μιας ομάδας ελλήνων στρατιωτών που καταφέρνουν να ξεφύγουν από την κόλαση της Σμύρνης και να σωθούν.
«Μυθιστορηματική διατριβή»
Πενήντα χρόνια αργότερα ένας νεαρός ερευνητής αναλαμβάνει να γράψει μια διδακτορική διατριβή για τον Καλογιάννη. Η έρευνα είναι βέβαια πρόφαση για να δημιουργηθεί ένα μυθικός ήρωας, ένας νεότερος Οδυσσέας, και να μας μεταφέρει ο Μπεραμπέρ σε πλήθος τόπους: από τη Μικρά Ασία ως την Ευρώπη, ως τη Μόσχα, ως τα Βαλκάνια, την ορεινή Ελλάδα και τις φυλακές της απριλιανής δικτατορίας, και ως τον Νέο Κόσμο, στήνοντας ένα γοητευτικότατο παζλ αφηγήσεων, όπου Ιστορία και Γεωγραφία (χώρος και χρόνος) συνυπάρχουν και αλληλοτροφοδοτούνται – με πλήθος αναφορές στην κουλτούρα, παλαιότερη και σύγχρονη, και τους μύθους των λαών, από την ομηρική Οδύσσεια πρωτίστως αλλά και περιστασιακά από αλλού, όπως από το γερμανικό μεσαιωνικό έπος Το τραγούδι των Νιμπελούνγκεν. Οι πολιτισμικές αναφορές δεν αποπροσανατολίζουν τον αναγνώστη. Δηλαδή στη Μεγάλη ιδέα δεν «ανασκολοπίζεται» η κουλτούρα, αλλά χρωματίζει το ιστορικό και μυθικό αποτύπωμα και το καθιστά άκρως γοητευτικό. Αλλωστε, η μεταφράστρια Αλεξάνδρα Κωσταράκου, που έκανε εξαιρετική δουλειά, φρόντισε να εφοδιάσει το βιβλίο με εβδομήντα σύντομες, διαφωτιστικές σημειώσεις. Για μυθιστόρημα αυτού του πεδίου και τέτοιας έκτασης δεν είναι πολλές.
Το βιβλίο δεν είναι περιδιάβαση, ούτε η ιστορία ενός και μόνον ανθρώπου. Ο Σαούλ Καλογιάννης, φιγούρα μυθική, αντιφατική, σκοτεινή ενίοτε, μακρινή και ωστόσο κοντινή, παρουσιάζεται μέσα από τις αφηγήσεις όσων τον γνώρισαν – ή υποτίθεται ότι τον γνώρισαν – παραμένοντας ένα αίνιγμα ως το τέλος. Ο ευφυής Μπεραμπέρ βάζει τον αφηγητή του να συναντά τον Καλογιάννη, αλλά εμείς δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για τον πραγματικό Καλογιάννη ή για μια αντανάκλαση του θρύλου που δημιούργησε. Σε τελική ανάλυση, μικρή σημασία έχει.
Η λογοτεχνία «επινοεί τον εαυτό της»
Σε συνέντευξή του στο περιοδικό «L’ Obs» o Μπεραμπέρ είχε πει πως «πρέπει να ξαναδώσουμε στο έπος την ικανότητα να ερμηνεύει τον σημερινό κόσμο». Και ακόμη, πως «η λογοτεχνία», έτσι, «έχει τη δυνατότητα να επινοήσει ξανά τον εαυτό της, να γίνει ξανά λυρική». Ο ίδιος, γεννημένος σε προάστιο του Παρισιού, ζει στο Κάιρο και διδάσκει αρχαία ελληνικά και λατινικά. Εύλογα συμπεραίνει κανείς ότι στις δύο αυτές γλώσσες ανακαλύπτει την κοιτίδα των μεγάλων αφηγήσεων. Η επινόηση στην οποία αναφέρεται είναι βέβαια η μεταφορά του οδυσσειακού μύθου στη σημερινή εποχή. Η λογοτεχνία επινοεί τον εαυτό της αντλώντας από – και μεταμορφώνοντας – το αρχαίο παράδειγμα.
Ο κόσμος που μας παρουσιάζει σε πλείστες εκδοχές ο Μπεραμπέρ είναι τόσο πραγματικός όσο και φανταστικός, όπως και ο Σαούλ Καλογιάννης. Η υψηλή λογοτεχνία επομένως μπορεί να προκύψει κι από φθαρτά υλικά, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα τα συνδέσουμε με το επικό νήμα. Το ότι θεωρεί πως το νήμα αυτό εκφράζεται με σειρές όπως ο Χάρι Πότερ ή το Game of Thrones είναι άποψη συζητήσιμη, για να μην πω αντιφατική, αφού το μυθιστόρημά του, μολονότι στοχεύει στο μεγάλο κοινό, δεν παύει να είναι αυτό που λέμε και υψηλή λογοτεχνία. Είναι εντυπωσιακός ο συνδυασμός ρεαλισμού και ποίησης, η ακρίβεια των περιγραφών, η γλώσσα του που δεν παύει να γοητεύει ακόμη κι όταν καταφεύγει στο μπαρόκ. Οπως συμβαίνει στα φιλόδοξα έργα, και εδώ είναι εμφανές ότι ο συγγραφέας προέβη σε επίπονη και πολύχρονη έρευνα. Αλλά η μεγάλη επιτυχία του είναι πως τα στοιχεία της έρευνας αυτής δεν ξεστρατίζουν την αφήγηση. Οι σκηνές μάχης που περιγράφει, λόγου χάρη, είναι εντυπωσιακές, αν μάλιστα σκεφτεί κανείς πως ο συγγραφέας κατά πάσα πιθανότητα δεν θα πρέπει να είχε εμπειρίες από πρώτο χέρι. Εντυπωσιακές είναι και οι εικόνες του από τον Νέο Κόσμο, που σου δίνουν όμως την αίσθηση ότι ο κόσμος αυτός είναι συνέχεια ή προέκταση του παλαιού.
Οι μικρές αφηγήσεις, η μεγάλη αφήγηση
Ο ερευνητής συναντά πλήθος ανθρώπων που του μίλησαν για τον Καλογιάννη. (Το όνομα Καλογιάννης δεν επελέγη τυχαία από τον συγγραφέα. Γλυκόπικρο, δίσημο και ελαφρώς ειρωνικό, του ταιριάζει.) Οι εξιστορήσεις τους, αληθινές ή επινοημένες, συνθέτουν τη μεγάλη αφήγηση, η οποία, σε τελική ανάλυση, είναι ο κόσμος: αντιφατικός, τραγικός, ωραίος ή σκοτεινός, σαν τον κεντρικό χαρακτήρα. Οι επί μέρους αφηγήσεις μπορεί να είναι αντιφατικές αλλά συνθέτουν – συχνά κατά τρόπο αναπάντεχο – τη μεγάλη περιπέτεια την οποία οικειοποιείται ο Μπεραμπέρ. Δεν είναι όμως ο παλαιός «παντογνώστης αφηγητής». Είναι εκείνος που μαθαίνει από τους άλλους – και ωστόσο αυτό που μαθαίνει «είναι» και «δεν είναι». Για τον Μπεραμπέρ λοιπόν σε μεγάλο βαθμό η γοητεία είναι παράγωγο της αμφιλογίας, όπου ανακαλύπτουμε και το υπαρξιακό βάθος του κεντρικού του χαρακτήρα, και όπου κάθε περιγραφή των περιπετειών του λειτουργεί ως αντανάκλαση του εσωτερικού του κόσμου.
Οι, ας πούμε, «ομηρικοί» παραλληλισμοί διατρέχουν την αφήγηση, όπως εκεί όπου ο Καλογιάννης διασχίζει τον Ατλαντικό πηγαίνοντας για την Αμερική (από τις ωραιότερες σελίδες του μυθιστορήματος, που θυμίζουν εξ αντανακλάσεως τις αντίστοιχες στον Ομηρο με τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη). Κι εδώ, καθώς και σε όλο το μυθιστόρημα, η ποιητικότητα της γλώσσας είναι εκείνη που αναδεικνύει την αξία των ρεαλιστικών στοιχείων – κατόρθωμα διόλου μικρό και γνώρισμα των σημαντικών πεζογράφων. Ο Μπεραμπέρ θέλησε να γράψει ένα σχεδόν οικουμενικό μυθιστόρημα με οικουμενικό πρωταγωνιστή. Δεν είναι συμπτωματικό, επομένως, που διάλεξε γι’ αυτό έναν Ελληνα. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι το βιβλίο του θα αγαπηθεί από τους αναγνώστες της χώρας μας.
Anton Beraber
Η μεγάλη ιδέα
Μετάφραση Αλεξάνδρα Κωσταράκου.
Εκδόσεις Πόλις, 2021, σελ. 608, τιμή 22 ευρώ