Μπορεί η Γαλλία και ιδίως οι εκπρόσωποι της γαλλικής πολιτικής ζωής να περηφανεύονται συχνά για την προσήλωσή τους στη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, ωστόσο θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Γαλλία είναι μία από τις χώρες που ακόμη δεν έχει παραδεχτεί πλήρως πόσο προβληματικό ήταν το αποικιακό της παρελθόν.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που στον τρόπο που ακόμη και σήμερα διεκδικεί έναν ρόλο «μεγάλης δύναμης» διακρίνουν μια ιδιότυπη επιθυμία επιστροφής στην εποχή της «αυτοκρατορίας».
Και εάν κάτι συμπυκνώνει αυτή τη δύσκολη μνήμη είναι ακριβώς το ζήτημα της Αλγερίας. Άλλωστε, η Αλγερία δεν απλώς μια αποικία. Ήταν ενσωματωμένη στην κανονική γαλλική επικράτεια, ήταν μια περιφέρεια της Γαλλίας, ενώ ένας σημαντικός αριθμός Γάλλων είχαν πάει να ζήσουν στην Αλγερία.
Όμως, για τη μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων της Αλγερίας, η Γαλλία ήταν μια αποικιακή δύναμη. Και μέσα στο μεγάλο κύμα των αντιαποικιακών αγώνων μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αλγερία ξεχώρισε με τον επίμονο αγώνα του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, του FLN.
Αρχικά οι γαλλικές κυβερνήσεις αρνούνταν να σκεφτούν το ενδεχόμενο να χάσουν την Αλγερία. Αυτό είχε φανεί ήδη με τη σφαγή της Σετίφ, όταν οι γαλλικές δυνάμεις επιτέθηκαν στις 8 Μαΐου 1945 σε διαδηλωτές που πανηγύριζαν το τέλος του πολέμου και ζητούσαν να ανοίξει ο δρόμος για την ανεξαρτησία της Γαλλίας. Το αποτέλεσμα της καταστολής των επόμενων ημερών θα είναι χιλιάδες Αλγερινοί νεκροί.
Το αποτέλεσμα της πολιτικής της «Γαλλικής Αλγερίας» ήταν ένας «βρώμικος πόλεμος» που περιλάμβανε την αποστολή ειδικών δυνάμεων του στρατού, την προσπάθεια τρομοκράτησης του πληθυσμού και τη γενικευμένη χρήση βασανιστηρίων. Απέναντί τους είχαν ένα ιδιαίτερα επίμονο απελευθερωτικό κίνημα που είχε πάρει τα όπλα. Ο πόλεμος αυτός διεξαγόταν στο έδαφος της Αλγερίας, αλλά και στο έδαφος της Γαλλίας, αφού ένας μεγάλος αριθμός Αλγερινών ζούσε και εργαζόταν στη Γαλλία.
Επιπλέον, ένα σημαντικό τμήμα της γαλλικής αριστεράς θα καταγγείλει τη στάση του γαλλικού κράτους και θα ζητήσει το τέλος του πολέμου και την ανεξαρτησία της Αλγερίας.
Σταδιακά οι γαλλικές κυβερνήσεις θα καταλάβουν ότι ήταν αδύνατο να κερδίσουν τον πόλεμο. Αυτό θα οδηγήσει σε διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους της «προσωρινής κυβέρνησης της Αλγερινής Δημοκρατίας» (ουσιαστικά με το FLN). Τo 1961 οι διαπραγματεύσεις προχωρούσαν με εντατικούς ρυθμούς, όμως υπήρχαν ισχυρά τμήματα του γαλλικού κράτους που επέμειναν στη γραμμή της «γαλλικής Αλγερίας». Αυτό θα οδηγήσει το FLN στο να ξεκινήσει ξανά τις δράσεις και στη Γαλλία (κυρίως με επιθέσεις κατά αστυνομικών) για να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση.
Η μεγάλη διαδήλωση της 17ης Οκτωβρίου
Η απάντηση στις νέες επιθέσεις θα είναι η κλιμάκωση της πίεσης ενάντια στους Αλγερινούς στη Γαλλία, με αποκορύφωμα την απαγόρευση της βραδινής κυκλοφορίας για τους Αλγερινούς και γενικά τους μουσουλμάνους (παρότι τυπικά ήταν γάλλοι πολίτες με γαλλικές ταυτότητες). Από τη μεριά του το FLN αποφάσισε να απαντήσει και με μια μεγάλη διαδήλωση που θα έσπαγε την απαγόρευση της κυκλοφορίας.
Στη διαδήλωση θα συμμετέχουν δεκάδες χιλιάδες Αλγερινοί. Η αστυνομία θα προσπαθήσει να εμποδίσει την κίνησή τους και θα προχωρήσει σε χιλιάδες συλλήψεις. Στο τέλος ένα τμήμα της διαδήλωσης θα μπορέσει να κινηθεί στις μεγάλες λεωφόρους μέχρι την Όπερα, όπου θα την σταματήσουν οι αστυνομικοί.
Η μεγάλη σφαγή
Παρότι η διαδήλωση ήταν ειρηνική, η αστυνομία θα επιτεθεί τόσο ενάντια στη διαδήλωση όσο και ενάντια στους συλληφθέντες. Θα υπάρξουν πυροβολισμοί ενάντια στο πλήθος, ενώ στη Γέφυρα του Νεϊγί διαδηλωτές θα σπρωχτούν στον Σηκουάνα και θα πνιγούν. Δεκάδες πτώματα θα ανασυρθούν αργότερα από τα νερά.
Η αγριότητα της αστυνομίας ήταν πρωτοφανής και σε μεγάλο βαθμό αυτό ήταν αποτέλεσμα ενός αισθήματος «εκδίκησης» που είχε καλλιεργήσει τις προηγούμενες μέρες η ίδια η ηγεσία της αστυνομίας που είχε απαντώντας στις επιθέσεις σε βάρος αστυνομικών είχε δώσει τη γραμμή «για κάθε ένα χτύπημα που δεχόμαστε, θα δίνουμε δέκα».
Ο ακριβής αριθμός των νεκρών εκείνης της νύχτας δεν έγινε ποτέ γνωστός. Η επίσημη ανακοίνωση μιλούσε μόνο για 2 νεκρούς, όμως η μετέπειτα ιστορική έρευνα έχει δείξει ότι μιλάμε για 200-300 νεκρούς. Μεγάλο ρόλο θα παίξει στην αποκάλυψη της πραγματικών διαστάσεων της σφαγής και η ιστορική έρευνα που επίμονα θα κάνει για χρόνια ο Jean Luc Einaudi.
«Εδώ πνίγουμε Αλγερινούς»
Ενδεικτικό του κλίματος που είχε δημιουργηθεί θα είναι και ένα ανατριχιαστικό σύνθημα που θα γραφτεί στη γέφυρα του Σεν Μισέλ λίγες μέρες αργότερα: «Εδώ πνίγουμε Αλγερινούς».
Ο ρόλος του Μωρίς Παπόν
Πρόσωπο κλειδί στην αιματηρή καταστολή θα είναι ο αστυνομικός διευθυντής του Παρισιού Μωρίς Παπόν. Αυτός θα είναι ο εμπνευστής της «σκληρής γραμμής».
Ο Παπόν απολάμβανε της εμπιστοσύνης του Ντε Γκωλ που άλλωστε τον παρασημοφόρησε το 1961.
Στον Παπόν δεν καταλογίζεται μόνο η σφαγή της 17ης Οκτωβρίου 1961 αλλά και αυτή της 8ης Φεβρουαρίου του 1962 όταν ο Παπόν θα διατάξει τη βίαιη καταστολή μιας διαδήλωσης κατά της ακροδεξιάς οργάνωσης OAS με αποτέλεσμα στο σταθμό του Μετρό της Σαρόν να σκοτωθούν από αστυνομικούς 9 μέλη του συνδικάτου CGT και του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Παρ’ όλα αυτά ο Παπόν θα έχει μια σημαντική πολιτική καριέρα και θα χρηματίσει και υπουργός σε μια από τις κυβερνήσεις της προεδρίας του Ζισκάρ Ντ’Εσταίν.
Όμως, κάποια στιγμή θα χρειαστεί να έρθει αντιμέτωπος με το σκοτεινό του παρελθόν. Ήδη από τη δεκαετία του 1980 είχαν αρχίσει οι αποκαλύψεις για τον ρόλο του ως αστυνομικού διευθυντή στο Μπορντώ στη διάρκεια της Κατοχής και τη συμμετοχή του στην απέλαση 1690 Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το 1998 ο Παπόν θα καταδικαστεί για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και θα φυλακιστεί.
Η δύσκολη παραδοχή της ενοχής
Το γαλλικό κράτος θα παραδεχτεί την ευθύνη του για τη σφαγή της 17ης Οκτωβρίου πολύ αργά. Μόλις το 2001, σαράντα χρόνια μετά, ο Δήμος του Παρισιού θα τοποθετήσει μια αναμνηστική πλάκα για τα θύματα και μόλις το 2012 ο τότε Πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ θα παραδεχτεί ότι έλαβε χώρα η σφαγή.
Όμως, ακόμη και σήμερα η μνήμη εκείνων των γεγονότων παραμένει ένα διακύβευμα στη Γαλλία. Πέραν των νοσταλγών της αποικιοκρατίας στη Γαλλική Άκρα Δεξιά (δεν είναι τυχαίο ότι ο αρχικός πυρήνας του «Εθνικού Μετώπου» του Ζαν Μαρί Λεπέν ήταν νοσταλγοί του καθεστώτος του Βισύ και υποστηρικτές των πραξικοπηματιών του OAS), παραμένει ισχυρό το ιδεολογικό αντανακλαστικό ότι η απώλεια της Αλγερίας ήταν ένα τραύμα. Επιπλέον, ιδίως τα γαλλικά κόμματα της δεξιάς δεν ήθελαν να χάσουν την ψήφο των pied-noirs, των Γάλλων που εγκατέλειψαν την Αλγερία μετά την ανεξαρτησία.
Ακόμη χειρότερο είναι το γεγονός ότι παραμένει βαθιά ριζωμένη η αντίληψη στη Γαλλία ότι δεν υπήρχε «Αλγερινό έθνος» ή «Αλγερία» πριν την αποικιοκρατία (και άρα αυτή ήταν δικαιολογημένη), αντίληψη που εμμέσως πλην σαφώς επανέλαβε πρόσφατα και ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν προκαλώντας την εντονότατη αντίδραση της κυβέρνησης της Αλγερίας που τον κάλεσε να μην «παραποιεί την ιστορία», ενώ μίλησε και για ανάγκη να «αναγνωριστούν όλες οι μνήμες», κάτι που θεωρήθηκε ότι παρέπεμπε σε μια αναδρομική δικαιολόγηση της αποικιοκρατίας. Μάλιστα, ιδιαίτερη οργή προκάλεσε και ο τρόπος που κατηγόρησε την Αλγερία για το πώς εκμεταλλεύεται την «επίσημη ιστορία». Ούτως ή άλλως οι Γαλλο-αλγερινές σχέσεις δεν είναι στην καλύτερη φάση τους, με τη Γαλλία να περιορίζει τις βίζες που δίνει σε πολίτες της Αλγερίας και την Αλγερία να μην επιτρέπει τις υπερπτήσεις γαλλικών αεροπλάνων για τις επιχειρήσεις στο Σαχέλ.
Ούτε ήταν τυχαία, η πρόσφατη συγγνώμη του Μακρόν προς τους «Χαρκί», δηλαδή τους Αλγερινούς που είχαν υπηρετήσει στο πλευρό των γαλλικών δυνάμεων στον πόλεμο της Αλγερίας και που η Γαλλία τους εγκατέλειψε. Βέβαια, η πραγματικότητα είναι ότι ένα μεγάλο μέρος τους ήταν στην πραγματικότητα βίαιες ή εξαναγκαστικές στρατολογήσεις και ότι τα πραγματικά τους αισθήματα ήταν φιλικά προς την ανεξαρτησία.
Όλα αυτά δεν είναι άσχετα και από το γεγονός ότι ακόμη και το τώρα το πρόβλημα της ενσωμάτωσης στη γαλλική κοινωνία του σημαντικού αριθμού ανθρώπων από την Αλγερία και τη Βόρεια Αφρική παραμένει ενεργό και μπορεί κανείς να συναντήσει διάφορες μορφές ενδημικού ρατσισμού και προκαταλήψεων. Με έναν τρόπο η αποικιοκρατία απέχει από το να έχει τελειώσει.