Μια φορά ηθοποιός, πάντα ηθοποιός, λέει ο Δημήτρης Τάρλοου κι ας έχει στρέψει, τα τελευταία χρόνια, το ενδιαφέρον του στη σκηνοθεσία. Ιδρυτής του θεάτρου Πορεία, έχει καταφέρει να το μετατρέψει σε σημείο αναφοράς. Με επιτυχημένες παραστάσεις – δικές του ή άλλων σκηνοθετών -, με ποιότητα, προσοχή στη λεπτομέρεια. Γιατί αυτό θέλει να είναι το αποτύπωμά του.
Πώς οργανώνετε το ρεπερτόριό σας;
«Στόχος είναι μια ισορροπία που να δημιουργεί προσδοκία. Το ένστικτο με οδηγεί να επιλέξω καλλιτέχνες και μέσα από εκείνους, έργα. Λειτουργώ και ως θεατής. Προσπαθώ να συγκεντρώνουμε καλούς δημιουργούς, ισχυρούς σκηνοθέτες. Οπως, φέτος, ο Αρης Μπινιάρης ή η Μαρία Μαγγανάρη, με άποψη και οπτική, που μπορεί να είναι αντίθετη με τη δική μου, αλλά με τους οποίους έχουμε καλλιτεχνική συγγένεια. Εχουμε κάποιους πιο σταθερούς συνεργάτες ενώ εμπλουτίζουμε συνεχώς με νέους, που βγαίνουν με την καλλιτεχνική ομπρέλα του Πορεία. Αυτό σημαίνει εξέλιξη ενός θεάτρου».
Δείγμα δικής σας ασφάλειας αυτό το άνοιγμα;
«Ξεκίνησα να σκηνοθετώ πριν από 15 χρόνια με την ανασφάλεια του ανθρώπου που δεν ήξερε καν αν οι σκηνοθεσίες του θα έχουν αποδέκτη, αν θα συνεχίσω. Με τα χρόνια και την επιβεβαίωση που σου παρέχει η επιτυχία έγινα πιο γενναιόδωρος. Δεν νιώθω ανταγωνιστικά, τουλάχιστον στον βαθμό που θα με εμπόδιζε να δίνω τη σκυτάλη».
Υπήρξαν στιγμές που κλονιστήκατε;
«Είχαμε το σπάνιο πλεονέκτημα να ξεκινήσουμε με επιτυχία. Σαν να παίρνει το πρωτάθλημα μια ομάδα που μόλις δημιουργήθηκε. Εγώ τότε λειτουργούσα ως ηθοποιός-παραγωγός. Σκηνοθετούσε ο Στάθης Λιβαθινός. Οπότε, το μεσοδιάστημα του τέλους της περιόδου του Στάθη και του ξεκινήματος της δικής μου σκηνοθετικής καριέρας, ήταν δύσκολο. Δεν είχα βρει ακριβώς τον ρόλο μου. Από εκεί και πέρα το Πορεία βρήκε τον δρόμο και τους ανθρώπους που θα το στηρίξουν από πίσω. Το ότι η διεύθυνση παραγωγής λειτουργεί έτσι όπως λειτουργεί -άψογα, εδώ και δώδεκα χρόνια – δεν είναι άσχετο με τη δική μου καλλιτεχνικότητα».
Αισθάνεστε «μόνος» στο θεατρικό τοπίο;
«Το ζήτημα αφορά στο κράτος, στις επιχορηγήσεις. Ο ηρωισμός μας είναι ότι μπορούμε να λειτουργούμε περίπου σαν την εποχή των μεγάλων επιχορηγήσεων, χωρίς αρωγή και μεγάλους σπόνσορες. Το βασικό ερώτημα αφορά στην ισορροπία μεταξύ εισιτηρίων και καλλιτεχνικότητας. Λεπτή ισορροπία που απαιτεί θάρρος, εφευρετικότητα και ρίσκο, ώστε να μην πέσεις έξω».
Δεν το βλέπετε σε άλλους αυτό;
«Οι περισσότεροι δεν μπαίνουν σε αυτή τη διαδικασία. Γίνονται πιο πρόχειρα τα πράγματα, λειτουργούν περισσότερο σαν φαστ φουντ. Εμείς δεν είμαστε αυτής της αντίληψης. Φαίνεται από τον τρόπο που κινηματογραφούμε τις παραστάσεις μας – εννοώ προ πανδημίας. Οι δουλειές μας δεν είναι ταχυφαγείο, θέλουμε να μείνουν. Προέρχομαι από καλλιτεχνική οικογένεια. Πιστεύω-πιστεύουμε ότι το θέατρο πρέπει να γίνεται με την απαιτούμενη εμμονή στη λεπτομέρεια. Δεν θα κάνω πίσω στα καλλιτεχνικά μου κριτήρια για να βγάλουμε περισσότερα χρήματα».
Ξέρατε ότι είχατε μια ικανότητα να εμπνέετε;
«Το ήξερα και δεν το ήξερα. Το ανακάλυψα με την εξάσκηση, την επίδραση μιας σκηνοθεσίας μου στον κόσμο. Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν είμαι εγώ αυτό που έχω φτιάξει – δεν το πίστευα. Με την υποστήριξη ανθρώπων γύρω μου ανακάλυψα ότι αυτό που, ακόμα, δεν πιστεύω ότι είναι δική μου επίδραση, υπάρχει. Το κόλπο είναι να μην το παραπιστέψεις για να μη χαθεί η έμπνευση. Γι’ αυτό κάθε φορά πρέπει να ξεκινάς από το μηδέν, με την ανασφάλεια ότι θα ανακαλύψουμε κάτι μαζί. Και ποιος ξέρει, μπορεί να κερδίσουμε».
Πού στοχεύει η Σχολή Πυροδότησης Γραφής;
«Αυτό είναι ένα στοίχημα διόλου εύκολο να κερδηθεί. Η συγγραφή έργων είναι πραγματικά ένα ερώτημα για το πόσο μπορεί κανείς να τη διδαχθεί. Αλλά τα αποτελέσματα ήταν όντως ενθαρρυντικά. Αρα σκέφτηκα ότι κάτι γίνεται. Ενα θέατρο που θέλει να λέγεται θεατρικός οργανισμός, πρέπει να προσφέρει κάτι στον τόπο όσον αφορά στη σύγχρονη δραματουργία».
Υπάρχει σκέψη για δραματική σχολή;
«Είμαι επιφυλακτικός με το θέμα εκπαίδευσης και διδασκαλίας ηθοποιών και σκηνοθετών, γιατί πιστεύω ότι χρειάζεται μεγαλύτερη οργάνωση . Γι’ αυτό και δεν έχω δεχθεί να διδάξω. Πρέπει να γίνει μια Ακαδημία Παραστατικών Τεχνών έτσι όπως την έχει πει ο Λιβαθινός και άλλοι, και μάλιστα μέσα στα επόμενα χρόνια. Δεν ανήκει σε έναν ιδιωτικό οργανισμό η ευθύνη της διδασκαλίας. Το ότι γίνεται όπως γίνεται στην Ελλάδα δεν σημαίνει ότι πρέπει κι εμείς να συμμετέχουμε σε αυτό το πανηγύρι του κέρδους παραγωγής 400 ηθοποιών τον χρόνο. Δεν είναι σωστό. Μην κοροϊδευόμαστε».
Δουλεύατε στο Εθνικό όταν ξέσπασαν οι καταγγελίες…
«Για εμένα ήταν μεγάλο δώρο η σκηνοθεσία του «Κοτζάμπαση» στο Εθνικό – την είχα αναλάβει προ πανδημίας. Κι έτσι είχα δουλειά, έναν λόγο να βγω απ’ το σπίτι, παρά τους κινδύνους, τις δυσκολίες. Η συγκυρία δεν επηρέασε τη δουλειά μου αλλά εμένα, πάρα πολύ βαθιά, και συνεχίζει. Αλλά προτιμώ να το κρατήσω για τον εαυτό μου, μου είναι πολύ οδυνηρό».
Είστε αισιόδοξος με την «κάθαρση»;
«Αυτό μένει να αποδειχθεί. Οσο γινόταν η διαδικασία της κάθαρσης, δεν αισθανόμουν την ανάγκη να μιλήσω – δεν χρειάζεται να λέμε όλοι την άποψή μας συνέχεια. Νομίζω ότι δεν αρκεί αυτό που συμβαίνει. Φαντάζομαι πως δεν ξυπνήσαμε ένα πρωί και η περιρρέουσα χυδαιότητα εξέλιπε. Με σιγουριά μπορώ πω ότι εγώ ποτέ δεν θα επέτρεπα να συμβούν τέτοια πράγματα στο θέατρο. Οταν πήγε να συμβεί κάτι – όχι σε αυτόν τον βαθμό, αλλά που άπτετο της ηθικής μου και εμπεριείχε βία – ήταν πολύ απλό: Φώναξα τον ενδιαφερόμενο, του είπα ότι η συνεργασία μας λήγει και να μην υπάρξει άλλη όχληση γιατί θα ακολουθήσουν νομικές συνέπειες. Κι έτσι τελείωσε».
Τι φταίει;
«Νομίζω ότι σε μεγάλο βαθμό είναι υπεύθυνα τα μέσα ενημέρωσης, ιδίως τα οπτικά. Παίζουν διπλό ρόλο. Τη μια εκτιμούν και προμοτάρουν πρόσωπα και πράγματα που άπτονται αυτής της χυδαιότητας και την άλλη λειτουργούν ως καθαρτήριο. Διαλέξτε όμως… Η τηλεόραση συχνά προμοτάρει πρόσωπα που μετά τα βρίσκει σκάρτα. Εάν εκτιμάς τη δουλειά του Πορεία, πρέπει να το δείχνεις – να μην τ’ αφήνεις στην άκρη της ΕΡΤ3.
Η χυδαιότητα κάποιων ανθρώπων που ξεχείλιζε από τα μπατζάκια δεν έχει σχέση με την παθολογία άλλων που βρέθηκαν στη φυλακή. Πρέπει να τα ξεχωρίζουμε. Κι αν θέλουν πράγματι κάθαρση, να σταματήσουν να κάνουν ωριαίες και τριωριαίες συνεντεύξεις σε ανθρώπους που είναι ηλίου φαεινότερον ότι είναι τενεκέδες».
Πως βλέπετε τη νέα σεζόν;
«Δυναμική. Θα ομαλοποιηθεί η κατάσταση. Το 2022 θα είναι διαφορετικό, θα εκλείψει η πανδημία, ο φόβος της. Ελπίζω να μας μείνει ως δίδαγμα ότι οι διχασμοί δεν οδηγούν πουθενά, Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός, δεξιός-αριστερός, εμβολιαστές-αντιεμβολιαστές, πηγαίνουν πίσω την κοινωνία, δέσμια προκαταλήψεων, προλήψεων, ανοησιών. Πρέπει να ενωθούμε ως έθνος. Αλλιώς θα είμαστε πάντα στη θέση αυτού που βάλλεται από παντού. Γιατί τα αποτελέσματα του διχασμού είναι μόνο αρνητικά».