Η προσπάθεια εμπέδωσης θεσμών «δυτικής» δημοκρατίας στο Ιράκ δεν ήταν ποτέ μια εύκολη υπόθεση. Ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι οι θεσμοί αυτοί ήρθαν συνοδεία αμερικανικών βομβαρδισμών και μιας ξένης κατοχής που ακολούθησε πολυετείς κυρώσεις που είχαν αποδιαρθρώσει τον κοινωνικό ιστό της χώρας.
Επιπλέον, οι θεσμοί αυτοί έπρεπε να αναμετρηθούν μια χώρα με μια περίπλοκη εθνοτική σύνθεση, σφραγισμένη από τη διαίρεση ανάμεσα σε Σουνίτες και Σιίτες και με τους Κούρδους να είναι εδώ και χρόνια σε μια κατάσταση εκ των πραγμάτων αυτονομίας.
Την ίδια ώρα, η ιρανική κοινωνία βρέθηκε αντιμέτωπη με τα προβλήματα στη λειτουργία των κρατικών θεσμών, τις ελλείψεις στις υποδομές και την εκτεταμένη διαφθορά στο σύνολο σχεδόν των παραδοσιακών πολιτικών παρατάξεων. Επιπλέον, ένα μεγάλο μέρος της χώρας ανάμεσα στο 2014 και το 2017 χρειάστηκε να υποστεί και την καταστροφική εμπειρία του Ισλαμικού Κράτους.
Το αποτέλεσμα είναι ενώ το Ιράκ είναι μια χώρα με τεράστιο ενεργειακό πλούτο, να μην μπορεί να εξασφαλίζει καν τη λειτουργία των βασικών υποδομών (ηλεκτρικό, ύδρευση, υγεία, εκπαίδευση) ή να προσφέρει ασφάλεια, των ώρα οι διάφοροι διακανονισμοί για την κατανομή της εξουσίας ανάμεσα στις διαφορετικές εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες μετατρέπονταν στη βάση ενός συστήματος καταλήστευσης ουσιαστικά των δημοσίων πόρων από τις κυρίαρχες πολιτικές ελίτ.
Στοιχεία που είχαν πυροδοτήσει τον μεγάλο πρόσφατο κύκλο λαϊκών κινητοποιήσεων και διαμαρτυριών το 2019-2020.
Όλα αυτά βρήκαν την αντανάκλασή και στα αποτελέσματα των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών.
Τα αποτελέσματα των εκλογών
Τα αποτελέσματα που ανακοίνωσε η Ανεξάρτητη Εκλογική Επιτροπή έδειξαν ότι ο μεγάλος νικητής των εκλογών ήταν ο συνασπισμός που επικεφαλής είχε ο Μουκτάντα αλ Σαντρ που κέρδισε 73 βουλευτικές έδρες.
Ο Συνασπισμός της Προόδου, με επικεφαλής τον σουνίτη πρόεδρο της Βουλής Μοχάμεντ αλ Χαλμπούσι κέρδισε 43 έδρες, ενώ ο Συνασπισμός του κράτους δικαίου του σιίτη πρώην πρωθυπουργού Νούρι αλ Μαλίκι πήρε 37 έδρες.
Το μεγαλύτερο από τα κουρδικά κόμματα, αυτό υπό την ηγεσία του Μπαρζανί, πήρε 32 έδρες.
Παρουσία θα έχουν και τα κόμματα που εκπροσωπούν τα αιτήματα των λαϊκών κινητοποιήσεων, με ένα από αυτά να κερδίζει 10 έδρες.
Αντίθετα, η συμμαχία Φατάχ, που κυρίως εκπροσωπούσε τις πολιτικοφυλακές των «Μονάδων Λαϊκής Κινητοποίησης» και έχει φιλοϊρανικές θέσεις κέρδισε 14 έδρες αντί των 48 που είχε στην προηγούμενη εκλογική διαδικασία και έσπευσε να μιλήσει για χειραγώγηση του εκλογικού αποτελέσματος.
Βεβαίως έχει μεγάλη σημασία ότι το ποσοστό συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία ήταν ιδιαίτερα χαμηλό φτάνοντας μόλις το 41%, στοιχείο ενδεικτικό μιας κρίσης εμπιστοσύνης στην πολιτική διαδικασία.
Μέρος των αλλαγών στον εκλογικό χάρτη έχουν να κάνουν με τον νέο εκλογικό νόμο που πλέον όρισε την εκλογή σε μικρότερες εκλογικές περιφέρειες διευκολύνοντας σχηματισμούς που μπορούσαν να έχουν καλύτερη τοπική γείωση.
Όμως, σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα αντανακλά δυναμικές που έχουν αναπτυχθεί μέσα στην ιρακινή κοινωνία.
Τι δείχνει η υποχώρηση των φιλοϊρανικών κομμάτων
Τα ρεύματα που εκπροσωπούσαν τις Λαϊκές Μονάδες Κινητοποίησες, δηλαδή τις σιιτικές πολιτοφυλακές (που εντάσσονται τυπικά στις ένοπλες δυνάμεις αλλά έχουν σαφή αναφορά και στον διεθνή μηχανισμό κυρίως των Φρουρών της Επανάστασης), είδαν να υποχωρεί ο αριθμός εδρών τους.
Όμως, αυτό σε μεγάλο βαθμό εκπροσωπεί και την αλλαγή του πολιτικού κλίματος ανάμεσα στις εκλογές του 2018 και του 2021. Τότε η ήττα του Ισλαμικού Κράτους ήταν πολύ νωπή και το κύρος των φιλοϊρανικών πολιτοφυλακών που συνέβαλαν αποφασιστικά σε αυτή μεγάλο. Τώρα τα ζητήματα που αφορούσαν το εσωτερικό της ιρακινής κοινωνίας απέκτησαν μεγαλύτερη σημασία.
Μέτρησε άλλωστε και το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων του 2019-2020 συχνά αυτές οι πολιτοφυλακές λειτούργησαν και ως μηχανισμός καταστολής.
Τι σημαίνει η άνοδος του Σαντρ
Ο Μουκτάντα αλ Σαντρ προέρχεται από μία εμβληματική σιιτική οικογένεια. Ο πατέρας του, Μοχάμαντ Σαντέκ αλ-Σαντρ ήταν από τις σημαντικότερες θρησκευτικές και πολιτικές μορφές των Σιιτών του Ιράκ, με μεγάλο κύρος επειδή είχε υψώσει το ανάστημά του ενάντια στον Σαντάμ Χουσεΐν με αποτέλεσμα να δολοφονηθεί μαζί με δύο γιους του.
Ο ίδιος ο Σαντρ έγινε γνωστός μετά την εισβολή στο Ιρακ το 2003 κυρίως γιατί υποστήριξε ανοιχτά την αντίσταση στους αμερικανούς και είχε αποκτήσει μεγάλο κύρος, ιδίως ανάμεσα στους φτωχούς σιίτες περιοχών της Βαγδάτης, μια συνοικία της οποίας έχει ονομαστεί από τον παππού του. Οι ένοπλες ομάδες των οποίων ηγήθηκε υπήρξαν σημαντικός πονοκέφαλος για τους αμερικανούς του 2004.
Αντίστοιχα, το 2014 ο Σαντρ θα καλέσει τους υποστηρικτές του να προστατεύσουν τα σιιτικά μνημεία και να πολεμήσουν ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος.
Όμως, ταυτόχρονα στο στόχαστρό του θα βάλει και τα ζητήματα διαφθοράς και την ανεπάρκεια των κυβερνήσεων του Ιράκ.
Ο συνδυασμός ανάμεσα στη σιιτική ταυτότητα, την έμφαση σε έναν ιρακινό εθνικισμό, η αντίσταση στις ΗΠΑ, η αμφισβήτηση της παρουσίας όλων των ξένων δυνάμεων στην χώρα (άρα και του Ιράν), έκαναν τον Σαντρ και τον εκλογικό του συνασπισμό του να μπορεί να εκπροσωπήσει ένα σημαντικό μέρος μιας δυσαρεστημένης ιρακινής κοινωνίας.
Εμμέσως ενισχύθηκε και από την διακήρυξη (fatwa) του Μεγάλου Αγιατολάχ Αλι αλ Σιστανί, του κορυφαίου σιίτη κληρικού του Ιράκ, που παραμονές των εκλογών κάλεσε τους ψηφοφόρους να ψηφίσουν έναν «έντιμο υποψήφιο», που θα φέρει την «πραγματική αλλαγή» και να απομακρύνουν τους «διεφθαρμένους υποψηφίους».
Η μακρά διαπραγμάτευση για τη νέα κυβέρνηση
Πάντως μέχρι να σχηματιστεί νέα κυβέρνηση θα χρειαστούν αρκετές και κοπιαστικές διαπραγματεύσεις καθώς και η νέα βουλή παραμένει κατακερματισμένη και θα χρειαστεί να υπάρξει ευρύτερη συμφωνία παρατάξεων για να σχηματιστεί νέα κυβέρνηση.