Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
————————————————
«Dune» (ΗΠΑ/ Καναδάς, 2021)
Μια ταινία με μεγάλη προϊστορία. Με φόντο το πολύ μακρινό μέλλον, όπου η Γη δεν είναι πια ο πλανήτης που ξέρουμε και το επίσης εξελιγμένο, νοητικά και πνευματικά ανθρώπινο γένος προσπαθεί να εγκατασταθεί σε έναν πλανήτη ονόματι Dune, το ομότιτλο μυθιστόρημα του Φρανκ Χέρμπερτ στο οποίο η ταινία στηρίζεται, είχε αγαπηθεί για τον μυστικισμό, την περιπετειώδη πλοκή και την παράξενη, μυστηριώδη, ορολογία του.
Μεταφέρθηκε για πρώτη φορά στο σινεμά το 1984 από το Ντέιβιντ Λιντς αν και εκείνη η ταινία, έγινε θρυλική διότι κατάφερε να κερδίσει μια θέση ανάμεσα στις πιο παταγώδεις… αποτυχίες στην Ιστορία του κινηματογράφου. Παραγωγής 1984, υπήρξε ένα τρομερό φιλόδοξο σχέδιο του Λιντς με παραγωγό την Ραφαέλα Ντε Λαουρέντις, κόρη του θρύλου Ντίνο Ντε Λαουρέντις (που φυσικά είχε λόγο, αν και το όνομά του δεν αναφέρεται στους τίτλους). Ο Λιντς όμως δεν είχε τον τελευταίο λόγο στο μοντάζ και η ταινία υπήρξε ο ορισμός της (αυτό) καταστροφής.
Στην τελευταία ταινία του, ο Καναδός σκηνοθέτης Ντενί Βιλνέβ («Αφιξη», «Blade Runner 2049») φαίνεται ότι προσπαθεί να ακολουθήσει όσο πιο πιστά – αλλά συγχρόνως αφαιρετικά – μπορεί τις σελίδες του μυθιστορήματος. Από τη νέα ταινία το επιτηδευμένα κιτς στιλ του Λιντς αντικαθίσταται από την εξίσου επιτηδευμένη λυρικότητα του Βιλνέβ.
Κάθε πλάνο της ταινίας είναι τρομερά εμπνευσμένο, πολλά παραπέμπουν σε πίνακες ζωγραφικής και η φωτογραφία του Κρεγκ Φρέιζερ καταφέρνει να σε βυθίσει στην ταινία σχεδόν σαν να βουλιάζεις σε κινούμενη άμμο. Ενώ όμως παρακολουθείς αυτόν τον γοητευτικό Γαργαντούα επιβλητικών εικόνων και διαρκώς μουτρωμένων προσώπων, σύντομα αντιλαμβάνεσαι ότι και εδώ, η μόνη «πληγή» στην παρακολούθηση είναι η ίδια η ιστορία, ειπωμένη σαν άλυτος γρίφος, ένας κυκεώνας .
Εκτός βέβαια αν είσαι γνώστης των σελίδων του Χέρμπερτ, γιατί αν όχι τότε χρειάζεσαι (τουλάχιστον) εγχειρίδιο επεξήγησης. Όχι φυσικά ότι δεν σκέφτεσαι. Είναι προφανές ότι ο Βιλνέβ θέλει να σχολιάσει με τον πολύ ιδιαίτερο, «δικό» του τρόπο, ζητήματα άκρως επίκαιρα, όπως η παράνοια του μιλιταρισμού και του επεκτατισμού, ο ολοκληρωτισμός, η ξενοφοβία, ο φόβος απέναντι στο διαφορετικό. Όμως η όποια αρμονία αυτών των ιδεών, δεν συνάδει με την δυσαρμονία της αφήγησης (παίζουν οι Τιμοτέ Σαλαμέ, Ρεμπέκα Φέργκιουσον, Οσκαρ Αϊζακ, Στέλαν Σκάρσγκαρντ, Τζος Μπρόλιν, Χαβιέ Μπαρδέμ).
Βαθμολογία: 2 ½
———————————————————
«Colectiv» (Ρουμανία/ Γερμανία/ Λουξεμβούργο, 2020)
Ενας ύμνος για την μάχιμη δημοσιογραφία, τον ακούραστο αγώνα που καταβάλλουν οι ευσυνείδητοι επαγγελματίες για την ανάδειξη της αλήθειας είναι αυτό το ντοκιμαντέρ – καταπέλτης του Αλεξάντερ Νανάου που μάλιστα κατόρθωσε κάτι μοναδικό: να κερδίσει υποψηφιότητα για το Οσκαρ τόσο καλύτερης διεθνούς ταινίας, όσο και καλύτερου ντοκιμαντέρ (έχασε και στις δύο κατηγορίες).
Mε τρομερή επιμονή και σημασία στην λεπτομέρεια, η ταινία του Νανάου καταγράφει όλα τα στάδια της έρευνας που το 2015 άρχισε από την εφημερίδα Gazeta Sporturilor προκειμένου η αληθεια να φωτίσει το σκάνδαλο που προέκυψε μετά από την πυρκαγιά του κέντρου Colectiv στο Βουκουρέστι.
Οι νεκροί ήταν 27 και οι τραυματίες έφτασαν τους 180, όμως τα ερωτήματα άρχισαν να πληθαίνουν όταν μετά την μεταφορά των τελευταίων στο νοσοκομείο, πολλοί από αυτούς πέθαναν.
Η επιμονή των ρεπόρτερ στην οποία η κάμερα του Ναναού δίνει τεράστια σημασία είχε αποτέλεσμα: όταν μια γιατρός του Νοσοκομείο Εγκαυμάτων του Βουκουρεστίου «έσπασε» την σιωπή της, άρχισε μια αλυσιδωτή αντίδραση με αποτέλεσμα να σκιαγραφηθεί ο ρόλος των κρατικών υπηρεσιών που μπλέχθηκαν στην τραγωδία και το όλο θέμα να καταλήξει σε μια ισχυρή και βάσιμη καταγγελία για την γενικότερη διαφθορά στη Ρουμανία..
Ταινίες όπως το «Colectiv» – ή μερικά χρόνια πριν το «Spotlight» του Τομ Μακ Κάρθι – μας θυμίζουν, κυρίως, ότι η έννοια «λειτούργημα» δεν είναι εντελώς άσχετη πια με την δημοσιογραφία.
Βαθμολογία: 3
———————————————————
«Η τελευταία μονομαχία» («The last duel», ΗΠΑ/ Aγγλία, 2021)
Όπως φαίνεται και από τον τίτλο, επίκεντρο της τελευταίας ταινίας του Ρίντλεϊ Σκοτ, είναι όντως μια μονομαχία: Αυτή ανάμεσα στον ιππότη Ζαν Ντε Καρούζ (Ματ Ντέιμον), και έναν άλλο ιππότη τον Ζακ Λε Γκρι (Ανταμ Ντράιβερ) που ενώ υπήρξαν συμπολεμιστές και φίλοι, θα έρθουν σε σύγκρουση όταν ο δεύτερος κατηγορηθεί από την Μαργκερίτ (Τζόντι Κόμερ) σύζυγο του πρώτου, ότι την βίασε.
Όμως αυτή η μονομαχία δεν είναι τελικά παρά η αφορμή για ,το στήσιμο μιας ολόκληρης εποχής στην Νορμανδία της Γαλλίας του 14ου αιώνα, μέσα από το οποίο ο Σκοτ βρίσκει τρόπους για να μιλήσει για το σήμερα: η εκμετάλλευση από την εξουσία (το μοίρασμα της πίτας των οικοπέδων έχει μια αστεία χυδαιότητα), ο σκοτεινός ρόλος της εκκλησίας, η ακύρωση του γνήσιου μαχητή από τους ίδιους που υπηρέτησε με πάθος και βέβαια, η θέση της γυναίκας απέναντι σε όλα αυτά.
Στοιχεία όλα που βρίσκουν την θέση τους σε μια χορταστική μεν, πλην αδικαιολόγητα μεγάλη σε διάρκεια ταινία εποχής, η οποία μάλιστα έχει ακόμα και κινηματογραφικές αναφορές καθότι η βασική ιδέα στην αφήγηση είναι παρόμοια με εκείνη του κλασικού «Ρασομόν» του Ακίρα Κουροσάβα: ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο ένα γεγονός εκλαμβάνεται από τους ανθρώπους που το έζησαν.
Βαθμολογία: 2 ½
———————————————————
«Χαρακτηριστικά γνωρίσματα» («Sin Señas Particulares», Μεξικό/ Ισπανία, 2020)
Aν το πρόσωπο μπορεί να γίνει ο χάρτης του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου τότε το πρόσωπο της Μερσέντες Χερνάντεζ που πρωταγωνιστεί σε αυτή την ταινία είναι όχι μόνο ο χάρτης του κόσμου της Μαγκνταλένα, της ηρωίδας που υποδύεται αλλά και της ίδιας της ταινίας. Το πρόσωπο αυτό είναι η ταινία! Είναι το πρόσωπο της φτωχής μεξικάνας μάνας, η οποία αναζητά το εξαφανισμένο παιδί της μέσα σε ένα κόσμο σκληρό, άκαρδο και ακόμα χειρότερα, αδιάφορο.
Το παιδί έφυγε για τις Ηνωμένες Πολιτείες αναζητώντας τον «παράδεισο» αλλά τα ίχνη του στην πορεία χάθηκαν. Με τα λίγα της χρήματα, με την έμφυτη ευγένεια και με τον πόνο βαθιά χαραγμένο στην ψυχή της, η Μαγκνταλένα θα οργώσει απ’ άκρη σ’ άκρη την χώρα της, θα χτυπήσει πόρτες, θα κάνει ερωτήσεις, θα τα βάλει με το Τέρας της γραφειοκρατίας, θα κοιμηθεί σε καταλύματα αστέγων, θα δώσει ότι έχει και δεν έχει για να βρει μιαν απάντηση.
Καταθλιπτικό, αργό στην εξέλιξή του και χωρίς τον αέρα μιας μεγάλης ταινίας, το φιλμ της Φερνάντα Βελάντες που απέσπασε πέρσι τον Χρυσό Αλέξανδρο στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, είναι ένα ουσιαστικό έργο που για μια ακόμη φορά μας υπενθυμίζει πόσο τρωτή είναι η θέση του δικαίου στον κόσμο των ισχυρών.
Βαθμολογία: 2 ½
———————————————————
Προβάλλεται επίσης η ταινία κινουμένων σχεδίων από το Περού «Κοντορίτο» σε σκηνοθεσία Άλεξ Ορέλε, Εντουάρτο Σουλντ. Πρόκειται για την κινηματογραφική μεταφορά ενός από τα πιο αγαπημένο κόμικ της Λατινικής Αμερικής με κεντρικό ήρωα ένα πουλί, τον Κοντορίτο, που μπλέκει σε φασαρίες στο μικρό χωριό των Ανδεων όπου είναι η βάση του.