«Βγήκες από τα σωθικά της βροντής/ Ανατριχιάζοντας μες στα μετανιωμένα σύννεφα/ (…) Θαλασσοξυπνημένη, αγέρωχη/ Oρθωσες ένα στήθος βράχου/ Κατάστιχτου απ’ την έμπνευση της όστριας/ Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η οδύνη/ Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η ελπίδα/ Με φωτιά με λάβα με καπνούς…».
Μια τέτοια Σαντορίνη, τραχιά και ποιητική, γήινη και υπερβατική, εμβληματική και γνήσια, σαν αυτή που περιγράφει ο Οδυσσέας Ελύτης («Ωδή στη Σαντορίνη») βρίσκουμε και στην αφιερωματική έκδοση με τίτλο «Σπύρος Μελετζής – Σαντορίνη» που κυκλοφόρησε το Αρχείο Θηραϊκών Μελετών – Συλλογή Δημήτρη Τσίτουρα. Μέσα από την παράθεση αθησαύριστου υλικού από τα αρχεία ενός σπουδαίου φωτογράφου, ζωντανεύει στα μάτια του αναγνώστη ένας τόπος μοναδικού φυσικού κάλλους και ιδιαίτερης ιστορικής σημασίας. Αποκαλύπτεται η άγνωστη στους πολλούς Θήρα της δεκαετίας του ’50 αλλά και του ’70, αρκετά χρόνια προτού γίνει το διάσημο στα πέρατα του κόσμου νησί και ο δημοφιλέστερος μαζί με τη Μύκονο αιγαιοπελαγίτικος τουριστικός προορισμός της χώρας. Η Σαντορίνη του Σπύρου Μελετζή, του καλλιτέχνη φωτογράφου που συνέδεσε το όνομά του με την Εθνική Αντίσταση αλλά και που αποτύπωσε μοναδικά τα τοπία της χώρας μας, μοσχοβολάει Ελλάδα και συγκινεί. Είναι παρθένα και ανέγγιχτη από τις ορδές των τουριστών. Είναι ένας παράδεισος της νησιωτικής παράδοσης, αλλά και ένας τόπος που με την ανοικοδόμησή του (οι φωτογραφίες αφορούν και την περίοδο μετά τον μεγάλο καταστροφικό σεισμό του 1956) πλούτισε το τοπικό αρχιτεκτονικό ιδίωμά του με τις εφαρμογές της μοντέρνας αρχιτεκτονικής – πρόκειται για μία ακόμη παράμετρο που κάνει τη Σαντορίνη διαφορετική από τα άλλα νησιά.
Μια συνάντηση και ένα δώρο
Οι 524 ασπρόμαυρες φωτογραφίες που παρουσιάζονται στην έκδοση των 320 σελίδων έχουν κατανεμηθεί σε θεματικές ενότητες. Οι τρεις μεγαλύτερες αφορούν η πρώτη τα ορυχεία του νησιού, η δεύτερη την ανοικοδόμηση μετά τον σεισμό, η τρίτη την ανασκαφή του προϊστορικού οικισμού στο Ακρωτήρι από τον Σπυρίδωνα Μαρινάτο και η τέταρτη ενότητα αφορά τους γεωλογικούς σχηματισμούς της Βλυχάδας. «Τον Σπύρο Μελετζή τον γνώριζα από λιγοστές δημοσιευμένες φωτογραφίες του και ως φωτογράφο της Εθνικής Αντίστασης, από το βιβλίο του «Με τους αντάρτες στα βουνά»» σημειώνει ο Δημήτρης Τσίτουρας προλογίζοντας την έκδοση, και με την ευκαιρία αναφέρεται στην πρώτη συνάντηση των δύο ανδρών, η οποία έγινε τον Μάρτιο του 1987 με πρωτοβουλία του φωτογράφου: «Eλαβα το τηλεφώνημά του και την πρόσκληση να τον επισκεφθώ στο σπίτι του». (…) «Στο τηλέφωνο ήταν πολύ ευγενικός και ιδιαίτερα ενημερωμένος για τη μέχρι τότε δουλειά μου. (…) Στη συνάντηση εκείνη, ένα πραγματικά ανοιξιάτικο απόγευμα, ο Σπύρος Μελετζής ήταν 81 ετών, εγώ 41 ετών, αλλά τα πλούσια κάτασπρα μαλλιά του τον μεγάλωναν αρκετά και του προσέδιδαν μια σεβάσμια φυσιογνωμία. Yστερα από δύο-τρεις συγκαταβατικές κουβέντες γνωριμίας, προς μεγάλη μου έκπληξη μου είπε «επειδή αγαπάς τόσο πολύ τη Σαντορίνη θα σου χαρίσω τις φωτογραφίες που τράβηξα στο νησί» και αμέσως μου δίνει πέντε albums μαζί με ένα κουτί της Agfa με λίγες λιτές φωτογραφίες». Η έκδοση στηρίζεται αποκλειστικά στις λήψεις του Μελετζή, στα «τυπώματα του ίδιου του καλλιτέχνη. Γι’ αυτό και οι διαφορετικές φωτοσκιάσεις και οι διαφορές της κάθε φωτογραφίας». Εκτός από το κείμενο του κ. Τσίτουρα στο λεύκωμα περιλαμβάνονται ενδιαφέροντα κείμενα (για τον φωτογράφο και για το νησί) των Αλκη Ξ. Ξανθάκη, Λευτέρη Ζώρζου και Νίνας Γεωργιάδου, Βούλας Διδώνη-Μποζινέκη, Ναννώς Μαρινάτου, Παρασκευής Νομικού και Γιάννη Μεταξά.
Δημιουργικός και πολυβραβευμένος
Ποιος όμως ήταν ο Σπύρος Μελετζής, ο καλλιτέχνης που με τόση ζωντάνια και ευαισθησία αποτύπωσε στα φιλμ του (και) τη Σαντορίνη των περασμένων δεκαετιών; Γεννήθηκε το 1906 στην Ιμβρο, όπου και τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο και το Σχολαρχείο. Οταν το νησί παραχωρήθηκε το 1923 στους Τούρκους πέρασε στην Αλεξανδρούπολη και στη συνέχεια στην Αθήνα. Αρχικά έπιασε δουλειά στο γνωστό εκείνη την εποχή φωτογραφείο του Χρήστου Μηλιώνη, στην οδό Αθηνάς. Στη συνέχεια έγινε μαθητής και βοηθός του επίσημου φωτογράφου των ανακτόρων και σημαντικού δασκάλου της τέχνης της φωτογραφίας Γεώργιου Μπούκα, δίπλα στον οποίο έμεινε για περίπου δέκα χρόνια, αποκομίζοντας εμπειρίες πολύτιμες και βάζοντας τις βάσεις για τη μελλοντική σταδιοδρομία του. Το 1938 παρουσίασε, αρχικά στα Ιωάννινα και στη συνέχεια στην Αθήνα, την πρώτη του έκθεση. Φανατικός ταξιδευτής και πεζοπόρος, γύρισε όλη την Ελλάδα (μεταξύ άλλων έζησε για πολύ καιρό στον Ολυμπο, παρέα με τους βοσκούς) και φωτογράφισε τοπία αλλά και τις εκδηλώσεις των ανά τόπους κοινοτήτων, τους γάμους, τις βαπτίσεις, τα πανηγύρια και τις γιορτές τους. Πολιτικά τοποθετημένος στο ΚΚΕ, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έκανε σκοπό της ζωής του τη φωτογράφιση των ανταρτών του ΕΛΑΣ, κληροδοτώντας μας φωτογραφίες όχι μόνο καλλιτεχνικής αλλά και μεγάλης ιστορικής αξίας. Οπως σημειώνει και ο ιστορικός φωτογραφίας Αλκης Ξ. Ξανθάκης στο λεύκωμα «Σπύρος Μελετζής – Σαντορίνη», «οι φωτογραφίες του από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ αποτελούν μια μοναδική, διαχρονική και συστηματική καταγραφή, από τις λίγες στο είδος της». Μετά τον Πόλεμο συνέχισε να ταξιδεύει σε όλη την Ελλάδα και να παρουσιάζει τη δουλειά του όχι μόνο εντός συνόρων αλλά και στο εξωτερικό, μεταξύ άλλων στην Αγγλία, στην Αργεντινή και στην (τότε) Σοβιετική Ενωση. Από το 1960 άρχισε να φωτογραφίζει αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία και να εκδίδει υποδειγματικούς για εκείνη την εποχή οδηγούς για τα αρχαιολογικά μουσεία σε συνεργασία με την Ελένη Παπαδάκη. Το 1974 εξέδωσε το λεύκωμα «Με τους αντάρτες στα βουνά», το 1987 ένα ακόμα βιβλίο, αυτή τη φορά με θέμα τον αγαπημένο του Ολυμπο. Το 1993, έπειτα από πρόσκληση που του έγινε, παρουσίασε έκθεση με θέμα την Ελλάδα στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Βιέννης. Τον Ιανουάριο του 1994 η Πανελλήνια Ομοσπονδία Φωτογράφων τον ανακήρυξε επίτιμο πρόεδρό της, ενώ το 1995 ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος τον τίμησε για την προσφορά του με τον Σταυρό του Φοίνικα.
Ο Σπύρος Μελετζής πέθανε στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 2003. Ηταν 97 ετών. Το έργο του αποτελεί πάντα πολύτιμη παρακαταθήκη πολιτισμού για την Ελλάδα.