Σαν σήμερα πριν πέντε χρόνια έφυγε από πνευμονία ο νομπελίστας λογοτεχνίας, Ντάριο Φο.
Φυσικά ο Ντάριο Φο ήταν πολλά περισσότερα από ένας κάτοχος Νόμπελ.
Σκηνοθέτης, ηθοποιός και λογοτέχνης, κριτικός, θεατρικός συγγραφέας, εικονογράφος, ζωγράφος, σκηνογράφος, ακτιβιστής και πολλά άλλα, ο Ντάριο Φο όχι μόνο κατέχει μία ξεχωριστή θέση στην καλλιτεχνική ιστορία, αλλά είναι και ο δημιουργός μίας νέας γλώσσας επικοινωνίας ή ενός γλωσσικού κώδικα η οποία φυσικά είχε στόχο να πάει κόντρα στην εξουσία.
Η ζωή του και ο… έρωτας της ζωής του
Ο Ντάριο Φο γεννήθηκε στο Λετζούνο-Σαντζάνο του Βαρέζε στις 24 Μαρτίου 1926.
Ο πατέρας του Φελίτσε Φο ήταν διευθυντής των ιταλικών σιδηροδρόμων και η οικογένεια άλλαζε συχνά σπίτι λόγω των μεταθέσεων του. Ο Φελίτσε ήταν επίσης ερασιτέχνης ηθοποιός και σοσιαλιστής.
Ο Ντάριο έμαθε την τέχνη της διήγησης από την γιαγιά του και από Λομβαρδούς ψαράδες και φυσητές γυαλιού. Το 1940, μετακόμισε στο Μιλάνο για να σπουδάσει αρχιτεκτονική, αλλά ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος του χάλασε τα σχέδια. Κοντά στο τέλος του πολέμου, ο Φο στρατολογήθηκε στις δυνάμεις της Δημοκρατίας του Σαλό (ενός βραχύβιου φασιστικού μορφώματος), αλλά δραπέτευσε και κατάφερε να κρυφτεί για το υπόλοιπο του πολέμου. Το 1950 άρχισε να εργάζεται στο θέατρο του Φράνκο Παρέντι, και σταδιακά εγκατέλειψε την εργασία του ως βοηθός αρχιτέκτονα. Το 1951, συνάντησε τη Φράνκα Ράμε, γόνο θεατρικής οικογένειας, με την οποία παντρεύτηκε στις 24 Ιουνίου 1954.
Ο γιος τους Τζάκοπο, γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου του ίδιου έτους. Θεατρική σταδιοδρομία Ο Φο ξεκίνησε την θεατρική του σταδιοδρομία ως ηθοποιός σε καμπαρέ και επιθεωρήσεις (1953-1955). Με την Φράνκα Ράμε, η οποία αργότερα έγινε γνωστή για τα φεμινιστικού περιεχομένου έργα της όπως το Ας μιλήσουμε για γυναίκες (Parliamo di donne, 1977), ίδρυσε το 1959 τον «Θίασο Ντάριο Φο-Φράνκα Ράμε».
To ζεύγος έγινε διάσημο με τις εμφανίσεις του, κυρίως μετά το 1967, σε χιουμοριστικά σκετς στην τηλεόραση, ιδιαίτερα στο δημοφιλές πρόγραμμα «Καντσονίσιμα» της ιταλικής δημόσιας τηλεόρασης RAI.
Με την πάροδο του χρόνου, στράφηκαν προς το πολιτικά στρατευμένο θέατρο, συχνά αθυρόστομο, βλάσφημο και σκατολογικό, αλλά βαθιά ριζωμένο στις παραδόσεις της Κομέντια ντελ’ Άρτε, των λαϊκών παραμυθάδων και του κουκλοθεάτρου, τις οποίες συνδύαζαν με αυτό που ο Φο ονόμασε «ανεπίσημο αριστερισμό». Το 1968 το ζεύγος δημιούργησε τον εταιρικό θίασο «Νέα Σκηνή», ο οποίος συνδέθηκε με τον πολιτιστικό οργανισμό ARCI που ελεγχόταν από το Iταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Το 1970 οι δύο πλευρές ήλθαν σε διάσταση και οι Φο-Ράμε ίδρυσαν την «Θεατρική Κοινότητα.
Αποφθέγματα που θα θυμόμαστε:
«Απαιτούν οι άνθρωποι ένα πραγματικά δίκαιο σύστημα; Ωραία, θα το τακτοποιήσουμε, έτσι ώστε να ικανοποιηθούν με ένα λιγότερο άδικο… Θέλουν επανάσταση; Καλά θα τους δώσουμε μεταρρυθμίσεις – πολλές μεταρρυθμίσεις, θα τους πνίξουμε στις μεταρρυθμίσεις. Ή μάλλον, θα τους πνίξουμε στις υποσχέσεις μεταρρυθμίσεων, επειδή δεν θα τους δώσουμε ποτέ πραγματικές μεταρρυθμίσεις!» – Από τον «Τυχαίο Θάνατο ενός Αναρχικού».
«Σ’ έναν καπιταλιστή δεν πρέπει ποτέ να λες: «αχ, σας παρακαλώ, θα μπορούσατε λιγάκι να μου κάνετε λίγο χώρο ν’ αναπνεύσω κι εγώ; Θα μπορούσατε να είστε λίγο πιο καλός, με λίγη περισσότερη κατανόηση; Ας συμφωνήσουμε…»Όχι. Ο μόνος τρόπος για να μιλήσεις μαζί τους είναι να τους στριμώξεις στον καμπινέ, να τους χώσεις το κεφάλι μέσα στη λεκάνη και να τραβήξεις το καζανάκι…» – Από το «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω».
Η εκπληκτική του ομιλία όταν πήρε το Νόμπελ
Ο Ντάριο Φο έλαβε στις 9 Οκτωβρίου 1997 το βραβείο Νόμπελ στη λογοτεχνία: στη συνάντηση με τους δημοσιογράφους, είπε με συγκίνηση ότι η Franca Rame ήταν νικήτρια μαζί του.
Στην Ιταλία, ήταν ο πρώτος νικητής μετά τον Eugenio Montale, το 1975, και ως θεατρικός συγγραφέας, μετά τον Luigi Pirandello, το 1934.
Στις 13 Οκτωβρίου 2016, λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση του θανάτου του Φο ήρθε η ειδοποίηση ότι ο Bob Dylan είχε λάβει το βραβείο Νόμπελ στη Λογοτεχνία.
Ο Ντάριο Φο πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής και της καριέρας του με τη Franca Rame, η οποία πέθανε στο Μιλάνο στις 29 Μαΐου 2013 στην ηλικία των 83 ετών.
Παντρεύτηκε τον Φο το 1954, και έγινε το άλλο του μισό: η βασική του πρωταγωνίστρια και η κορυφαία φιγούρα στην ύπαρξή του.. Επιπλέον, ήταν η διαχειρίστρια και η διοργανώτρια της εταιρείας Fo-Rame.
Ο έρωτας του για εκείνη φανερώνεται από αυτά που είπε για εκείνη στον λόγο του κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ.
Συγκεκριμένα είπε:
Η Φράνγκα είναι η σύντροφός μου στη ζωή και στην τέχνη
«Για να τελειώνουμε, επιτρέψτε μου να μοιραστώ το βραβείο με τη Φράνκα.
Η Φράνκα Ράμε, σύντροφός μου στη ζωή και στην τέχνη, που την αναγνωρίσατε ως ηθοποιό και συγγραφέα, έβαλε το χεράκι της στη συγγραφή πολλών έργων του θεάτρου μας.
(Τώρα που μιλάμε, η Φράνκα παίζει σε ένα θέατρο στην Ιταλία, αλλά θα έρθει μεθαύριο. Η πτήση της φτάνει το μεσημέρι και, αν θέλετε, μπορούμε να πάμε να την υποδεχτούμε όλοι μαζί στο αεροδρόμιο).
Η Φράνκα είναι πολύ κοφτερό μυαλό, πιστέψτε με. Ένας δημοσιογράφος την ρώτησε: «Πώς αισθάνεστε ως σύζυγος ενός κατόχου του βραβείου Νόμπελ! Που έχετε στο σπίτι σας ένα μνημείο;». Του απάντησε: “Δεν ανησυχώ” δεν το θεωρώ καθόλου μειονέκτημα” εκπαιδεύομαι πολύ καιρό” κάθε πρωί κάνω τις ασκήσεις μου” γονατίζω και ακουμπώ τις παλάμες στο πάτωμα, οπότε γυμνάζομαι για να γίνω το βάθρο του μνημείου. Έχω γίνει καλή σε αυτό”.
Όπως είπα, είναι έξυπνη. Μερικές φορές μάλιστα, στρέφει την ειρωνεία της εναντίον του εαυτού της. Χωρίς αυτή στο πλευρό μου, και την έχω μια ολόκληρη ζωή, ποτέ δεν θα είχα πραγματοποιήσει το έργο που κρίνατε άξιο να τιμήσετε. Μαζί δώσαμε χιλιάδες παραστάσεις σε θέατρα, κατειλημμένα εργοστάσια, σε πανεπιστημιακές καταλήψεις, ακόμη και σε εκκλησίες που δεν λειτουργούν, σε φυλακές και σε πάρκα, με λιακάδα και με καταρρακτώδη βροχή, μαζί όλα. Μας έβρισαν, δεχτήκαμε επιθέσεις από την αστυνομία, προσβολές από τους δεξιούς και βία. Και ίσα-ίσα η Φράνκα υπέστη την πιο φρικτή επίθεση. Αναγκάστηκε να πληρώσει πολύ πιο ακριβά από όλους μας, με σπασμένο λαιμό και πόδι, την αλληλεγγύη της προς τους ταπεινούς και τους τσακισμένους που ήταν ανέκαθεν η βασική αρχή μας.
Τη μέρα που αναγγέλθηκε ότι θα έπαιρνα το βραβείο Νόμπελ, βρέθηκα μπροστά στο θέατρο στη Βία ντι Πόρτα Ρομάνα στο Μιλάνο όπου η Φράνκα, μαζί με τον Τζιόρτζιο Αλμπεράτσι, έπαιζαν το έργο «Ο διάβολος με βυζιά». Ξαφνικά, με περικύκλωσαν ένα σμάρι δημοσιογράφοι, φωτογράφοι και τηλεοπτικά συνεργεία. Ένα διερχόμενο τραμ σταμάτησε, απροσδόκητα, ο οδηγός σταμάτησε για να με χαιρετήσει, μετά κατέβηκαν όλοι οι επιβάτες, με χειροκρότησαν και όλοι ήθελαν να μου πιάσουν το χέρι και να με συγχαρούν… και σε μια στιγμή όλοι σταμάτησαν και, με μια φωνή, φώναξαν: «Πού είναι η Φράνκα;». Άρχισαν να φωνάζουν «Φράνκααα!» ώσπου, σε λίγο, εμφανίστηκε. Ανάστατη και έτοιμη να βάλει τα κλάματα από τη συγκίνηση, με πλησίασε, με αγκάλιασε και με φίλησε.
Την ίδια στιγμή, εμφανίστηκε μια ορχήστρα, ένας Θεός ξέρει από πού, μόνο με πνευστά και τύμπανα. Ήταν παιδιά από όλα τα μέρη της πόλης και έτυχε να παίζουν μαζί για πρώτη φορά. Έπαιξαν το τραγούδι “Porta Romana bella, Porta Romana” σε ρυθμό σάμπα. Ποτέ δεν έχω ακούσει τραγούδι να παίζεται τόσο παράφωνα, αλλά ήταν η ωραιότερη μουσική που έχουμε ακούσει ποτέ η Φράνκα κι εγώ.
Πιστέψτε με, το βραβείο ανήκει και στους δυο μας».