Με την κυκλοφορία του αδημοσίευτου ποιητικού έργου του Ανδρέα Κάλβου ολοκληρώθηκε η έκδοση του corpus του ποιητή των Ωδών, ένα φιλόδοξο πρόγραμμα του Μουσείου Μπενάκη που συγκέντρωσε από το 2014 σε έξι τόμους την αλληλογραφία και όλο το ιταλόγλωσσο και ελληνόγλωσσο έργο του συγγραφέα, ποιήματα, πεζά, θεατρικά έργα και ποικίλα κείμενα, συνοδευόμενους από έναν τόμο χρήσιμων ευρετηρίων.
«Απαντα τα ευρισκόμενα» θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε την έκδοση, παραλληλίζοντάς την με εκείνη του Σολωμού από τον Ιάκωβο Πολυλά. Με πιο σύγχρονους όρους, θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε «οριστική έκδοση» του καλβικού corpus, η οποία υλοποιήθηκε με τη στήριξη του πρώην διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, Αγγελου Δεληβορριά, και την οικονομική υποστήριξη του εφοπλιστή Ντίνου Μαρτίνου. Κινητήριος δύναμη του εγχειρήματος, ο ιστορικός Δημήτρης Αρβανιτάκης, υπεύθυνος εκδόσεων του Μουσείου Μπενάκη. Ελληνες και ιταλοί μελετητές του Κάλβου συγκρότησαν γύρω του επιστημονική επιτροπή (Σπύρος Ασδραχάς, Γιάννης Δάλλας, Νάσος Βαγενάς, Μάριο Βίτι, Μπερτράν Μπουβιέ, Ευριπίδης Γαραντούδης) με την οποία συνεργάστηκαν δεκατρείς εξειδικευμένοι μελετητές. Ο επιμελητής της έκδοσης μοιράστηκε με το «Βήμα» τα δίκαια αισθήματα υπερηφάνειας και ανακούφισης και μας περιέγραψε το νέο πρόσωπο του Κάλβου που αναδύεται από την ολοκληρωμένη γνώση του έργου του.
Τι σας ώθησε στην πρωτοβουλία αυτής της έκδοσης των απάντων του Κάλβου;
«Ως αναγνώστη οπωσδήποτε με συγκινεί η ποίηση του Κάλβου, η ιδιαίτερη γλώσσα του, η αίσθηση του υψηλού στις Ωδές, αλλά ως ιστορικό εκείνο που θεωρώ ότι καθιστά τον Κάλβο μοναδικό ή, αν θέλετε, μία από τις πιο γόνιμες περιπτώσεις των γραμμάτων μας, είναι τα δίπολα μέσα στα οποία ζει και δημιουργεί: Κατάγεται από το Ιόνιο, γεγονός που τον τοποθετεί ανάμεσα στη Δύση και τον ελληνικό κόσμο. Ζει στο όριο δύο ιστορικών περιόδων, στο πέρασμα από τις αυτοκρατορίες στα έθνη, από τον παλιό κόσμο στον κόσμο των εθνικών κρατών, των εθνικών συνειδήσεων, γλωσσών και λογοτεχνιών. Κινείται ανάμεσα σε ένα δίπολο γλωσσών. Γεννιέται στη Ζάκυνθο και φεύγει μικρός για την Ιταλία, όπου η ιταλική γλώσσα και ο ιταλικός κόσμος θα διαμορφώσουν την ιδεολογία του και την ποιητική του. Ας έχουμε υπόψη ότι ο Κάλβος δεν είναι ο έλληνας λόγιος που πηγαίνει από το Ναύπλιο στο Παρίσι και νιώθει ξένος εκεί. Οι άνθρωποι του Ιονίου δεν αισθάνονται εξόριστοι στην Ιταλία, η Ιταλία είναι ο κόσμος του πολιτισμού τους. Εκεί θα διαμορφώσει την αισθητική του στο περιβάλλον ενός από τους μεγαλύτερους ιταλούς ποιητές της εποχής, του Φόσκολο, που είναι συντοπίτης του από τη Ζάκυνθο.
Ο Κάλβος βρίσκεται λοιπόν μέσα σε δίπολα γλωσσών, πατρίδων, κόσμων και η περίπτωσή του αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα για τη μελέτη του κόσμου που αλλάζει. Αυτό ήταν το γόνιμο ερευνητικό ερώτημα για μένα ως ιστορικό. Βεβαίως λειτούργησαν και άλλα ερεθίσματα: ότι δεν είχαμε ως τώρα τα άπαντά του, ότι είναι στρεβλωμένος από την εθνική ιδεολογία, ότι δεν είχαμε εντάξει τα ιταλικά του έργα στη μελέτη του έργου του».
Το ιταλικό του έργο, δημοσιευμένο και αδημοσίευτο, που εντάσσεται τώρα στη σειρά των απάντων, τι ενδιαφέρον έχει για τον αναγνώστη των Ωδών;
«Ο αναγνώστης του Κάλβου πρέπει οπωσδήποτε να περάσει από το ιταλόγλωσσο έργο του για να κατανοήσει τη «γραμματική» των Ωδών. Βλέπουμε εκεί, για παράδειγμα, πώς χτίζεται το εγώ του ποιητή, ο οποίος βάζει τον εαυτό του πάνω από τους τυράννους και κάθε εξουσία, μια θέση που είναι κληρονομιά από τον Αλφιέρι. Το ποιητικό εγώ του, όπως τώρα προκύπτει, είναι ενός ανθρώπου της εποχής του Διαφωτισμού, ο οποίος μεγαλώνει στην Ιταλία του μεγάλου εθνικού αναβρασμού, της μεγάλης διαμάχης του κλασικισμού με τον ρομαντισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη του μεγάλη λογοτεχνική προσπάθεια γίνεται στο είδος της τραγωδίας, που ήταν το μεγάλο στοίχημα της ιταλικής λογιοσύνης, από τον Βιντσέντσο Μόντι και τον Βιτόριο Αλφιέρι ως τον Ούγκο Φόσκολο».
Πόσο σημαντικό είναι αυτό το πρώιμο θεατρικό του έργο;
«Ο Κάλβος δοκιμάζει να γράψει τρεις τραγωδίες στα ιταλικά, τον Ιππία, τον Θηραμένη και τις Δαναΐδες. Θα ολοκληρώσει και θα εκδώσει μόνο την τελευταία, στο Λονδίνο το 1820. Είναι τραγωδίες κατά βάση αντιτυραννικές, όπως οι περισσότερες τραγωδίες στην Ιταλία τα χρόνια εκείνα. Ο Αλφιέρι, ο «πρίγκιπας» των ιταλικών γραμμάτων, θέλει τον λόγιο πάνω από κάθε εξουσία, ακόμη και πάνω από τη φωτισμένη δεσποτεία. Eνας τέτοιος λόγιος-ποιητής θέλει να γίνει ο Κάλβος, μέσα σε αυτόν τον κόσμο διαμορφώνεται, τον κόσμο του Διαφωτισμού, που θέτει το μεγάλο ανθρωποποιητικό αίτημα: το αίτημα της ελευθερίας. Αυτό το αίτημα δείχνει τον δρόμο και στην ποίηση του Κάλβου, και δεν εννοώ μόνο την εθνική ελευθερία, αλλά την ελευθερία της συνείδησης, της σκέψης, της πράξης, την πολιτική ελευθερία. Ο Κάλβος είχε λοιπόν, από την άσκησή του στην τραγωδία, μια ιδεολογική και διανοητική ετοιμότητα: όταν επιχειρεί να συνθέσει τις Ωδές έχει έτοιμο ένα λεξιλόγιο. Oποιος διαβάσει τον Θηραμένη θα συναντήσει στίχους, εικόνες, μια αντίληψη του κόσμου που εντοπίζουμε σε στίχους των Ωδών. Το ίδιο, από άλλη σκοπιά: διαβάζουμε την ωδή «Εις Αγαρηνούς» και δεν βρίσκουμε καμιά αναφορά σε Αγαρηνούς. Ανατρέχοντας στην Ιωνιάδα, βλέπουμε πως ο αρχικός τίτλος ήταν «Εις τυράννους», τον οποίο ο Κάλβος άλλαξε για να βάλει την ωδή στο κλίμα της Ελληνικής Επανάστασης. Το ιταλόγλωσσο θεατρικό του έργο είναι συνεπώς σημαντικό γιατί οδηγεί στη διαπίστωση ότι ο Κάλβος δεν είναι ο στιγμιαίος ποιητής των είκοσι ωδών που οιστρηλατήθηκε από την Επανάσταση. Είναι ένας ποιητής και λόγιος, ο οποίος διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό στην Ιταλία και μέσα στην ιταλική γλώσσα όπου καλλιεργήθηκε η αισθητική του, ο διανοητικός του κόσμος, η ιδεολογία του και είχε την ετοιμότητα, όταν ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση, όλον αυτόν τον κόσμο να τον φέρει στο ελληνικό παράδειγμα γράφοντας τις ωδές σε γλώσσα ελληνική και εξειδικεύοντας πλέον το θέμα της ελευθερίας στην εθνική ελευθερία. Eχει σημασία αυτό για να καταλάβουμε τη μεγάλη διαφορά του Κάλβου από τον Σολωμό, ο οποίος δεν είχε αυτή τη γλώσσα έτοιμη και χρειάστηκε να δημιουργήσει μόνος του τον κόσμο της γλώσσας του».
Απέναντι στον ποιητή της «γλώσσας του λαού» Σολωμό, ο Κάλβος έχει χαρακτηριστεί «αρχαϊστής». Είναι εν τέλει ακριβές αυτό;
«Hταν διάχυτη η αντίληψη στην Ευρώπη στα χρόνια του Διαφωτισμού, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις των εθνικών αγώνων, ότι οι γλώσσες είχαν «φθαρεί» και έπρεπε να «καθαριστούν» για να εκφράσουν το «καθαρό» εθνικό πνεύμα. Στην Ιταλία, πολλοί ακραίοι επαναστάτες υποστήριζαν την επιστροφή στη γλώσσα του «Τρετσέντο», του χρυσού αιώνα της ιταλικής λογοτεχνίας, στην «καθαρή» γλώσσα του Δάντη. Ο Κάλβος ανήκει σε αυτή τη γραμμή του «καθαρισμού» της γλώσσας, είναι με τον τρόπο του «κοραϊστής». Πιστεύει ότι πρέπει να βασιστούμε στην ομιλουμένη αλλά ότι πρέπει να την «καθαρίσουμε» με τύπους της αρχαίας ελληνικής ή προηγούμενων φάσεων της γλώσσας. Ωστόσο, ο ίδιος, κατ’ αρχάς, δεν μιλάει καλά ελληνικά, έφυγε οκτώ χρόνων από τη Ζάκυνθο το 1800 και τα ελληνικά του είναι πλέον παρωχημένα, και, δεύτερον, για πολλά χρόνια, μέχρι το 1826 που επιστρέφει στην Κέρκυρα, βρίσκεται σε ξένα περιβάλλοντα, χωρίς να έχει συνείδηση ποια είναι αυτή η περίφημη ομιλούμενη ελληνική γλώσσα. Επιπλέον, δεν διαθέτει κλασική παιδεία. Το πιθανότερο είναι ότι τα αρχαία ελληνικά τα προσεγγίζει είτε μέσω της ιταλικής είτε μέσω των λεξικών. Μια ερμηνεία για την ποικιλομορφία και το «άναρχο» της γλώσσας στις Ωδές είναι το γεγονός ότι ο Κάλβος αντλεί τις λέξεις από τα λεξικά, χωρίς να έχει πάντα συνείδηση αν βρίσκονται σε χρήση ή όχι. Αυτό αφενός δημιούργησε την τεράστια μουσικότητα στο έργο του, αλλά αφετέρου αποτελεί απόδειξη ότι ο ίδιος δεν είχε αίσθηση της ζωντανής γλώσσας. Η θέση του ωστόσο είναι αυτή: βάση η ομιλούμενη γλώσσα, την οποία ο ποιητής «καθαρίζει». Δεν του αρέσει το «βροντούν» και χρησιμοποιεί το «βροντάουν», που νομίζει ότι είναι πιο ποιητικό, πράγμα που τον φέρνει στη γραμμή του Κοραή χωρίς να έχει το μορφωτικό επίπεδο που είχε εκείνος. Οι Κάλβος – Κοραής υποστηρίζουν ότι ο ποιητής πρέπει να «καθαρίσει» τη γλώσσα, ο Σολωμός στον Διάλογο και στη γνωστή επιστολή στον Τερτσέτη το 1833 σημειώνει ότι πρέπει να την «εξυψώσει». Δεν ξέρω πόσο μακριά είναι πραγματικά αυτές οι δύο θέσεις».
Ποιο ξεχωρίζετε πλέον ως βασικό στοιχείο της ποιητικής του στις Ωδές;
«Βασικό στοιχείο είναι ότι τις γράφει στη φωτιά της Επανάστασης για να εξυπηρετήσει έναν πραγματικά επαναστατικό σκοπό: να παρουσιάσει την κατάσταση των επαναστατημένων Ελλήνων και να παρακινήσει τους φιλέλληνες για βοήθεια. Είναι μια ποίηση που έχει συνείδηση της κοινωνικής λειτουργίας που έχει η τέχνη, μια ποίηση που βρίσκεται σε διάλογο με την κοινωνία και με τα μεγαλύτερα αιτήματα του ανθρώπου της εποχής, με κυρίαρχο το αίτημα για ελευθερία. Σκέφτομαι μάλιστα μήπως ακριβώς αυτή η διαδικασία μέσα από την οποία γεννήθηκε η ποίηση του Κάλβου εξηγεί και τη σιωπή του».
Πώς την ερμηνεύετε την ποιητική σιωπή του μετά το 1826;
«Ο Κάλβος ανήκει σε μια λογιοσύνη, ιταλική κατά βάση, η οποία συνέδεσε την ποίηση με το εθνικό ζήτημα. Στην Ιταλία, πολλοί διανοούμενοι που έγιναν ποιητές στην υπηρεσία του εθνικού ζητήματος, μετά τη διάψευση των προσδοκιών τους και την Παλινόρθωση του 1814, σωπαίνουν, αποσύρονται, χάνονται, κάποιοι αυτοκτονούν. Ο Κάλβος βρίσκει έναν τρόπο να διατηρήσει τις ελπίδες του μέσα από την Ελληνική Επανάσταση και μεταπλάθει την ποίησή του σε εθνική ποίηση στην υπηρεσία της Επανάστασης. Το 1826, όταν τυπώνει στο Παρίσι τη δεύτερη συλλογή του, τη συστεγάζει με ποιήματα του Αθανάσιου Χριστόπουλου, του «σταρ» ποιητή της εποχής. Eνα ανυπόγραφο εισαγωγικό σημείωμα στον τόμο, το οποίο πιστεύω ότι είναι του Κάλβου, ή τουλάχιστον εν γνώσει του, αναφέρει ότι ο κύριος Κάλβος αγνοεί αν ο κύριος Χριστόπουλος ζει ακόμη και αν έχει εγκαταλείψει τα ερωτικά συμποτικά ποιήματα προς χάριν μιας πένθιμης και σοβαρής ποίησης. Ο Ζακύνθιος συγκρίνεται προγραμματικά με τον μεγαλύτερο έλληνα ποιητή, πρεσβεύοντας μια δυνατή, σοβαρή ποίηση στηριγμένη στην ομιλούμενη γλώσσα. Οι μισοί στίχοι της ωδής «Εις Ψαρά» καταδικάζουν την ανέμελη ποίηση του Χριστόπουλου και οι υπόλοιποι είναι κάλεσμα για τη σύνθεση σοβαρής ποίησης για το έθνος που αγωνίζεται. Ο Κάλβος ήθελε να γίνει ο ποιητής της Επανάστασης, το δοκίμασε, αλλά σκόνταψε. Σκόνταψε στη γλώσσα, που δεν έγινε αποδεκτή από κανέναν, και σκόνταψε επειδή δεν είχε επαφή με ποιητικά διανοούμενα περιβάλλοντα. Δεν είμαστε καν σίγουροι αν η ποίησή του διαβάστηκε τότε στην Ελλάδα. Πρέπει να ήταν μεγάλη απογοήτευση γι’ αυτόν, που δεν κατόρθωσε να γίνει αυτό που ήθελε να γίνει, διότι δεν είναι ποιητής της στόφας του Σολωμού, δεν βλέπει την ποίηση ως αυτόνομη λειτουργία, είναι λόγιος ποιητής και η ποίησή του είναι συνδεδεμένη με το εθνικό ζήτημα της Ιταλίας και της Ελλάδας και, εφόσον ματαιώθηκαν οι προσδοκίες του, σιωπά».
Ανδρέας Κάλβος
Τόμος Α΄, Μέρος Β΄ (Ποιητικά αδημοσίευτα)
Επιστημονική επιμέλεια Δημήτρης Δ. Αρβανιτάκης.
Κείμενα Δημήτρης Δ. Αρβανιτάκης, Νάσος Βαγενάς, Νίκος Κ. Κουρκουμέλης, Μιχαήλ Πασχάλης, Σπύρος Παππάς, Mario Vitti.
Εκδόσεις Μουσείου Μπενάκη, 2021,
σελ. i-xix + 632, τιμή 30 ευρώ (σκληρόδετο)
Ανδρέας Κάλβος
Εργα και αλληλογραφία. Τα Ευρετήρια
Επιμέλεια Δημήτρης Δ. Αρβανιτάκης.
Εκδόσεις Μουσείου Μπενάκη, 2021,
σελ. 80, τιμή 8 ευρώ (χαρτόδετο)