Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδο και η νέα αναθεώρηση της διμερούς αμυντικής συμφωνίας επισφραγίζει αυτό το γεγονός, υπογραμμίζει στην εφ’ όλης της ύλης συνέντευξή του στο «Βήμα» λίγες ημέρες πριν από την αναχώρησή του για την Ουάσιγκτον ο Νίκος Δένδιας.

Ο υπουργός Εξωτερικών εξαίρει το γεγονός ότι την ώρα που οι ΗΠΑ αναπροσαρμόζουν την παρουσία τους διεθνώς, παραμένουν στην Ελλάδα, επιβεβαιώνει, έστω και προσεκτικά, τη χρονική ανανέωση της συμφωνίας για πέντε χρόνια και κατόπιν την επ’ αόριστον ισχύ της, ενώ εκφράζει την αισιοδοξία του ότι η επιστολή του αμερικανού ομολόγου του Αντονι Μπλίνκεν που θα τη συνοδεύει θα περιέχει τρία πολύ σημαντικά στοιχεία για τη χώρα μας.

 

Σε λίγες ημέρες μεταβαίνετε στην Ουάσιγκτον για να υπογράψετε ακόμη μία αναθεώρηση της ελληνοαμερικανικής αμυντικής συμφωνίας (MDCA). Τι έχει αλλάξει σε σχέση με την προηγούμενη αναθεώρηση του 2019;

«Μεταβαίνω στην Ουάσιγκτον για να συναντηθώ με τον αμερικανό ομόλογό μου Αντονι Μπλίνκεν και για την έναρξη του Στρατηγικού Διαλόγου. Στο πλαίσιο αυτό αναμένεται η υπογραφή του δεύτερου τροποποιητικού πρωτοκόλλου της MDCA. Την τελευταία διετία υπήρξαν τρεις σημαντικές αλλαγές που έκαναν επιτακτική την αναθεώρηση της συμφωνίας που υπέγραψα πριν από δύο χρόνια. Πρώτον, η στρατηγική σχέση μας με τις ΗΠΑ έχει περάσει σε άλλο επίπεδο. Βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της. Η νέα συμφωνία αποτελεί επιστέγασμα της μοναδικής αυτής σχέσης – που με τη σειρά της συμπληρώνεται από τις σχέσεις που έχουμε αναπτύξει με τους βόρειους γείτονες μας, τις χώρες της Μέσης Ανατολής, αλλά και ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία. Και έπονται άλλες. Δεύτερον, το περιβάλλον ασφαλείας στην περιοχή μας έχει αλλάξει άρδην. Δυστυχώς η Τουρκία προκαλεί σχεδόν σε καθημερινή βάση. Ας μη λησμονούμε επίσης τα γεγονότα στον Εβρο και το «Oruc Reis». Και βεβαίως διατηρείται η απειλή πολέμου, με την Τουρκία να έχει τον μεγαλύτερο αποβατικό στόλο στη Μεσόγειο απέναντι από τα νησιά του Αιγαίου. Τρίτον, το αμερικανικό στρατηγικό και στρατιωτικό αποτύπωμα μετατρέπεται και μεταφέρεται. Οι ΗΠΑ επενδύουν πλέον στην προσωρινή παρουσία στο έδαφος άλλων κρατών, όχι σε μόνιμες βάσεις, όπως γινόταν τις περασμένες δεκαετίες. Παράλληλα, αποστασιοποιούνται από την Ευρώπη. Το επίκεντρο του ενδιαφέροντος τους είναι ο Ινδο-Ειρηνικός, όπως η πρόσφατη συμφωνία με την Αυστραλία και τη Μεγάλη Βρετανία φανερώνει. Ευρωπαϊκές χώρες είναι πλέον διατεθειμένες να πληρώσουν προκειμένου να διατηρηθεί η αμερικανική παρουσία στο έδαφός τους. Η Ελλάδα αποτελεί την εξαίρεση στην τάση αυτή, κάτι που υποδηλώνει, αν μη τι άλλο, το αμερικανικό ενδιαφέρον για τη στρατηγική θέση της χώρας μας, καθώς και τον σταθεροποιητικό ρόλο που παίζουμε στην ευρύτερη περιφέρεια».

Αντονι Μπλίνκεν

Εχουμε ακούσει ότι η αμερικανική πλευρά κατέθεσε αρχικά ένα κατάλογο άνω των 20 τοποθεσιών. Ωστόσο, οι Αμερικανοί υπαναχώρησαν και ούτε η Σκύρος, για την οποία υπήρχαν ελπίδες, συμπεριλαμβάνεται στις τοποθεσίες. Πού καταλήγουμε τελικά;

«Θα μου επιτρέψετε να μη σχολιάσω την αμερικανική θέση. Οντως, η διαπραγμάτευση ήταν δύσκολη. Από πλευράς μας, υπήρξε αρμονική συνεργασία μεταξύ των υπουργείων Εξωτερικών και Εθνικής Αμυνας. Τα αντίστοιχα αμερικανικά υπουργεία είναι από μόνα τους δύο τεράστιοι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί, με τις δικές τους προτεραιότητες, καθώς και αλλαγές στη στάση τους. Αλλά στο τέλος επετεύχθη ένα αποτέλεσμα που είναι αμοιβαίως επωφελές για τις δύο πλευρές. Υπήρξαν προτάσεις από την αμερικανική πλευρά για διάφορες άλλες τοποθεσίες, που, όπως δείχνουν τα πράγματα, δεν εξετάζονται σε αυτή τη φάση. Πάντως, μιας και ρωτάτε για τοποθεσίες, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η ίδια η συμφωνία αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για την προσθήκη και άλλων τοποθεσιών στο μέλλον. Αυτό που συγκρατούμε στο τέλος είναι το αποτέλεσμα, όπως τουλάχιστον έχει διαμορφωθεί μέχρι στιγμής, δηλαδή την επιλογή τεσσάρων νέων στρατιωτικών τοποθεσιών. Η επιλογή αυτή αυξάνει το αμερικανικό στρατηγικό και στρατιωτικό αποτύπωμα στη χώρα μας και έρχεται να συνδυαστεί με τις άλλες συμφωνίες που έχουμε επιτύχει την περασμένη διετία προκειμένου να θωρακίσουμε την Ελλάδα από κάθε είδους εξωτερική απειλή. Αλλά και οι ίδιες οι τοποθεσίες έχουν τη δική τους σημασία. Η μία τοποθεσία βρίσκεται κοντά στα χερσαία σύνορα με την Τουρκία. Λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα στον Εβρο, είναι περιττό να επεκταθώ αναφορικά με τη σημασία της. Αλλά θα προσθέσω ακόμα δύο σημαντικά στοιχεία. Η Αλεξανδρούπολη, με τη δημιουργία πλωτού τερματικού σταθμού υγροποίησης φυσικού αερίου, μετατρέπεται σε ενεργειακό κόμβο για τα Δυτικά Βαλκάνια, αλλά και για την ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, κάτι που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τις ΗΠΑ, καθώς και την ΕΕ. Επίσης, η επιλογή τοποθεσίας έχει να κάνει με τη δυνατότητα ταχείας μεταφοράς και στάθμευσης αμερικανικών δυνάμεων στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία, παρακάμπτοντας τα Στενά. Οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν τη στρατηγική θέση της Ελλάδας και φαίνεται να έχουν αμφιβολίες αναφορικά με την Τουρκία. Να υπενθυμίσω ότι μία από τις μεγαλύτερες αμερικανικές στρατιωτικές ασκήσεις έλαβε χώρα στην περιοχή αυτή. Η άλλη τοποθεσία, στη νησιωτική Ελλάδα, θα διευκολύνει την ενίσχυση της παρουσίας και την ταχεία ανάπτυξη του Αμερικανικού, καθώς και του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι τοποθεσίες θα τελούν υπό ελληνικό έλεγχο. Θα χρησιμοποιούνται τόσο από αμερικανικές όσο και από ελληνικές δυνάμεις. Αρα οι επενδύσεις που θα κάνει η αμερικανική πλευρά αποτελούν όφελος και για τις δύο χώρες. Και αυτό μας φέρνει στη διάρκεια της συμφωνίας. Η αμερικανική πλευρά ζήτησε εξαρχής να είναι πενταετούς διάρκειας, και τούτο προκειμένου να υπάρξει μια προοπτική σταθερότητας και να απελευθερωθούν κονδύλια από το Κογκρέσο για εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων. Οπως επεσήμανε ο Πρωθυπουργός, η προοπτική αυτή μας βρίσκει καταρχήν θετικούς. Να θυμίσω παρεμπιπτόντως ότι η αρχική συμφωνία, του 1990, είχε οκταετή διάρκεια και από τότε ανανεωνόταν ετησίως από όλες τις κυβερνήσεις, χωρίς καμία εξαίρεση και χωρίς καμία καθυστέρηση».

Οι επιστολές Κίσινγκερ – Πομπέο και η στάση του Κογκρέσου απέναντι στην Τουρκία

Στο παρελθόν, δύο αμερικανοί υπουργοί Εξωτερικών, οι Χένρι Κίσινγκερ και Μάικ Πομπέο, είχαν αποστείλει επιστολές που περιέγραφαν ένα είδος «εγγύησης» της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας της Ελλάδος. Επιδιώκετε μια ανανέωση αυτής της «εγγύησης»; 

«Θα μου επιτρέψετε δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, η επιστολή Κίσινγκερ, σε απάντηση επιστολής του τότε έλληνα υπουργού Εξωτερικών Δημήτρη Μπίτσιου, τυπικά ισχύει ακόμα. Εντάσσεται όμως σε ένα τελείως διαφορετικό, ψυχροπολεμικό πλαίσιο, δύο χρόνια μετά την εισβολή στην Κύπρο. Αρα δεν αποτελεί μέτρο σύγκρισης με τα σημερινά δεδομένα. Δεύτερον, ίσως και λόγω της απόστασης του χρόνου, η επιστολή έχει πάρει σχεδόν μυθικές διαστάσεις, που δεν αντικατοπτρίζονται απαραίτητα στο κείμενο. Η επιστολή Πομπέο του Ιανουαρίου 2020 πηγαίνει πολύ πιο πέρα, καθώς αναφέρεται στην Ελλάδα ως “σύμμαχο-κλειδί” στην περιοχή και στη “δέσμευση στήριξης της ευημερίας, ασφάλειας και δημοκρατίας της Ελλάδας”. Δεν μπορώ να αναφερθώ λεπτομερώς στο περιεχόμενο της επιστολής του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών που αναμένεται να συνοδεύσει το πρωτόκολλο και θα αποτελέσει ουσιαστικά μονομερή πολιτική δέσμευση των ΗΠΑ. Αναμένεται όμως να περιέχει τουλάχιστον τρία σημεία καθοριστικής σημασίας, στη βάση πάντα του Διεθνούς Δικαίου».

Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις έχουν γνωρίσει πρωτοφανή άνθηση τα τελευταία χρόνια. Η Αθήνα έχει ορισμένους πολύ στενούς συμμάχους στην Ουάσιγκτον – ιδιαίτερα στο Κογκρέσο. Ωστόσο, υπάρχουν κύκλοι που θεωρούν ότι παρά το φλερτ με τη Μόσχα, η Τουρκία «δεν πρέπει να χαθεί». Τι πιστεύετε;

«Το Κογκρέσο βρίσκεται τουλάχιστον ένα βήμα μπροστά από την κυβέρνηση. Να υπενθυμίσω το East Med Act του 2019 και το σχέδιο νόμου για την αμυντική συνεργασία, που προβλέπει, μεταξύ άλλων, και τη συμμετοχή μας στο πρόγραμμα των F-35. Παράλληλα, έχει ιδιαίτερα επικριτική στάση απέναντι στην Τουρκία. Πιο πρόσφατο παράδειγμα η εισαγωγή τροπολογίας περί ανάθεσης στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ σύνταξης έκθεσης για τους “Γκρίζους Λύκους”, πρόταση που προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Τουρκίας. Καθοριστικό ρόλο έχει ο γερουσιαστής Μενέντεζ, αλλά όχι μόνο. Στην Ουάσιγκτον θα συναντηθώ τόσο με μέλη του Κογκρέσου όσο και με μέλη της Ομογένειας, που έχουν σημαίνοντα ρόλο στην προώθηση των θέσεών μας. Είναι, όμως, γεγονός ότι υπηρεσιακά στελέχη των υπουργείων Εξωτερικών και Αμυνας συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν την Τουρκία με μια ψυχροπολεμική προσέγγιση, ως αντίβαρο στη Ρωσία, όπως για παράδειγμα στη Συρία και στη Λιβύη. Εχουν ως βάση την εικόνα μιας κοσμικής και δυτικόστροφης χώρας, όπως ήταν πριν από δύο δεκαετίες, χωρίς να λαμβάνουν πλήρως υπόψη τις ριζικές αλλαγές που έχουν επέλθει».

«Παρά τις περιστάσεις, υπάρχει ανάγκη διαύλου επικοινωνίας με την Αγκυρα»

Πρόσφατα πραγματοποιήθηκε στην Αγκυρα ακόμη ένας γύρος διερευνητικών επαφών. Θέλω να σας ρωτήσω ευθέως: μήπως απλώς μιλάμε για να μιλάμε με τους Τούρκους; 

«Οσο η Τουρκία απειλεί τη χώρα μας με πόλεμο, το γνωστό casus belli, έχει έναν τεράστιο αποβατικό στόλο απέναντί μας και ζητεί να αποστρατιωτικοποιήσουμε τα νησιά μας, κάνει επίκληση ενός παράνομου και άκυρου μνημονίου για να δικαιολογήσει τις πράξεις της, προωθεί το επεκτατικό ιδεολόγημα της “Γαλάζιας Πατρίδας” και αγνοεί πλήρως θεμελιώδεις κανόνες του διεθνούς δικαίου, τα περιθώρια ενός εποικοδομητικού διαλόγου είναι μηδαμινά έως ανύπαρκτα. Βεβαίως, ακόμα και υπό αυτές τις περιστάσεις, υπάρχει ανάγκη ενός διαύλου επικοινωνίας. Αν μη τι άλλο, για να αποφεύγονται τυχόν παρεξηγήσεις».

«Τάγματα Εφόδου δεν ήταν, δεν είναι και δεν θα γίνουν ανεκτά»

Πρόσφατα, είχατε ένα θερμό επεισόδιο με τον Κωνσταντίνο Μπογδάνο. Ο εν λόγω βουλευτής δεν αποτελεί πλέον μέλος της ΚΟ της ΝΔ, αλλά νομίζω θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι παρατηρούμε μια ανησυχητική αναζωπύρωση στον ακροδεξιό χώρο. Εχοντας και την εμπειρία της Χρυσής Αυγής, πώς τοποθετείστε;

«Τη Νέα Δημοκρατία τη χωρίζει πολιτική, ιδεολογική και αξιακή άβυσσος με τη Χρυσή Αυγή. Η κυβέρνηση της ΝΔ και εγώ προσωπικά ως υπουργός αντιπαρατεθήκαμε ευθέως με το νεοναζιστικό μόρφωμα, με τη γνωστή εξέλιξη που ακολούθησε από πλευράς Δικαιοσύνης. Θα συμφωνήσω μαζί σας, χωρίς όμως να το συνδέω κατά ουδένα τρόπο με την τοποθέτηση του κ. Μπογδάνου, ότι παρατηρείται εσχάτως αναζωπύρωση της έκνομης δραστηριότητας στον ακροδεξιό χώρο από μιμητές ή παρακλάδια της Χρυσής Αυγής, που προφανώς επιδιώκουν να εκμεταλλευθούν την ανασφάλεια που προκαλούν σε μερίδα του πληθυσμού η πανδημία και η ευρεία διάδοση θεωριών συνωμοσίας. Πέρα από την αντίδραση των αρμοδίων οργάνων της Πολιτείας, που έχει ήδη υπάρξει και είμαι βέβαιος ότι θα συνεχίσει να υπάρχει, είναι γεγονός ότι πρόκειται για μια πρόκληση στην οποία οφείλουμε να απαντήσουμε συνολικά, ως πολιτικό σύστημα, αλλά και ως ελληνική κοινωνία. Οπως άλλωστε έχω επισημάνει, τα Τάγματα Εφόδου δεν ήταν, δεν είναι και δεν θα γίνουν ανεκτά στον τόπο μας. Και αυτό ισχύει ανεξαρτήτως ονομασίας».