Η διαφαινόμενη ενεργειακή κρίση μπορεί να έχει συγκυριακά αίτια. Δηλαδή, τον συνδυασμό ανάμεσα στην αυξημένη ζήτηση, καθώς η παγκόσμια οικονομία ανακτά τον δυναμισμό της, και την μειωμένη για διάφορους λόγους προσφορά.
Σε μια τέτοια περίπτωση οι όποιοι πονοκέφαλοι θα είναι ευτυχώς περαστικοί.
Ιδίως εάν σε κάποιες περιπτώσεις, όπως αυτές που αφορούν τις ενεργειακές σχέσεις Ευρώπης και Ρωσίας, κυριαρχήσει – και από τις δύο πλευρές – ο ρεαλισμός και η λογική των αμοιβαία επωφελών λύσεων, αντί για τις γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις.
Όμως, φοβάμαι ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι πιο συνολικό και δεν αφορά απλώς κάποιες συγκυριακές διακυμάνσεις.
Γιατί η μεγάλη αντίφαση που διαπερνά τα ζητήματα της ενεργειακής πολιτικής παγκοσμίως είναι η ακόλουθη: την ώρα που όλοι αναγνωρίζουν την ανάγκη να περάσουμε στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, μεγάλο μέρος των ενεργειακών αναγκών θα συνεχίσουν να καλύπτονται από τα ορυκτά καύσιμα.
Και μάλιστα, αυτό το βλέπουμε ακόμη πιο έντονο σε χώρες που τώρα μπαίνουν σε φάση γρήγορης ανάπτυξης ή σημαντικής βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου τους, γιατί όλα αυτά μεταφράζονται και σε ζήτηση για ενέργεια. Για φυσικό αέριο, για πετρέλαιο, για άνθρακα σε ορισμένες περιπτώσεις.
Γιατί είναι άλλη η δυνατότητα απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα σε αναπτυγμένες οικονομίες, όπου μεγάλο μέρος των παραδοσιακών «βαριών» βιομηχανιών έχουν μετεγκατασταθεί εκτός συνόρων (και όπου συχνά υπάρχει η παράλληλη εξασφάλιση των πυρηνικών εργοστασίων) και άλλη σε αναπτυσσόμενες χώρες, όπου τα ορυκτά καύσιμα παραμένουν αναγκαία συνθήκη για να πάει παντού η ηλεκτροδότηση, να λειτουργήσει η βιομηχανία, να υπάρχει δίκτυο μεταφορών.
Όμως, την ίδια στιγμή η κλιματική αλλαγή δεν αστειεύεται.
Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι τα ακραία καιρικά φαινόμενα που συχνά σημαίνουν και αυξημένη ζήτηση ενέργειας, είναι ακριβώς τα σημάδια που το δείχνουν.
Αυτό σημαίνει ότι περισσότερο παρά ποτέ χρειάζεται να στοχαστούμε το πρόβλημα με όρους ταυτόχρονα πράσινης μετάβασης και ενεργειακής δικαιοσύνης.
Να δούμε δηλαδή με ποιες μορφές παγκόσμιας συνεργασίας, με ποιες μεταφορές τεχνογνωσίας, με ποιες αλλαγές συνολικές στο παγκόσμιο παραγωγικό μοντέλο θα καταστεί εφικτό να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή και ταυτόχρονα να μην ανακόψουμε αναπτυξιακές δυναμικές που τελικά βελτιώνουν τις ζωές των ανθρώπων.
Αυτή είναι μια δύσκολη εξίσωση, όμως κανείς δεν είπε ότι η ιστορική πρόοδος είναι εύκολη.