Η πολυσήμαντη διμερής αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία, ιδιαιτέρως η πρόβλεψη στρατιωτικής συνδρομής σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης στο έδαφός μας, προκάλεσε και προκαλεί πλήθος αντιδράσεων και αντιπαραθέσεων, εντός και εκτός της χώρας.
Οι επιθετικοί γείτονες θορυβήθηκαν, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις των τούρκων επισήμων, ορισμένοι Ευρωπαίοι μετέδωσαν επιφυλάξεις επειδή έκριναν ότι προσπερνιούνται προηγούμενα ήθη και εισάγονται νέα, και οι Αμερικανοί απόρησαν καθώς διαπίστωσαν ότι στον νέο κόσμο υπάρχουν εναλλακτικές συμμαχικές δυνατότητες για τα απειλούμενα έθνη. Και εντός της χώρας επίσης φανερώθηκε το διαχρονικό έλλειμμα κατανόησης των συνθηκών, όπως κι αυτό της εθνικής συνεννόησης.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Είναι κοινώς παραδεκτό ότι η Ελλάδα βιώνει ιστορικά εδώ και δεκαετίες πια την τουρκική επιθετικότητα. Είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη που αντιμετωπίζει επισήμως απειλή πολέμου, όπως το τουρκικό casus belli δηλώνει, και επιπλέον τελεί υπό διαρκή στρατιωτική πίεση, μέσω συνεχών παραβιάσεων του εναέριου και θαλάσσιου χώρου, από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και εντεύθεν. Για να μην αναφερθούμε στη στρατιά του Αιγαίου και στο πλήθος των αποβατικών σκαφών που διατηρούν οι γείτονες στα παράλια της Μικράς Ασίας απέναντι από τα νησιά μας.
Οι διεκδικήσεις λοιπόν είναι διαρκείς και οι αμφισβητήσεις της εθνικής μας κυριαρχίας μόνιμες. Επιπλέον, με το επισήμως ανακηρυχθέν δόγμα της «Γαλάζιας πατρίδας», τις πολλές απόπειρες αυθαίρετης διεύρυνσης των τουρκικών θαλασσίων ζωνών αλλά και την πρόσφατη σύνδεση της ελληνικής κυριαρχίας των νησιών μας με την αποστρατιωτικοποίησή τους, επιβεβαιώνουν τις αναθεωρητικές τους διαθέσεις και την επιδίωξή τους για κατάρριψη θεμελιακών Συνθηκών, όπως αυτή της Λωζάννης του 1923. Κοινώς, όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνουν την ύπαρξη τουρκικής απειλής και την ανάγκη αντιμετώπισής της.
Πολύ δε περισσότερο όταν στα προηγούμενα πολλά χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις παραμελήθηκαν, η ισορροπία χάθηκε και η τουρκική στρατιωτική μηχανή ενισχύθηκε πολλαπλώς, υπερεξοπλιζόμενη και αναπτύσσοντας νέα τεχνολογικά προηγμένα οπλικά συστήματα, όπως φανερώθηκε με τραγικό τρόπο στη διάρκεια του τελευταίου πολέμου μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν.
Με άλλα λόγια, η Ελλάδα όφειλε να προστατευθεί έναντι της δεδομένης τουρκικής απειλής, μέσω της ενίσχυσης των Ενόπλων Δυνάμεων και της επαύξησης των αποτρεπτικών της δυνατοτήτων. Η ρήτρα αμυντικής συνδρομής που προβλέφθηκε στην αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία αυτές ακριβώς τις αποτρεπτικές δυνατότητες υποστηρίζει.
Οι γείτονες θα πρέπει να σκέφτονται στο εξής διπλά και τριπλά, γνωρίζοντας ότι απέναντί τους μπορούν να στηθούν σύμμαχοι δεσμευμένοι και πραγματικά ικανοί να αντιμετωπίσουν την όποια στρατιωτική επιχείρηση.
Κανείς δεν υποστηρίζει ότι τέτοιες συμφωνίες αρκούν για να αποτρέψουν πολεμικά γεγονότα και επιθετικές κινήσεις, αλλά κατά πάσα βεβαιότητα επιδρούν. Πολύ περισσότερο όταν οι συμμαχίες διευρύνονται, όπως αναμένεται να συμβεί σε λίγες μέρες και με την επανεπιβεβαίωση της στρατηγικής σχέσης με τις ΗΠΑ.
Υπό αυτή την έννοια, οφείλουν άπαντες στο εσωτερικό να τοποθετηθούν, να ξεκαθαρίσουν τη θέση τους, να μη μεμψιμοιρούν, ούτε να εγείρουν αστήρικτες και ενοχικού τύπου αμφισβητήσεις. Καμία ελληνική πολιτική δύναμη δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να συμβιβαστεί με ενδεχόμενη αμφισβήτηση της εθνικής μας κυριαρχίας.
Εν κατακλείδι, στον σημερινό ασταθή και μεταβαλλόμενο κόσμο, τέτοιου τύπου διμερείς, κατά το δυνατόν δεσμευτικές, συμφωνίες είναι επιβεβλημένες. Και προφανέστατα είναι χρήσιμο να διευρυνθούν ακόμη περισσότερο.
Οχι για τίποτε άλλο, παρά για να προστατευθεί το αγαθό της ειρήνης, το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί την προκοπή και την ευημερία στις δύο ακτές του Αιγαίου και στην ευρύτερη ζώνη της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Μια Ελλάδα θωρακισμένη και συμμαχικά προστατευμένη, ευχερέστερα μπορεί να διεκδικήσει, ακόμη και να ηγηθεί ενός πραγματικού διαλόγου για την ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή.