Το πρώτο πράγμα που τύπωσε ο Ρήγας Βελεστινλής στη Βιέννη κατά το 1790 ήταν το Σχολείον των ντελικάτων εραστών, δηλαδή, όπως το περιέγραφε τότε ο ίδιος, ένα «βιβλίον ηθικόν, περιέχον τα περίεργα συμβεβηκότα των ωραιοτέρων γυναικών του Παρισίου, ακμαζουσών κατά τον παρόντα Αιώνα». Επρόκειτο, επί της ουσίας, για τη μετάφραση και τη συνακόλουθη διασκευή των Contemporaines mêlées του Ρεστίφ ντε λα Μπρετόν, έξι ερωτικών διηγημάτων, αισθησιακών και ηδονικών, στα οποία ο Ρήγας ενσταλάζει με τον δικό του, πρωτότυπο και σκαμπρόζικο τρόπο, τις επαναστατικές ιδέες (για την κοινωνία, την πολιτική, την ηθική) εκείνης της εποχής.
Δημιουργική συνέργεια
Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο πλαίσιο του εφετινού εορτασμού των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση, προχώρησε σε μια νέα παραγωγή βασισμένη σε τούτο το «νεάνισμα» του Ρήγα, ένα έργο που με όχημα την ποίηση διαπλέκει τον λόγο και τη μουσική και φέρει τον τίτλο «Το «Σχολείον των ντελικάτων εραστών» ζητά έναν ντελικάτο αναγνώστη». Η δημιουργική και πολυμεσική αυτή συνέργεια, στο πλαίσιο της οποίας η μία μορφή τέχνης αντικατοπτρίζεται μέσα στην άλλη, προσδιορίζεται ως εξής: «Κείμενα του Ρήγα Βελεστινλή, «διαβασμένα» από την ποίηση του Γιώργου Βέλτσου, αναστοχάζεται η μουσική του Γιώργου Χατζημιχελάκη».
Ο κοντραμπασίστας Βασίλης Παπαβασιλείου, αξίζει να σημειωθεί, είχε την αρχική ιδέα. Οπως λοιπόν ο Ρήγας «πείραξε» τον γάλλο συγγραφέα, έτσι τώρα «πειράζει» τον Ρήγα ο Γιώργος Βέλτσος, ο οποίος, οικειοποιούμενος κυρίως το τελευταίο μέρος του πονήματός του Βελεστινλή, τον «Ερωτικό θάνατο», το ανασκευάζει σε έναν θεατρικό διάλογο μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας. «Η γυναίκα (Μυρτώ Ρήγου) είναι η Ελλάδα και ο άντρας (Κώστας Βασαρδάνης) είναι ο ποιητής, δηλαδή εγώ» εξήγησε ο ίδιος μιλώντας προς «Το Βήμα». Και περιέγραψε πώς ακριβώς προσέγγισε τον Ρήγα, μακριά από τις «εθνοπατριωτικές προπόσεις και τα τρέχοντα καραγκιοζιλίκια», όπως τόνισε.
«Πατρίδα είναι η γλώσσα»
«Θέλησα κι εγώ, όπως ο Γερμανοεβραίος Ζαν Αμερί, να συλλογιστώ την αναγκαιότητα – και την αδυναμία συγχρόνως – του να είσαι Ελληνας. Εθεσα κι εγώ στον εαυτό μου το ερώτημα: πόση πατρίδα χρειάζομαι ώστε να πάψω να την έχω ανάγκη; Η απάντηση είναι ότι ο άνθρωπος χρειάζεται όσο λιγότερη πατρίδα είναι σε θέση να κουβαλήσει. Εγώ όμως, ριζωμένος κυριολεκτικά στην Ελλάδα, μέσα στις αντιφάσεις των συναισθημάτων και των κρίσεών μου για αυτήν, την Ελλάδα που πληγώνει και αγαπά την ίδια στιγμή, κατέληξα στο εξής, στο εξόχως και ουσιωδώς πατριωτικό: ότι πατρίδα είναι η γλώσσα, δηλαδή ο τρόπος που μιλάω για την Ελλάδα. Οχι ο Τόπος. Σκέφτηκα, λοιπόν, να συνδυάσω ένα νεανικό και σχετικά άγνωστο κείμενο του Βελεστινλή με μια πρόσφατη ποιητική μου σύνθεση ή, για να το διατυπώσω όπως πρέπει, να ενοφθαλμίσω τη «Λευκή Ελλάδα» (Περισπωμένη, 2018) στο κείμενο του Ρήγα, ακούγοντας τον Χατζημιχελάκη σαν να άκουγα το «Κουαρτέτο για το Τέλος του Χρόνου» του Μεσιάν. Δεν θέλησα όμως να είμαι ο Ρήγας, δεν θέλησα να τον ξαναγράψω, όπως ο Πιερ Μενάρ (ξανα)γράφει τον «Δον Κιχώτη» στο εξαιρετικό διήγημα του Χ. Λ. Μπόρχες. Προτίμησα, γράφοντας για τον Ρήγα, να συνεχίσω να είμαι εγώ στην εποχή μου και να εισχωρήσω στο κείμενο με τις δικές μου εμπειρίες. Αν δεν έκανα αυτό, θα προέκυπτε μια φολκλόρ παράσταση, την οποία όφειλα να αποφύγω πάση θυσία. Γιατί τότε, το 1790, ήταν τολμηρό το εγχείρημα, να γράφεις για τον θάνατο του έρωτα. Ενώ σήμερα θα ήταν απλώς φιλολογικό και γραφικό» ξεκαθάρισε ο Γιώργος Βέλτσος.
Η ανασύσταση του παρελθόντος
Και συνέχισε, με αφορμή τη συλλογική μνήμη της Ελληνικής Επανάστασης. «Το θέμα για εμένα είναι άλλο: τι είναι ο χρόνος; Δηλαδή με ποιον τρόπο ένα πρώην παρόν (1821) εορτάζεται στο τωρινό παρόν (2021). Μου φαίνεται αδιανόητη αυτή η ανασύσταση του παρελθόντος – η οποία έρχεται να φωτίσει κάτι υποτίθεται – σε ένα τόσο διαφορετικό παρόν. Διότι ο εορτασμός αυτός, όπως τον εισπράττω, δεν αναπαριστά απλώς κάτι, καταλήγει να αναπαριστά τη μορφή της ίδιας του της αναπαράστασης, ωσάν η Παλιγγενεσία να μην υπήρξε παρά μόνο σε όλους τους προηγούμενους εορτασμούς της, στα εκατό ή στα εκατόν πενήντα της χρόνια, πάντοτε με τα χάρτινα σημαιάκια της… Κοιτάξτε, δεν υπάρχει εκ των υστέρων σύνδεση με τον χρόνο. Υπάρχουν υπάρχουν μόνο κατασκευές και ιδεολογήματα, ένδοξα βεβαίως αλλά και βαρετά… Ομως, ξαναλέω, αρχή και τέλος δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο διάσπαση και διαφορά του ίδιου πράγματος μέσα στον χρόνο, από το 1821 ως το 2021» υπογράμμισε σιβυλλικά.
Ο νοηματικός πυρήνας
Επιμείναμε, όμως, να μας αποκαλύψει περισσότερα για τη λογική του ενοφθαλμισμού που επιχειρεί στο έργο του Ρήγα. «Με τον «γαλήνιο γλωσσικό μηδενισμό» που ακολουθώ (αυτό καταλόγισε ο Χάρολντ Μπλουμ στον Πολ ντε Μαν), την αποδόμηση αν προτιμάτε, ενεργοποιώ με τα γραπτά μου κάθε φορά στην πράξη το παρεκκλίνον, το οποίο είναι το ανάλογο της τυχαιότητας της γλώσσας, που προηγείται κάθε νοήματος. Το έργο το κάνουν η τυχαιότητα της γλώσσας (η φόρμα, ας πούμε) και η τυχαιότητα της εποχής. Κι έτσι, η δική μου θεωρία για την ποίηση (οι παρατυπώσεις και οι παραναγνώσεις μου, και στον Ρήγα) υπάγεται σε μια λογική νοήματος (για να θυμηθώ και το κορυφαίο έργο του Ζιλ Ντελέζ), η οποία δεν είναι μόνον αντικείμενο της ανάγνωσης του ποιήματος αλλά κυρίως η ένταση εκείνου του νοηματικού πυρήνα μέσα στο κείμενο, ο οποίος είναι ανεξάρτητος από το ίδιο το κείμενο. Είναι παράξενο αυτό, έχει να κάνει με το σπάσιμο της φόρμας. Αν σπάσω τη φόρμα, αν ταυτίσω το νόημα με το συμβάν, τότε το μοναδικό νόημα του ποιήματος είναι το συμβάν ως ποίημα. Ας μην ψάχνουν οι φιλόλογοι παρακάτω, κι ας μην τραβούν αδίκως τα όπλα τους να σημαδέψουν».
Ο Γιώργος Βέλτσος, πεπεισμένος ότι ένα κομμάτι του Εμίλ Σιοράν από το Eγκόλπιο ανασκολοπισμού του ταιριάζει πολύ, «σχεδόν σαν να γράφτηκε για μένα, έχω την αίσθηση», το παρέθεσε αυτούσιο: «Ο,τι ξέρω το έμαθα στο σχολείο των γυναικών, κι αυτό θα έπρεπε να κραυγάσει ο στοχαστής που δέχεται τα πάντα και αρνείται τα πάντα, όταν πουλάει την πίκρα του στην αγορά όπως αυτές πουλάνε το κορμί τους».
Στο τέλος, επανερχόμενος στην ποίησή του, είπε: «Η «Λευκή Ελλάδα» για να ανταποκριθεί στο νόημά της, πρέπει να το υπερβεί. Αυτό περιμένω από τον ακροατή της. Κι αυτό περιμένει και η Ελλάδα από εμένα. Την Αναμνηστική Λήθη, που έγραφε ο Καρούζος».
INFO
Το πρωτότυπο έργο λόγου και μουσικής «Το “Σχολείον των ντελικάτων εραστών” ζητά έναν ντελικάτο αναγνώστη» παρουσιάζεται την Τρίτη 12 Οκτωβρίου στις 8.30 το βράδυ στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Η σκηνοθετική επιμέλεια είναι της Μάνιας Παπαδημητρίου, ενώ τα βίντεο δημιούργησε η Violet Louise. Επιστημονική σύμβουλος η Ολγα Κατσιαρδή-Hering, ομότιμη καθηγήτρια Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Λαμβάνουν μέρος οι μουσικοί Σπύρος Κοντός (όμποε), Αγγελίνα Τκάτσεβα (τσίμπελ) και Βασίλης Παπαβασιλείου (κοντραμπάσο, αυτοσχεδιασμοί).