Στο πλαίσιο των πολεμικών επιχειρήσεων που διεξήγαγε κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε θριαμβευτικά στην πόλη της Κοζάνης την Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 1912.

Την ημέρα εκείνη η μακεδονική πόλη, ύστερα από πέντε και πλέον αιώνες δουλείας, είδε και πάλι το φως της ελευθερίας και ενώθηκε με τη μητέρα Ελλάδα.

Οι Κοζανίτες υποδέχτηκαν τις ελληνικές δυνάμεις με δάκρυα χαράς, απερίγραπτο ενθουσιασμό και κωδωνοκρουσίες.

Στη δοξολογία που έλαβε χώρα στον καθεδρικό ναό του Αγίου Νικολάου οι Κοζανίτες με εθνική συγκίνηση και περηφάνια έψαλαν το «Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια».

Το χρονικό της κατάληψης

Μετά τη νικηφόρα μάχη στα Στενά του Σαρανταπόρου, στις 9 Οκτωβρίου 1912, τα ελληνικά στρατεύματα συνέχισαν την καταδίωξη των τουρκικών δυνάμεων.

Αργά τη νύχτα της 10ης Οκτωβρίου 1912, όπως προκύπτει από τα σταλθέντα στο υπουργείο Στρατιωτικών τηλεγραφήματα, άνδρες της 4ης Μεραρχίας του Ελληνικού Στρατού κατέλαβαν την κωμόπολη των Σερβίων (ο οικισμός είχε πέσει στα χέρια των Τούρκων στα τέλη του 14ου αιώνα) και έγιναν κύριοι της γέφυρας του Αλιάκμονα.

 
 

Τα τουρκικά στρατεύματα τράπηκαν σε φυγή, προκειμένου να αποφύγουν στο μέτρο του δυνατού την περικύκλωσή τους από τον Ελληνικό Στρατό.

Οι εναπομείνασες τουρκικές δυνάμεις στην Κοζάνη επιχείρησαν εσπευσμένα να δημιουργήσουν οχυρώματα για την προστασία της πόλης. Η προσπάθειά τους αυτή απέβη άκαρπη, γεγονός που κατέστησε αναγκαστική την απόσυρσή τους.

 
 

Στις 11 Οκτωβρίου 1912, κι αφού πρώτα ματαιώθηκαν τα τουρκικά σχέδια περί καταστροφής της Κοζάνης διά βομβαρδισμού, διενεργήθηκε αναγνωριστική αποστολή τμήματος του Ελληνικού Ιππικού επί της οδού Σερβίων-Κοζάνης.

Ακολούθως η ελληνική Ταξιαρχία Ιππικού που ανέπτυσσε επιχειρησιακή δράση στην περιοχή του Αλιάκμονα έλαβε εντολή από το Διάδοχο Κωνσταντίνο να προελάσει προς την Κοζάνη.

 
 

Τις πρώτες απογευματινές ώρες, εν είδει προπομπού των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, εισήλθε στην πόλη της Κοζάνης ένας έφιππος ανιχνευτής, ονόματι Μακρής.

Σε αυτόν το λεβέντη από την Τσαριτσάνη έλαχε ο κλήρος να κομίσει το πολυπόθητο μήνυμα της απελευθέρωσης.

 
 

Αμέσως οι καμπάνες των εκκλησιών της πόλης άρχισαν να χτυπούν χαρμόσυνα, ενώ σε όλα τα παράθυρα αναρτήθηκε η κρυμμένη στα σεντούκια των Κοζανιτών γαλανόλευκη.

Καημοί, δάκρυα και όνειρα αιώνων συμπυκνώθηκαν σε εκείνη την ιστορική στιγμή, που λαχταρούσαν γενιές ολόκληρες Κοζανιτών.

Στη συνέχεια εισήλθαν ανενόχλητοι στην πόλη της Κοζάνης οι υπόλοιποι άνδρες της Ταξιαρχίας Ιππικού, οι οποίοι έγιναν ενθουσιωδώς δεκτοί από το ελληνικό στοιχείο της πόλης.

 
 

Στις 14 Οκτωβρίου 1912 επισκέφθηκε την ελεύθερη πλέον Κοζάνη ο βασιλιάς Γεώργιος Α’.

Από εκεί απέστειλε χαιρετιστήριο τηλεγράφημα στον πρωθυπουργό της χώρας, Ελευθέριο Βενιζέλο, προκειμένου να εκφράσει την περηφάνια του για τον ανδρείο στρατό του, ο οποίος, υπό την ηγεσία του Διαδόχου, φάνηκε αντάξιος των προσδοκιών της φίλτατης πατρίδας.