Η ιστορία του Κυπριακού έχει σχεδόν επικρατήσει να αποκαλείται ως μια «ιστορία χαμένων ευκαιριών» – για να θυμηθεί κανείς τον ομώνυμο τίτλο ενός από τα σημαντικότερα βιβλία επί του ζητήματος, εκείνου του πρώην υπουργού Εξωτερικών και Εθνικής Αμυνας Ευάγγελου Αβέρωφ, ο οποίος υπήρξε εκ των κεντρικών χειριστών του Κυπριακού τη δεκαετία του 1950. Οι τρέχουσες εξελίξεις σε αυτό το μείζον ζήτημα του Ελληνισμού, οι οποίες απειλούν να επαναφέρουν το Κυπριακό ακόμη και σε τροχιά «σκληρής διχοτόμησης», στρέφουν σχεδόν υποσυνείδητα το «βλέμμα της σκέψης» πίσω στον χρόνο και πιο συγκεκριμένα στην κομβική εικοσαετία 1954-1974. Αυτά τα 20 χρόνια, που ξεκινούν από την πρώτη προσφυγή της Ελλάδος στα Ηνωμένα Εθνη και καταλήγουν στη μοιραία εισβολή της Τουρκίας στη Μεγαλόνησο το 1974 (συνεπεία του προδοτικού πραξικοπήματος κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου από τη χούντα των συνταγματαρχών), συνιστούν τη «μήτρα» του προβλήματος. Επιβεβαιώνουν ότι όταν το γυαλί ραγίσει, δύσκολα μπορεί να κολλήσει ξανά.
Σε αυτή την πυκνή από γεγονότα και παρασκήνιο περίοδο εστιάζει το βιβλίο του Γιώργου Καλπαδάκη με τίτλο «Κυπριακό 1954-1974: Στοχαστικές προσαρμογές και ο αιώνιος δηλιγιαννισμός» (Εκδόσεις Παπαζήση). Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Καλπαδάκης, ο οποίος είναι εντεταλμένος ερευνητής του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών (ΚΕΙΝΕ), αφήνει ένα βαθύ και ουσιαστικό αποτύπωμα στη βιβλιογραφία σχετικά με τα κρίσιμα εθνικά θέματα. Το προηγούμενο βιβλίο του, με τίτλο «Το Μακεδονικό Ζήτημα 1962-1995: Από τη σιωπή στη λαϊκή δημοκρατία» (Εκδόσεις Καστανιώτη 2011), ήταν μία από τις πλέον νηφάλιες προσεγγίσεις του ονοματολογικού ζητήματος και της Ιστορίας του Μακεδονικού – πέρα από συναισθηματισμούς και ρητορικές κορόνες που συνηθίζεται να κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο. Ακολουθώντας την ίδια μέθοδο της εξαντλητικής αρχειακής έρευνας, ο συγγραφέας επιδιώκει να ρίξει φως σε μια χρονική περίοδο που καθόρισε, σε μεγάλο βαθμό, την εξέλιξη του Κυπριακού και η οποία είναι καταφανώς πολύ πιο περίπλοκη και «δύσπεπτη» από εκείνη που προτιμούν να προσλαμβάνουν στην Αθήνα και στη Λευκωσία τόσο πολιτικοί, όσο επίσης αναλυτές και δημοσιογράφοι.
Η αναλυτική προσπέλαση αυτής της 20ετίας δεν είναι καθόλου εύκολη. Το Κυπριακό συμφύεται στενά τόσο με τη διμερή διελκυστίνδα των ελληνοτουρκικών σχέσεων όσο και με τις σχέσεις της μετεμφυλιακής Ελλάδος – μίας χώρας αποδυναμωμένης και απολύτως εξαρτημένης από τον δυτικό παράγοντα – με δύο χώρες που θα διαδραματίσουν καίριο ρόλο στην εξέλιξη του Κυπριακού: αρχικά το Ηνωμένο Βασίλειο και, στη συνέχεια, τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο πλαίσιο αυτό, ο συγγραφέας επιχειρεί να εξετάσει την εξέλιξη ενός διακριτού ρεύματος στην ελληνική εξωτερική πολιτική: αυτό του πραγματισμού, ο οποίος λαμβάνει υπόψη του τους διεθνείς συσχετισμούς ισχύος στη λήψη των αποφάσεων. Η διάσταση μεταξύ πραγματισμού και «ευσεβοποθισμού» στην ελληνική εξωτερική πολιτική έχει μακρά ιστορία και παραμένει εμφανής ακόμη και στις μέρες μας, μετατρεπόμενη, σε ένα επόμενο στάδιο, σε μια διαμάχη μεταξύ ρεαλισμού και μαξιμαλισμού. Αυτές οι αντίρροπες δυνάμεις είναι εμφανείς, ιστορικά, σε όλο το φάσμα των εθνικών θεμάτων – με το Κυπριακό να είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, αν και όχι το μόνο.
Στην υπόθεση του Κυπριακού και της στρατηγικής που η Ελλάδα έπρεπε να ακολουθήσει τη δεκαετία του 1950 αλλά και αργότερα, η αποτύπωση της διάστασης μεταξύ πραγματισμού και «ευσεβοποθισμού» ήταν ουσιαστικά η διαφορά μεταξύ, αφενός, όσων πίστευαν στην ανάγκη έναρξης ενός άμεσου αγώνα για την «Ενωση και μόνο Ενωση» της νήσου με τη μητέρα πατρίδα και, αφετέρου, εκείνων που υποστήριζαν μία πιο σταδιακή λύση που θα εκκινούσε από την αυτοκυβέρνηση. Η εν λόγω δεύτερη προσέγγιση, την οποία είχε υποστηρίξει και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που σημειωτέον είχε αρνηθεί να υποστηρίξει την εξέγερση στο νησί το 1931, αφορούσε μια στρατηγική μικρών βημάτων που θα επέτρεπαν κατ’ αρχήν μια αγγλοκυπριακή συνεννόηση, διότι σε διαφορετική περίπτωση μια κίνηση για άμεση αυτοδιάθεση θα τροφοδοτούσε την καχυποψία του Λονδίνου και θα οδηγούσε στη σύμπηξη ενός αγγλοτουρκικού μετώπου που η Αθήνα θα ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να διασπάσει.
Η εξέλιξη των πραγμάτων και η απόφαση της κυβέρνησης Παπάγου (μετά την αποτυχημένη απόπειρα του στρατάρχη να πείσει την κυβέρνηση Ιντεν να εισέλθει σε διμερείς διαπραγματεύσεις με την Αθήνα) να δεχθεί να υποβάλει προσφυγή στα Ηνωμένα Εθνη ήταν η θρυαλλίδα για να ριζώσει το μέτωπο Λονδίνου – Αγκυρας με πρώτο, κομβικό, βήμα την Τριμερή του Lancaster House το 1955 με την οποία η ανάμειξη της Τουρκίας στο Κυπριακό εδραιώθηκε χωρίς επιστροφή. Οπως αποδείχθηκε, η διεθνοποίηση του ζητήματος με όρους άμεσης Ενωσης θα αποδεικνυόταν «το προπατορικό αμάρτημα της Λευκωσίας», όπως αναφέρει ο Καλπαδάκης. Δεν θα τροφοδοτούσε μόνο την προϋπάρχουσα αδιαλλαξία του Ηνωμένου Βασιλείου (που έβλεπε το αυτοκρατορικό μεγαλείο να ξεθωριάζει) και την αγγλοτουρκική προσέγγιση, αλλά θα ενίσχυε και θα ριζοσπαστικοποιούσε το τουρκοκυπριακό στοιχείο στο νησί.
Αυτό που αναμφίβολα θα τραβήξει το ενδιαφέρον του μυημένου – αλλά όχι μόνο – αναγνώστη στο βιβλίο του Καλπαδάκη είναι η ανάδειξη των διαφορετικών ρευμάτων σκέψης μέσα από την παρουσίαση των απόψεων συγκεκριμένων προσώπων κατά τις διάφορες φάσεις του Κυπριακού. Και αν η προσέγγιση της πρακτικής του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου είναι απαραίτητη για να αντιληφθεί κανείς πως η «υδραργυρική προσωπικότητα» του κύπριου εθνάρχη οδήγησε πολλάκις τις σχέσεις Αθήνας – Λευκωσίας στο «χείλος του γκρεμού», χάρη στην επαναλαμβανόμενη τακτική του να φέρνει την ελληνική κυβέρνηση προ τετελεσμένων γεγονότων, ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση ενός αριθμού πραγματιστών ελλήνων διπλωματών. Σε αυτούς συγκαταλέγονται πρόσωπα όπως ο Αγγελος Σ. Βλάχος, ο Βασίλειος Μόστρας και αργότερα, κατά την τελευταία δύσκολη περίοδο της απριλιανής δικτατορίας, ο Ιωάννης Τζούνης.
Ολοι οι προαναφερθέντες είχαν, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο, χειριστεί το Κυπριακό από διάφορες θέσεις. Ρόλο αρνητικό όμως διαδραμάτισε η στάση του αποκαλούμενου «αρχιτέκτονα της διεθνοποίησης του Κυπριακού», του τότε γενικού διευθυντή του υπουργείου Εξωτερικών Αλέξη Κύρου, που επέμενε να τεθεί το ζήτημα της Κύπρου υπό τον μανδύα της αυτοδιάθεσης. Ο Κύρου υποτίμησε τόσο τον αγγλικό παράγοντα όσο επίσης το ενδεχόμενο το Λονδίνο να εισαγάγει την Αγκυρα ως «τρίτο μέρος» στο Κυπριακό, αλλά και την αντίδραση της Τουρκίας στο ενδεχόμενο της Ενωσης. Σε μια τακτική που εν πολλοίς δυστυχώς συνεχίζεται ως και σήμερα, η Αθήνα εγκλωβίστηκε (μέσα από αβάσιμες ερμηνείες της Συνθήκης της Λωζάννης) σε μια νομικίστικη προσέγγιση του Κυπριακού, αγνοώντας ή υποβαθμίζοντας τους συσχετισμούς δυνάμεων. Η έκβαση ήταν τρεις ελληνικές προσφυγές χωρίς επιτυχία που οδήγησαν τελικά σε αναδίπλωση τακτικής, αλλά όχι μόνο. Ηταν επίσης η «προσφορά» στην Τουρκία του «φύλλου συκής» για να εξαπολύσει το πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης στα τραγικά Σεπτεμβριανά του 1955.
Το αποτέλεσμα ήταν αυτό που είχαν προβλέψει σε αναλύσεις τους δύο πρόσωπα τα οποία δέχθηκαν έντονη κριτική επειδή έκρουαν τον κώδωνα για την ακολουθούμενη στρατηγική. Ο ένας από αυτούς ήταν ο Βασίλειος Μόστρας, πρέσβης της Ελλάδος στο Λονδίνο (1953-1956), που είχε εγκαίρως προειδοποιήσει για τον κίνδυνο αγγλοτουρκικής συμπόρευσης. Το 100σέλιδο υπόμνημά του αποτελεί βασικό εγχειρίδιο για να αναδείξει τους προβληματισμούς του ο Καλπαδάκης. Ο δε Αγγελος Σ. Βλάχος, ο οποίος διαδραμάτισε καίριο ρόλο στο Κυπριακό από θέσεις όπως αυτή του γενικού προξένου στα Ιεροσόλυμα στη δεκαετία του 1950 και του γενικού γραμματέα του υπουργείου Εξωτερικών για σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα πριν από την πτώση της χούντας, διαπνεόταν από μία σαφή αίσθηση της προστασίας των εθνικών συμφερόντων. Σε αυτό το πλαίσιο, αναγνώριζε μεν ότι ο Μακάριος ήταν ίσως ο μόνος που μπορούσε να διασφαλίσει την ενδοκυπριακή ενότητα, αλλά την ίδια στιγμή έμοιαζε να αποτελεί μόνιμη «νάρκη» στην ομαλότητα των ελλαδοκυπριακών σχέσεων με τις συνεχείς αλλαγές πολιτικής – σημαντικότερη εκ των οποίων ήταν η απροειδοποίητη έγερση των 13 σημείων για αλλαγή του Συντάγματος του 1960.
Η κίνηση αυτή, που ουσιαστικά «τράβηξε το χαλί» κάτω από τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, έμοιαζε με κίνηση χωρίς επιστροφή. Η «ζυριχική πολιτεία» δεν αφέθηκε να δοκιμαστεί σε ένα ουσιαστικό βάθος χρόνου. Και είναι εντυπωσιακό ότι ήδη από εκείνη την εποχή όσοι υποστήριξαν πολιτικές λιγότερο «φιλικές» ή «κολακευτικές» της κοινής γνώμης, εξοβελίζονταν στο περιθώριο ακόμη και με την ταμπέλα του μειοδότη. Η έλευση της απριλιανής δικτατορίας, αυτού του συρφετού ανίκανων και επικίνδυνων στρατιωτικών που θέλησε και δυστυχώς πέτυχε να κυβερνήσει την Ελλάδα επί μία επταετία, επιδείνωσε σφόδρα την κατάσταση στην Κύπρο. Η εχθρότητα της χούντας κατά του Μακαρίου, που έβαινε αυξανόμενη όσο τα χρόνια περνούσαν, η αμφιθυμία του Αρχιεπισκόπου για το τι ακριβώς επιθυμούσε, αλλά παράλληλα η επιβάρυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων με την έγερση νέων ζητημάτων που αυτή τη φορά αφορούσαν το Αιγαίο έφεραν στο μυαλό των πραγματιστών διπλωματών την ιδέα περί μιας συνολικής εκκαθάρισης των ελληνοτουρκικών σχέσεων που θα τακτοποιούσε και εκκρεμότητες που είχε αφήσει πίσω της η Συνθήκη της Λωζάννης. Αυτή, αν μπορούσε να προχωρήσει, ίσως να διασφάλιζε και την αρτιμέλεια της ανεξάρτητης Κύπρου. Αντί για μια τέτοια κίνηση, το πραξικόπημα των συνταγματαρχών και η τουρκική εισβολή στο νησί δημιούργησαν τετελεσμένα, η ανατροπή των οποίων παρέμεινε επί δεκαετίες – ως σήμερα – αδύνατη.
Αν θα έπρεπε κάποιος να συγκρατήσει κάτι από το βιβλίο του Γιώργου Καλπαδάκη, πέραν της νηφαλιότητας της προσέγγισης και του πάθους για την έρευνα, είναι η αναγκαιότητα να διαμορφωθεί στην Ελλάδα, έστω και αργά, ένας μηχανισμός στην εξωτερική πολιτική που θα μπορεί να αναλύσει και να συγκεράσει τις πληροφορίες και τα δεδομένα των ζητημάτων που καλείται το κράτος να διαχειριστεί ή να επιλύσει. Οχι μια πρόσκαιρη, αλλά μια μονιμότερη δομή, που θα υπερβαίνει την παροδικότητα των κυβερνήσεων και θα αποτελεί, χάρη στην τεχνοκρατική του επάρκεια, ανάχωμα στον «ευσεβοποθισμό» και στη «δηλιγιαννική δημαγωγία». Οσο αυτό εκλείπει, τόσο η Ελλάδα θα κινδυνεύει να παρασύρεται σε περιπέτειες και να θρηνεί «χαμένες ευκαιρίες».