Η απόκτηση των ψηφιακών φρεγατών Belharra (FDI) στην ελληνική τους έκδοση κάνει πολύ περισσότερα από την ένταξη των Rafale F3-R (RF3-R) στην ΠΑ για να ανατρέψει την ελληνοτουρκική ισορροπία δυνάμεων υπέρ της χώρας μας για πρώτη φορά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η απόκτηση 3 + 1 FDI σε συνδυασμό με την επερχόμενη συμφωνία 1,6 δισ. ευρώ για τέσσερις «ελαφριές» φρεγάτες Gowind δεν δίνουν απλά νέα πλοία επιφανείας στο ΠΝ.
Δημιουργούν νέο ψηφιακό και δικτυοκεντρικό ΠΝ που μπορεί με αυτοπεποίθηση να βγει από το «καβούκι» του Αιγαίου στην Ανατολική Μεσόγειο. Δημιουργεί, με βάση τον πυραυλικό, αντιαεροπορικό/αντιβαλλιστικό και ανθυποβρυχιακό εξοπλισμό που θα φέρει, ένα ελληνικό blue water navy με επιχειρησιακές δυνατότητες ανοικτής θάλασσας και πέραν της Μεσογείου.
Καμία άλλη χώρα της Ανατολικής Μεσογείου, όχι μόνο η Τουρκία, με την εξαίρεση των πυρηνικών υποβρυχίων του Ισραήλ, δεν θα διαθέτει έως το 2025/2026 τέτοια δύναμη πυρός ικανή να εντοπίσει στόχους στα 250 χλμ. και να καταρρίψει 32 από αυτούς στα 120 χλμ. με βλήματα ASTER15/30 ενώ είναι παράλληλα οπλισμένη με 8 βλήματα Exocet τρίτης γενιάς και με το υπο-στρατηγικό όπλο scalp naval εμβέλειας άνω των 1.000 χλμ. (εφόσον τελικά συμπεριληφθεί στη συμφωνία).
Ακόμη και οι εν δυνάμει αναβαθμισμένοι ελληνικοί Exocet (ΜΜ Block 40) στη νέα έκδοση εμβέλειας 200 χλμ. με ανακατευθυνόμενα βλήματα ακριβείας ήταν γεωγραφικά στατικοί στη Λήμνο, στη Σκύρο και σε άλλα νησιά του Αιγαίου και για να λειτουργήσουν αποτελεσματικά χρειάζονταν αντι-αεροπορική/αντι-βαλλιστική άμυνα περιοχής. Πλέον όλες αυτές οι δυνατότητες, μαζί με τις ανθυποβρυχιακές τορπίλες και τα δύο Sonar των FDI, πηγαίνουν όπου θέλουν και όπου χρειάζεται.
Το ελληνικό ΠΝ σε στρατηγικό επίπεδο κάνει άλμα στον 21ο αιώνα και μαζί με τις νέες τορπίλες και το ενδεχόμενο αγοράς δύο νέων υποβρυχίων U214 ώστε να εξουδετερωθεί το επιδιωκόμενο τουρκικό πλεονέκτημα των 6 τουρκικών U214 εξισορροπεί αριθμητικά και υπερ-ανατρέπει ποιοτικά τα μέσα που η Τουρκία έχτισε επί 15ετίας για να επιβάλει τη νέο-ιμπεριαλιστική «Γαλάζια Πατρίδα».
Από στρατηγικής άποψης εάν ο στόλος του 2025/26 θα ήταν διαθέσιμος το 2020, η Τουρκία δεν θα είχε τολμήσει να κάνει ό,τι έκανε στην ακαθόριστη ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα μας, η οποία δεν θα είχε κανέναν λόγο να παραμένει ακαθόριστη όπως σήμερα. Η Ελλάδα δεν αποτελεί αναθεωρητική δύναμη, αλλά δεν μπορεί παρά πλέον να διεκδικήσει όσα της επιτρέπει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και σίγουρα έχει υποχρέωση να αξιοποιήσει, υπερασπισθεί και να ολοκληρώσει την οριοθέτηση των ΑΟΖ της με Αίγυπτο, Κύπρο και Λιβύη.
Το νέο ψηφιακό ΠΝ σε συνδυασμό με τις εκτενείς επιχειρησιακές ικανότητες των RF3-R δίνουν στην Ελλάδα τα μέσα υλοποίησης της εκτεταμένης αποτροπής που προβλέπονταν για το δόγμα του ΕΑΧ χωρίς την ανάγκη μόνιμων αεροναυτικών βάσεων στο νησί, υπό την προϋπόθεση ότι και η Κύπρος θα εξέλθει από τη χειμερία νάρκη των ψευδαισθήσεων μιας λύσης όπως την εννοεί η Τουρκία και θα αναβαθμίσει το δικό της αποτρεπτικό δυναμικό με επιπρόσθετες συστοιχίες Εxocet 3 και ένα γαλλικό ή ισραηλινό στρατηγικό σύστημα αεράμυνας.
Σε γεωπολιτικό επίπεδο η συνειδητή επιλογή της γαλλικής πρότασης για το ΠΝ ως κύριας και ενδιάμεσης λύσης -περιορίζοντας τον εκσυγχρονισμό των ΜΕΚΟ σε 2 από 4 μονάδες – σηματοδοτεί μια στρατηγική μετατόπιση στο ευρωπαϊκό από το ευρω-ατλαντικό πλαίσιο εξοπλιστικής συνεργασίας. Η συνεργασία των δυο αμυντικών βιομηχανιών θα βοηθήσει ουσιαστικά τη στρατηγική της αυτονομίας της ΕΕ, τουλάχιστον σε επίπεδο συνασπισμών προθύμων τύπου PESCO.
Η γαλλική επιλογή συνεπάγεται ότι το ΠΝ αποκτά μέσα που το τουρκικό ΠΝ δεν δύναται να αποκτήσει (όπως γινόταν με τα F16 επί σχεδόν 40 έτη) και δεν μπορεί να αναπτύξει αυτόνομα σε ίδιο ποιοτικό επίπεδο και σε ίδιο χρονικό διάστημα. Προφανώς και ανάλογες εξοπλιστικές επιλογές θα ήταν διαθέσιμες από τις ΗΠΑ, αλλά ακόμη και να μην υπήρχε το embargo του Δεκεμβρίου 2020, η γεωπολιτική τροχιά των αμερικανοτουρκικών σχέσεων μετά το 2010 καθιστά μια τέτοια προοπτική σχεδόν απίθανη.
Η μόνη διαθέσιμη επιλογή εξισορρόπησης του νέου ΠΝ από τουρκικής πλευράς θα είναι η ανάπτυξη τακτικών επίθεσης σμήνους μέσω UAV/USV και κυρίως μια περαιτέρω εμβάθυνση της ρωσοτουρκικής εξοπλιστικής συνεργασίας που το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να ανοίξει έναν νέο γύρο αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ και νέες από μέρους τους κυρώσεις.
Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι τα πράγματα δεν είναι όλα ρόδινα. Εως το 2025 εάν δεν δοθούν γαλλικές Gowind ως ενοίκιο στο ΠΝ έως ότου παραδοθούν το 2024/2025 οι ελληνικές κορβέτες και οι FDI, θα παραμείνουμε με την ίδια ανισορροπία στο ναυτικό που μόνο εν μέρει τα Rafale και τα τέσσερα U214 μπορούν να εξισορροπήσουν. Για αυτό ακριβώς έως το 2025 η ρήτρα αμυντικής συνδρομής με τη Γαλλία έχει ιδιαίτερη αποτρεπτική βαρύτητα σε περίπτωση που η Τουρκία επιχειρήσει να τραβήξει στα άκρα το σκοινί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο μιας κρίσης ανάλογης με αυτή του Αυγούστου 2020 το 2022-2023.
Ο δρ Θεόδωρος Τσακίρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής & Ενεργειακής Πολιτικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας.